«Οι επιστήμες της ψυχικής υγείας φαίνεται να έχουν, στο σύγχρονο κόσμο μια σημαντική τάση επαναδιαπραγμάτευσης και επανασύνδεσης με την θρησκεία και την πνευματικότητα» (Louis Hartz, Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας 2005).
Αν και αρκετοί σημαντικοί επιστήμονες και θεωρητικοί της πρώιμης περιόδου της ανάπτυξης της ψυχιατρικής και της ψυχολογίας είχαν εκφράσει το ενδιαφέρον τους για τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ της ψυχολογίας της ψυχιατρικής και της θρησκείας, όπως ο Jung, o James και ο Αllport, στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της η ψυχολογία απέφυγε οποιαδήποτε σύνδεση με τη θρησκεία διατηρώντας συχνά και μια έντονα «εχθρική» θα λέγαμε σχέση απέναντί της, στο πρόσωπο μεγάλων θεωρητικών επιστημόνων, όπως o Freud, o Watson, o Skinner και ο Ellis.
Παρόλα αυτά, προς το τέλος του 20ου αιώνα η ψυχολογία έχει αρχίσει να επιδεικνύει μια τάση επαναπροσέγγισης της πνευματικότητας και της θρησκείας, για την εξέταση σημαντικών ζητημάτων που σχετίζονται με τα θεραπευτικά αποτελέσματα των θρησκευτικών πρακτικών και την ενσωμάτωση της θρησκευτικότητας/πνευματικότητας στη θεραπευτική διαδικασία (Mιller 2003), oδηγώντας σε μια πιο ανοιχτή κατάσταση, όπου η σύγκρουση μεταξύ θρησκείας και επιστήμης υφίσταται μόνο για τους θρησκευτικούς φονταμενταλιστές και τους υλιστές επιστήμονες (Θερμός, 2011)
. Ταυτόχρονα η ανάδυση της έννοιας της αφήγησης, λόγω της σημαντικής φιλοσοφικής στροφής προς τον κονστρουκτιβισμό και την μετα-νεωτερικότητα (Chase,2003), εγείρει σημαντικά νέα ερωτήματα και ζητήματα, τόσο για την θρησκεία όσο και για την ψυχολογία και ψυχοθεραπεία. Είναι λοιπόν σημαντικό να εξετάσει κανείς την θεραπευτική διάσταση της αφήγησης στο πλαίσιο της ψυχοθεραπείας και του μυστηρίου της εξομολόγησης, καθώς και στην εξέταση της σχέσης μεταξύ εξομολόγησης και ψυχοθεραπείας και τις δυσκολίες ή τις ευκαιρίες που αυτή δημιουργεί (Thoresen 2003), και η οποία βασίζεται στην υπάρχουσα αναγκαιότητα της κατανόησης και της ενσωμάτωσης της θρησκείας και των θρησκευτικών πρακτικών που αποτελούν βασικό στοιχείο της ταυτότητας της πλειοψηφίας των ανθρώπων, στις σύγχρονες θεραπευτικές προσεγγίσεις.
Η έννοια της αφήγησης πέραν του πεδίου της φιλοσοφίας και των κοινωνικών επιστημών, δηλαδή η καθημερινή χρήση της, σηματοδοτεί συνήθως τις ιστορίες που κάθε άτομο έχει για τον εαυτό του ή τις ευρύτερες ομάδες που ανήκει, υποδηλώνοντας την ψυχοσύνθεση του, την ψυχολογική και κοινωνική του κατάσταση, αλλά και το κοινωνικο-πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο ανήκει, στοιχεία που όλα γίνονται ορατά από τις <ιστορίες> που αφηγείται το άτομο.
Ταυτόχρονα, όπως αναφέρει ο Giddens, η σύγχρονη ενασχόληση με τις προσωπικές αφηγήσεις, σχετίζεται με τη λατρεία του εαυτού και την εξατομίκευση που προέκυψε κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα στις δυτικές κοινωνίες όπου το άτομο δε θεωρεί ότι αντλεί στοιχεία της ταυτότητας του από τις κοινωνικές ομάδες στις οποίες ανήκει, αλλά θεωρείται πάνω από όλα, ως μια αυτόνομη ύπαρξη. Στην κοινωνική πραγματικότητα του δυτικού κόσμου, όπου οι ταυτότητες δεν είναι πλέον κάτι σταθερό η έννοια της αφήγησης και της προσωπικής ιστορίας, είναι ένα πεδίο που μπορεί να δώσει απαντήσεις για το άτομο εν απουσία των σταθερών δομών και ταυτοτήτων του παρελθόντος. Τώρα η ψυχαναλυτική θεραπεία εστιάζει στην ανίχνευση ανεπίλυτων ασυνείδητων συγκρούσεων, οι οποίες αποτελούν τη βάση των νευρώσεων, και στις οποίες οφείλονται συμπτώματα όπως το άγχος, η κατάθλιψη, οι ενοχές κτλ. Κατά τη συνεδρία, ο ρόλος του ψυχαναλυτή δεν είναι παρεμβατικός ή κριτικός αλλά περιορίζεται αρχικά στο ρόλο του ακροατή, ενώ ο θεραπευόμενος περιγράφει σκέψεις, εικόνες και συναισθήματα που του έρχονται στο νού, μέσω της μεθόδου του ελεύθερου συνειρμού. Έτσι, η αφήγηση εκ μέρους του θεραπευόμενου είναι κεντρικής σημασίας για την ψυχανάλυση, η οποία απετέλεσε την πρώτη θεραπευτική μέθοδο για την ψυχική ασθένεια η οποία δεν χρησιμοποίησε την φαρμακευτική αγωγή, ή νευρολογικές παρεμβάσεις, αλλά τον ίδιο το λόγο ονομαζόμενη αρχικά ως <θεραπεία ομιλίας>. Ταυτόχρονα η ψυχαναλυτική θεραπεία, μπορεί να χρησιμοποιήσει μια σειρά από άλλες αφηγήσεις, όπως αφηγήσεις ονείρων, αφηγήσεις αναμνήσεων από την πρωιμη παιδική ηλικία και αφηγήσεις τραυματικών εμπειριών. Βασικός στόχος της εξέτασης των αφηγήσεων αυτών είναι ο εντοπισμός από τον ψυχοθεραπευτή διασυνδέσεων ανάμεσα στα στοιχεία και πιθανών συσχετίσεων που φθάνουν βαθύτερα στις ασυνείδητες συγκρούσεις μέσω της εξέτασης των μηχανισμών άμυνας που υιοθετεί το άτομο.
‘Οσον αφορά την έννοια της αφήγησης στην Γνωσιακή/Συμπεριφορική θεραπεία αυτή στοχεύει στη διερεύνηση και στον εντοπισμό από τον θεραπευτή διαφόρων παραγόντων που επηρεάζουν τη συμπεριφορά σε κάθε επίπεδο (γνωσιακό ή συναισθηματικό), καθώς και των λειτουργικών σχέσεων που έχουν μεταξύ τους(Ευθυμίου,2000),. Με τον τρόπο αυτό, εντοπίζονται οι σχέσεις μεταξύ εξωτερικών παραγόντων και καταστάσεων με τα γνωστικά σχήματα, μέσω των οποίων το άτομο οδηγείται σε συγκεκριμένες συμπεριφορές. Βασικό στοιχείο της θεραπείας αυτής είναι η γνωστική αναδόμηση. Η τεχνική αυτή επιχειρεί την αντικατάσταση των γνωστικών σχημάτων που οδηγούν σε δυσλειτουργικές -αρνητικές μη επιθυμητές συμπεριφορές με γνωστικά σχήματα που είναι ρεαλιστικότερα και λειτουργικά μέσω της συζήτησης και της χρήσης διαφορετικών αφηγήσεων, κατά τη διάρκεια της συνεδρίας
Η ανθρωπιστική ψυχοθεραπεία που αναπτύχθηκε από τον αμερικανό ψυχολόγο Karl Rogers, έχει ως βασική θέση ότι το κάθε άτομο έχει το απαραίτητο δυναμικό για την προσωπική του ανάπτυξη , δυναμικό που μπορεί να πραγματωθεί μόνο μέσω μιάς σχέσης με ένα άλλο άτομο το οποίο το κατανοεί και το δέχεται άκριτα. Η αφήγηση στα πλαίσια τη θεραπείας αυτής, προέρχεται από τον θεραπευόμενο, ο οποίος επικοινωνεί σκέψεις και συναισθήματα στο θεραπευτή. Έτσι οι αφηγήσεις του θεραπευόμενου αποτελούν ένα μέσο προσωπικής έκφρασης, η οποία λαμβάνει χώρα σε ένα θεραπευτικό περιβάλλον όπου η έκφραση αυτή είναι ασφαλής, δηλαδή ο θεραπευόμενος , μπορεί να εκφραστεί ελεύθερα χωρίς να δεχτεί κριτική ή να καταπιέσει την έκφρασή του για οποιονδήποτε λόγο.
Η αφηγηματική ψυχοθεραπεία βασίζεται στο γεγονός ότι οι άνθρωποι έχουν πολλαπλές ταυτότητες, οι οποίες σχηματίζονται μέσα στη διαδικασία της κοινωνικής αλληλεπίδρασης. που διηγείται κάποιος, μια ταυτότητα που γίνεται αντιληπτή ως αφήγηση, μια αφήγηση που σχηματοποιείται βάσει των πολιτικών ,οικονομικών κοινωνικών και πολιτισμικών περιορισμών κατασκευάζεται συνεχώς μαζί με τους άλλους, ανάλογα με τους περιορισμούς που επικρατούν στη συγκεκριμένη ιστορική εποχή που ζούμε. Έτσι, τα προβλήματα και οι λύσεις αποκτούν νόημα μέσα σε ένα διαλογικό πλέγμα σχέσεων. Ως εκ τούτου, ο στόχος αυτής της θεραπείας είναι η δημιουργία ενός εναλλακτικού διαλογικού και σχεσιακού πλαισίου που θα οδηγήσει στη μεταμόρφωση, η οποία δε μπορεί να προκαθοριστεί χρονικά καθώς είναι μοναδική για τους συμμετέχοντες στη θεραπευτική συζήτηση σε αυτή τη φάση η αλλαγή, τα αποτελέσματα και οι λύσεις προκύπτουν από το θεραπευτικό διάλογο και είναι αποτέλεσμα της συγκατασκευής της ιστορίας του πελάτη με εκείνης του θεραπευτή
Όσον αφορά τη σχέση μεταξύ της ψυχοθεραπείας και της χριστιανικής εξομολόγησης, όπως προαναφέρθηκε, υπήρξε μια εχθρική στάση αρχικά απέναντι στη χριστιανική εξομολόγηση και πνευματικότητα, η οποία στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα αμβλύνθηκε και υπήρξε μια σχετική προσέγγιση, με αποτέλεσμα την διεύρυνση της επιρροής της θρησκείας και της πνευματικότητας σε συμπεριφορές και πεποιθήσεις των ατόμων και τις επιδράσεις που αυτές έχουν στην ψυχική και σωματική υγεία (Larson,2001). Σύμφωνα με τo Θερμό (2011), δεν υφίσταται σύγκρουση μεταξύ θρησκείας και επιστήμης της Ψυχολογίας, παρά μόνο στο μυαλό των χριστιανών φονταμενταλιστών και των υλιστών επιστημόνων, παρόλο που η τελευταία χρησιμοποιεί αυστηρές επιστημονικές μεθόδους, όπως οι τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές για την εξέταση σημαντικών θεμάτων που σχετίζονται με την σχέση θρησκείας και ψυχολογίας και την ενσωμάτωση της δεύτερης στην πρώτη. Σύμφωνα με τον Β. Θερμό, η επιμόρφωση ψυχιάτρων και ψυχολόγων μπορεί να είναι ιδιαίτερα ευεργετική για τους ίδιους τους ασθενείς, καθώς κινείται σε μια έννοια ολιστικής κατανόησης της ανθρώπινης ύπαρξης, χωρίς τον διαχωρισμό μεταξύ της κοσμικής και της πνευματικής ύπαρξης.
Είναι σημαντικό στο σημείο αυτό να αναφέρει κανείς τη σχέση μεταξύ της ψυχοθεραπείας και της εξομολόγησης. Σύμφωνα με τον Hatfield,(2006) η έννοια της εξομολόγησης στην ορθόδοξη εκκλησία έχει έναν έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα, πέραν της θρησκευτικής και θεολογικής σημασίας της, αφού συνήθως, γίνεται αντιληπτή ως “θεραπεία μέσω της πίστης και της προσευχής” Κατά αυτήν την έννοια ,η εξομολόγηση απέναντι στην εκκλησία, η οποία δεν αποτελεί μόνο μια κοινότητα πιστών , αλλά “το σώμα του Χριστού”, έχει τη δύναμη της ψυχικής θεραπείας, μέσω της συγχώρεσης. Έτσι το μυστήριο της εξομολόγησης γίνεται αντιληπτό ως μια διαδικασία μετάβασης και νέας αρχής από τη νοσηρή κατάσταση της αμαρτίας στη “θεραπεία” που παρέχεται μέσω της συγχώρεσης
Ο πατήρ Αθανάσιος Αυγουστίδης , στο έργο του “Εκκλησία και ψυχική Υγεία”, (2008), αναφέρεται στον ξεκάθαρο διαχωρισμό μεταξύ της εξομολόγησης και της ψυχοθεραπείας , θεωρώντας ότι η παράδοση της εξομολόγησης δεν εστιάζει στην ψυχολογική ανακούφιση των πιστών που βασίζεται σε ορθολογικές τεχνικές, αλλά στην κάθαρση από τις αμαρτίες και τα πάθη και συνεπώς, στον “αγιασμό” και την ” θέωση” του ανθρώπου που επιτυγχάνεται μόνο μέσω της φώτισης του Αγίου Πνεύματος. Έτσι, υπάρχει ξεκάθαρος διαχωρισμός μεταξύ της ψυχοθεραπείας ως μέσου ψυχολογικής και συναισθηματικής εκφόρτισης , και της εξομολόγησης, μέσω της οποίας ο πνευματικός ιερέας καλείται να καθοδηγήσει, δεν σημαίνει ότι δεν οδηγεί τον πιστό στη γνήσια μετάνοια και την αποκατάσταση της σχέσης του με το Θεό. Παρόλα αυτά, η παραπάνω θεμελιώδης διαφοροποίηση δεν σημαίνει ότι δεν είναι εφικτή η συνεργασία της Εκκλησίας με την Ψυχιατρική και την Ψυχολογία και τους επαγγελματίες υγείας, καθώς αναγνωρίζεται η αναγκαιότητα προσφοράς ψυχολογικής στήριξης, ιδιαίτερα σε ανθρώπους που είναι σωματικά ή ψυχικά ασθενείς., αλλά με σαφείς οριοθετήσεις
Παρόλες τις σημαντικές διαφορές, μελετητές όπως ο MacGarry (2009), αναφέρεται στη συμπληρωματική σχέση μεταξύ ψυχοθεραπείας και εξομολόγησης, σύμφωνα με την οποίο η ανθρώπινη υγεία δεν είναι μόνο προιόν της σωματικής και ψυχικής υγείας, αλλά και της πνευματικής, αφού η τελευταία θεωρείται παρεμβαίνουσα στο πνευματικό κομμάτι της υγείας, υποστηρίζοντας ένα διαχωρισμό ανάμεσα σε τομείς που θα πρέπει να λειτουργούν συμπληρωματικά και σε συνεργασία μεταξύ τους..
Συμπερασματικά, θα μπορούσε να πεί κανείς ότι σε μια εποχή που υπάρχει σχετικά “υποχώρηση” της θρησκείας και άνοδος των υλιστικών αντιλήψεων και του αθεισμού γενικότερα Plante,(2007), η σύνδεση μεταξύ της Ψυχιατρικής-Ψυχολογίας και της Θρησκείας δεν αποτελεί απλά μια πρόταση εμπλουτισμού, αλλά μια αναγκαιότητα που υποδεικνύεται από την πραγματικότητα της θρησκείας ως βασικού πλαισίου νοηματοδότησης της ζωής και της ύπαρξης, χωρίς την κατανόηση της οποίας η προσέγγιση των θεραπευόμενων είναι εκ των προτέρων ελλιπής. Σε αυτό το πλαίσιο, τόσο η επιμόρφωση πνευματικών ιερέων σε ζητήματα ψυχολογίας και ψυχοθεραπευτικής πρακτικής, όσο και αντίστροφα η επιμόρφωση ψυχιάτρων και ψυχολόγων σε ζητήματα θρησκευτικής οντολογίας και πρακτικής είναι μια σημαντική εξέλιξη, η οποία δε μπορεί παρά να έχει ευεργετικά αποτελέσματα για τους ίδιους τους ασθενείς, καθώς επιτρέπει μια ενιαία -ολιστική κατανόηση της ανθρώπινης ύπαρξης, τόσο σε κοσμικό όσο και σε πνευματικό επίπεδο. Παρόλα αυτά, είναι απαραίτητη η κατανόηση της σαφήνειας των ορίων μεταξύ της ψυχοθεραπείας και του μυστηρίου της εξομολόγησης, καθώς και μεταξύ της ψυχολογίας και της πνευματικής καθοδήγησης ως μέρος της ποιμαντικής. Όπως αναφέρει ο π.Β.Θερμός , ο ρόλος του πνευματικού δεν είναι η εξέταση και η θεραπεία των ψυχολογικών ζητημάτων με τη χρήση ψυχολογικών και ψυχιατρικών σχημάτων και όρων, αλλά η πνευματική διάσταση της ανθρώπινης ψυχής, η πνευματική καθοδήγηση και η εναρμόνιση του εξομολογούμενου με τις διδασκαλίες της εκκλησίας και του χριστιανισμού.
Η έννοια της αφήγησης αποτελεί ένα σημαντικό στοιχείο τόσο του μυστηρίου της εξομολόγησης, όσο και της ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας με διαφορετικές ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις και πρακτικές. Η αφήγηση που γίνεται αντιληπτή ως συναισθηματική έκφραση, ενίοτε έκφραση του προσωπικού δράματος, και αυτοβιογραφία του ατόμου, είναι η βάση της διαδικασίας της εξομολόγησης, όσο και της ψυχοθεραπείας που επιτρέπει στο άτομο να απαλλαγεί από το βάρος των σκέψεων του και να αναπτύξει μια στενή σχέση εμπιστοσύνης με τον ακροατή του εξομολογητή ή θεραπευτή.
Τόσο στην ανθρωποκεντρική θεραπεία όσο και στην ψυχανάλυση, η εξομολόγηση μέσω της προσωπικής αφήγησης, φαίνεται ότι είναι η βάση και η αρχή της θεραπευτικής διαδικασίας. Ταυτόχρονα, οι σύγχρονες προσεγγίσεις στην αφήγηση, ως μέρος της μετανεωτερικής στροφής, έχουν παράγει σημαντικές θεραπευτικές πρακτικές στο πλαίσιο της ψυχοθεραπείας οι οποίες έχουν μια σειρά από συσχετίσεις με την εξομολόγηση. Παρόλα, αυτά, είναι και πάλι εμφανής η αναγκαιότητα του διαχωρισμού μεταξύ της ψυχοθεραπείας και της εξομολόγησης, καθώς η πρώτη στερείται των πνευματικών στοιχείων της μετάνοιας, της συγχώρεσης και της Θείας Χάριτος που είναι βασικά στοιχεία της δεύτερης. Ταυτόχρονα η αφηγηματική στροφή της σύγχρονης μετανεωτερικής επιστήμης είναι ασύμβατη με την οντολογία της χριστιανικής Εκκλησίας, η οποία αποτελεί τον αντίποδα του σχετικισμού αντιλαμβανόμενη τις έννοιες της Αλήθειας και του Ανθρώπου ως ενότητες (αντί της πολυδιάσπασης του μεταμοντέρνου εαυτού και της μεταμοντέρνας γνώσης), οι οποίες είναι άρρηκτα δεμένες με την χριστιανική οντολογία και την κοινωνία, μέσω της Εκκλησίας με τον Θεό.
Πηγή: ertnews.gr






