Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, μελετούσα βιβλία σπουδαίων συγγραφέων -Ελλήνων και ξένων- αλλά και περιοδικά… Τη “χρυσή εποχή” του έντυπου, φυσικά… Τότε που κυριαρχούσε η ποιότητα και που είχες κάτι σημαντικό να “εισπράξεις” από αυτά…
Η ζωή είναι απρόβλεπτη… Εξελίσσεται όπως εκείνη θέλει, αν και νομίζω πως καμιά φορά “ακούει” τις επιθυμίες μας…
Κάποτε, λοιπόν, διάβαζα με δέος ένα περιοδικό που έφερε τη ριζική αλλαγή στον περιοδικό Τύπο. Τη “Γυναίκα”. Περίμενα κάθε πρώτη του μήνα, τη μαμά μου να το φέρει στο σπίτι και… η πρώτη μου κίνηση ήταν να βρω το θρυλικό του editorial, γραμμένο από τον Άρη Τερζόπουλο.
Έχει ένα μοναδικό τρόπο να γράφει διεισδυτικά και με ευαισθησία, με ποιητικές, σουρεαλιστικές πινελιές, αλλά και με μεταφυσικές αναζητήσεις. Επιχειρηματολογεί, αναλύει άψογα, προβληματίζει, χωρίς να κουράζει. Δίνει τη δυνατότητα να σου εξηγήσει το πιο δύσκολο θέμα, με τον πιο προσιτό τρόπο. Το λεξιλόγιό του απλό αλλά και “βαρύ” συνάμα. Σε “προκαλεί” να αναζητήσεις κείμενά του, χωρίς να το “απαιτήσει”. Κρατάει απόσταση αλλά ταυτόχρονα σε φέρνει κοντά του.
Ερχόμαστε στο σήμερα… Στην εποχή του ηλεκτρονικού τύπου…Από φανατική αναγνώστρια των περιοδικών του Άρη Τερζόπουλου, έχω την τιμή να συνεργάζομαι μαζί του.
Διαβάζοντας ο ίδιος αυτό το κείμενο, το πιθανότερο να μου πει :”Mε υπερτιμάς…” Όποιος όμως γνωρίζει την πορεία του και την ποιότητα του χαρακτήρα του, καταλαβαίνει…
Σαν σήμερα, πριν από 73 χρόνια, γεννήθηκε το πρώτο γυναικείο περιοδικό στην Ελλάδα. Η Γυναίκα. Δημιουργός της, ο Ευάγγελος Τερζόπουλος.
Ο γιος του, Άρης Τερζόπουλος, την ανέλαβε από το 1974. Μπορεί να έκανε τον κύκλο της, αλλά θα συνεχίσει να είναι σημείο αναφοράς και για τις γενιές που θα ακολουθήσουν. Γιατί “εκείνη”, είναι ίσως η μοναδική “γυναίκα” που κατάφερε να παραμείνει τόσο γοητευτική για δεκαετίες…
Ας θυμηθούμε όλα όσα μου είπε για “εκείνη” και τον πατέρα του…
1η Φεβρουαρίου 2017
“Η βασική ιδέα πάνω στην οποία στηρίχτηκε η έκδοση του περιοδικού που κρατάτε αυτή τη στιγμή στα χέρια σας, αγαπητή αναγνώστρια, προήλθε από το γεγονός ότι στον τόπο μας – αντίθετα μ’ό,τι γίνεται σ’όλες τις πολιτισμένες χώρες του κόσμου- δεν υπάρχει ούτε ένα αποκλειστικά γυναικείο περιοδικό που να θίγει και να ερευνά όλους τους τομείς ανάμεσα στους οποίους ζει και κινείται η σύγχρονη γυναίκα…” Με αυτή τη φράση ξεκινά το πρώτο σημείωμα από τη Διεύθυνση του πρώτου γυναικείου περιοδικού στην Ελλάδα.
Ένας άντρας έπλασε τη “Γυναίκα” πριν από 73 χρόνια.Ο άνθρωπος που άλλαξε την πορεία του περιοδικού Τύπου και δημιούργησε “σχολή” δημοσιογράφων. Ο Ευάγγελος Τερζόπουλος.
Την 1η Φεβρουαρίου του 1950 , ενώ οι Ελληνίδες δεν είχαν ακόμα δικαίωμα ψήφου κι ενώ ο Εμφύλιος βύθιζε τη χώρα στην οδύνη, εκείνος επιχειρεί ένα μεγάλο τόλμημα. Να κυκλοφορήσει το περιοδικό “Γυναίκα και Σπίτι” που αργότερα γίνεται “Γυναίκα”, αποδεικνύοντας με αυτό το πετυχημένο εγχείρημά του ότι ήταν χρόνια μπροστά…
“Η ιδέα να βγάλω τη Γυναίκα, μου ήρθε ξαφνικά ένα βράδυ, που περίμενα τον πάντα αργοπορημένο φίλο μου τον Ανδρέα Βαλασσόπουλο έξω από την Αστόρια. Για να περάσει η ώρα, πήγα στο απέναντι περίπτερο κι άρχισα να χαζεύω τα περιοδικά. Παρατήρησα τότε ότι τα περισσότερα ήταν γυναικεία και συνειδητοποίσα ότι, αντίθετα με το εξωτερικό, ούτε ένα γυναικείο περιοδικό δεν κυκλοφορούσε στην Ελλάδα. Ξεχνώντας και τον φίλο μου τα αγόρασα όλα, μπήκα σ’ένα ταξί και γύρισα σπίτι μου. ‘Κορίτσια”, λέω στη γυναίκα και τη μάνα μου που με περίμεναν για φαγητό, ‘έχω μια ιδέα: Να βγάλω γυναικείο περιοδικό! Που να έχει μόδα, να έχει μαγειρική, ζαχαροπλαστική, νοικοκυριό, διηγήματα, διάφορα πρακτικά θέματα. Πώς σας φαίνεται;’ Τους άρεσε η ιδέα μου, κι αφού τις έστειλα για ύπνο, κάθισα ως το πρωί κι έφτιαξα, σε σαράντα οκτώ σελίδες, το πρώτο κασέ της Γυναίκας.”λέει ο Ευάγγελος Τερζόπουλος σε συνέντευξη που δίνει στην Όλγα Μπακομάρου για τα τριάντα χρόνια έκδοσης της “Γυναίκας” το 1980. Τη χρονιά που αποχωρεί από το περιοδικό.
Το πρώτο φύλλο, με τιμή πωλήσεως 6.000 δρχ. (που αργότερα, στο τέταρτο τεύχος της Γυναίκας, μειώθηκε στις 3.000 δρχ), φτάνει τα 30.000 πωληθέντα αντίτυπα σε όλη τη χώρα. (Μην σας τρομάζουν τα πολλά μηδενικά. Λίγο αργότερα κόπηκαν τα τρία πληθωριστικά μηδενικά. Ήταν δηλαδή το αντίστοιχο των 6 και των 3 δραχμών).
Η θεματολογία του περιλαμβάνει μεγάλη γκάμα τομέων -έτσι ακριβώς όπως το είχε οραματιστεί ο ιδρυτής της- : μόδα, μαγειρική, ζαχαροπλαστική, νοικοκυριό και πρακτικά θέματα (παιδί, κέντημα, ραπτική), αλλά και ενημέρωση, ψυχαγωγία, υγεία, ψυχολογία, διηγήματα, ποιήματα.
Από τους πρώτους συνεργάτες του περιοδικού ήταν κορυφαίοι άνθρωποι των γραμμάτων. Ανάμεσά τους: Κώστας Βάρναλης, Παύλος Νιρβάνας, Σπύρος Μελάς και στη συνέχεια οι Στάθης Δρομάζος, Τάσος Λειβαδίτης, Μανώλης Φουρτούνης, Τάσος Βουρνάς, `Ελλη Παππά, Μαλβίνα Κάραλη.
Ανάμεσα στους νεώτερους συνεργάτες ήταν :η Όλγα Μπακομάρου, η Όλγα Μπατή, η Λάουρα ντε Νίγκρις, η Κατερίνα Τερζοπούλου, η Αινόλα Τερζοπούλου, ο Βασίλης Ζούλιας.
Η “Γυναίκα” έγινε εργαστήρι ποιοτικής δημοσιογραφίας από όπου βγήκαν πολλά μεγάλα ταλέντα. Από το πρώτο γυναικείο ελληνικό περιοδικό ξεκίνησαν πολλοί από τους διευθυντές και τα στελέχη μεγάλων εντύπων.
Οι βελτιώσεις που έφερε στον περιοδικό Τύπο, εισάγοντας την εκτύπωση όφσετ στη δεκαετία του ‘60, δημιούργησαν ένα καινούργιο δεδομένο στον χώρο και ένα πεδίο δράσης για την έντυπη διαφήμιση, που τότε έκανε ακόμα τα πρώτα της βήματα. Η εισαγωγή της πρώτης κυλινδρικής μηχανής εκτύπωσης ήταν μια απλή καινοτομία, πολύ μπροστά από την εποχή της, που τώρα αποτελεί το στάνταρ για όλα τα ελληνικά έντυπα. Το πλήρες εργοστάσιο καθετοποιημένης παραγωγής, που ολοκλήρωσε το 1970, στο Μαρούσι, δεν ήταν μόνο μια ευφυής επένδυση, αλλά και ένα πρότυπο μοντέλο για την εξέλιξη του περιοδικού Τύπου, που βρήκε μιμητές μόνο ύστερα από μία εικοσαετία.
Το 1974 είναι η χρονιά που ο οραματιστής γιος του Ευάγγελου Τερζόπουλου, Άρης, αναλαμβάνει τη διεύθυνση του περιοδικού εκτοξεύοντάς το σε πωλήσεις.
Καλλιτέχνες, πολιτικοί, διανοούμενοι, αθλητές, επιστήμονες αλλά και άνθρωποι του περιθωρίου φιλοξενούνται από το
πρώτο κιόλας τεύχος της “Γυναίκας”. Κι “εκείνη” για έξι δεκαετίες, στάθηκε με τη δική της ανθρώπινη και διεισδυτική ματιά, στα πρόσωπα που διαμόρφωσαν τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Προσωπα που άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους στο πέρασμα του χρόνου και ακόμα και σήμερα εξακολουθούν να μένουν επίκαιρα. Θα αναφέρω (με τυχαία σειρά) κάποιες από τις σπουδαίες προσωπικότητες που έχουν φιλοξενηθεί στο περιοδικό:
Μελίνα Μερκούρη, Ανδρέας Παπανδρέου, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, Γιάννης Τσαρούχης, Αλέκος Φασιανός, Αλέξανδρος Ιόλας, Μάνος Χατζιδάκις, Διονύσης Σαββόπουλος, Μίκης Θεοδωράκης, Θεόδωρος Αγγελόπουλος, Νίκος Χατζηκυριάκου Γκίκας, Αγάπη Βαρδινογιάννη, Δημήτρης Αβραμόπουλος, Ελένη Βλάχου, Σεραφείμ Φυντανίδης, Σταύρος Ψυχάρης, Ζυλ Ντασέν, Γιώργος Ράλλης, Μίνως Αργυράκης, Ρένα Βλαχοπούλου, Ζωή Λάσκαρη, Αλίκη Βουγιουκλάκη, Τζένη Καρέζη, Έλλη Στάη, Μαλβίνα Κάραλη, Ρούλα Κορομηλά, Νίκος Ευαγγελάτος, Γιάννης Μελισσανίδης.
Τη “Γυναίκα”, τη γνώρισα μέσω της μητέρας μου που τη διάβαζε. Θυμάμαι τον εαυτό μου σε μικρή ηλικία, να ξεφυλλίζει με δέος εκείνα τα υπέροχα τεύχη. Μεγαλώνοντας, η απόκτηση αυτού του κορυφαίου περιοδικού, ήταν για εμένα αγαπημένη συνήθεια τις πρώτες μέρες κάθε μήνα.
Μπορεί να μην έζησα από κοντά εκείνη τη “χρυσή εποχή” των έντυπων μέσων, είχα όμως την τύχη να γνωρίσω τον συνεχιστή του γενάρχη των περιοδικών. Τον Άρη Τερζόπουλο. Χαμηλών τόνων, με απίστευτη πραότητα, ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ, διορατικός, προσιτός, αφοπλιστικά ειλικρινής… Ένας άνθρωπος από τον οποίον κάποιος μπορεί να διδαχθεί πολλά. Ένας μέντορας για εμένα.
Καθημερινά ετοιμάζω αφιερώματα για σπουδαίες προσωπικότητες. Σήμερα, τη μέρα που “γεννήθηκε” ο γυναικείος περιοδικός Τύπος στην Ελλάδα, θέλησα να γράψω για τη “Γυναίκα” και τον ιδρυτή της. Ο καλύτερος τρόπος για να μάθω την ιστορία που διέγραψε αυτό το περιοδικό, ήταν να μου μιλήσει ο Άρης. Οι ερωτήσεις μου αρκετές… Οι απαντήσεις του εξαιρετικά ενδιαφέρουσες…
Μανταλένα Διαμαντή: Θα ήθελα να μου μιλήσετε για τον πατέρα σας και για την ιδέα να βγάλει αλλά και να υλοποιήσει τη Γυναίκα.
‘Αρης Tερζόπουλος: Όταν γεννήθηκα ήμουν πολύ μικρός και δεν θυμάμαι πολλά πράγματα από τον πατέρα μου. Επειδή ήταν και εμφύλιος πήγαμε με τη μητέρα μου και την θεία μου-την αδελφή του πατέρα μου την Αντιγόνη- και μείναμε στην Βουλιαγμένη. Μετά πήγα για τέσσερα χρόνια και έμεινα με τη γιαγιά μου και τη θεία μου στους Αμπελοκήπους. Οι πρώτες αναμνήσεις που έχω από τον πατέρα μου, είναι να έρχεται εκεί στο σπίτι που έμενα εγώ και πάντα έφερνε κάποιο δωράκι μαζί του-συνήθως κουρδιστά αυτοκινητάκια που μου άρεσαν. Η πρώτη μου αληθινή επαφή, ήταν σε μια εκδρομή στην Κω, όταν με πέταξε στην θάλασσα εκεί που καθόμασταν για να μάθω να κολυμπάω μόνος μου. Και πραγματικά έμαθα. Ήμουν τεσσάρων ετών, νομίζω. Άρχισα να τον γνωρίζω κάπως καλύτερα όταν ήρθαν όλοι στο σπίτι, στους Αμπελοκήπους. Αλλά και πάλι δεν τον έβλεπα πολύ. Είχε ήδη αρχίσει να εκδίδει την Γυναίκα και έφευγε νωρίς το πρωί και γύριζε αργά το βράδυ. Οι Κυριακάτικες εκδρομές ήταν που άρχισα να μαθαίνω τον πατέρα μου, όταν πηγαίναμε οικογενειακώς για μπάνιο. Είχαμε όλοι βατραχοπέδιλα και μάσκες και κολυμπούσαμε από τον ένα κάβο στον άλλο. Ήταν μια θαλασσινή γνωριμία. Κάποια χρόνια αργότερα, ήμουν 12-13 ετών και είχαμε πάει οικογενειακώς στην Ιταλία, όταν έφτασε σε μας κάποιο τεύχος της Γυναίκας από Ελλάδα, που δεν του άρεσε καθόλου και τα μαζέψαμε και γυρίσαμε άρον –άρον. Από τότε είχε αρχίσει να μου προξενεί απορία αυτό που έκανε. Δεν μπορούσα-τότε- να καταλάβω πως αντιλαμβανόταν τι θέματα έπρεπε να βάλει και πως, ώστε να πηγαίνει καλά το περιοδικό. Όλα αυτά μου φαινόντουσαν πολύ μυστήρια, αλλά και ενδιαφέροντα. Μου φαινόταν λίγο “μαγικό” το να αντιλαμβάνεσαι τί χρειάζεται ένα περιοδικό ή το πώς πρέπει να είναι γραμμένο ένα άρθρο για να είναι ενδιαφέρον, να διαβάζεται και να βγάζει νόημα.
ΜΔ:Είχαν την προσδοκούμενη απήχηση τα πρώτα φύλλα του περιοδικού;
AT:Η Γυναίκα άρχισε πραγματικά να απογειώνεται από το 4ο τεύχος της, όταν ο πατέρας μου κατέβασε την αρχική τιμή. Από εκεί και πέρα ήταν μια συνεχής ανοδική πορεία για χρόνια. Κατά σύμπτωση και το Κλικ από το 4ο τεύχος του άρχισε να απογειώνεται.
ΜΔ:Η Γυναίκα έχει αγαπηθεί από όλες τις Ελληνίδες και χαρακτηρίστηκε μάλιστα φαινόμενο του ελληνικού περιοδικού Τύπου γιατί συνδύαζε μοναδικά την υψηλή ποιότητα και την υψηλή κυκλοφορία. Πού οφείλεται κατά τη γνώμη σας αυτή η τεράστια επιτυχία; Ποια θεωρείτε ότι ήταν η προσφορά της Γυναίκας στις Ελληνίδες;
AT:Προφανώς η Γυναίκα στις διάφορες εποχές της κατάφερε να εκφράζει αυτό που ήταν το ζητούμενο για την κάθε αντίστοιχη κοινωνικά εποχή. Η αρχική ποιότητά της, καθορίστηκε υποθέτω από το καλλιτεχνικό αισθητήριο, αλλά και την γενική αντίληψη που είχε για τη ζωή και τις γυναίκες ο πατέρας μου. Όταν την ανέλαβα, στη συνέχεια προσπάθησα να μην προδώσω αυτήν την παράδοση που είχε δημιουργήσει ο πατέρας μου. Ήταν δικό του δημιούργημα και έπρεπε να το σέβομαι, όπως σεβόμουν και τον ίδιο. Ήταν ένα καταπληκτικό παιδί ο πατέρας μου. Προσπαθώντας να είμαι αντικειμενικός-αν και δεν μου αρέσει να ευλογώ τα γένια μου- νομίζω πως η Γυναίκα είναι συνολικά το καλύτερο περιοδικό που έχει εκδοθεί στην Ελλάδα. Σ’ αυτό δεν πρέπει να υπολογίζουμε μόνο την εμπορική επιτυχία που έχει τυχόν ένα έντυπο- η Γυναίκα ήταν πετυχημένη εμπορικά στο μεγαλύτερο μέρος της πορείας της, εκτός από τα τελευταία χρόνια της πορείας αυτής στο περίπτερο-αλλά να λογαριάζουμε το αποτύπωμα που άφησε στο πέρασμα της. Την κοινωνική επιρροή της.
ΜΔ:Επανέρχομαι στον Ευάγγελο Τερζόπουλο. Στο editorial για τα 50 χρόνια του περιοδικού γράφετε: “Τί ήταν τελικά, περισσότερο ζωγράφος ή εκδότης; Ήταν, νομίζω, ένας μεγάλος καλλιτέχνης, με ό,τι κι αν καταπιανόταν.” …”Ήξερε πως και στο φεγγάρι να τον έβαζες κάτι θα έβρισκεε να κάνει και θα τα κατάφερνε. Και είχε βρεθεί πολλές φορές στο φεγγάρι.” Πόσο καθοριστική ήταν η ισχυρή του προσωπικότητα στη δική σας πορεία, ποιά ήταν η σχέση σας μαζί του και τί σας λείπει περισσότερο από εκείνον;
AT:Μπορώ να ευγνωμονώ την μοίρα μου για πολλά πράγματα. Αλλά περισσότερο απ’ όλα νομίζω πως οφείλω να είμαι ευγνώμων για τους γονείς που μου έδωσε. Ήταν και οι δυο τα καλύτερα γονεϊκά πρότυπα που θα μπορούσα να έχω. Ο πατέρας μου ήταν το ιδανικό υπόδειγμα του γονέα-πατέρα. Όχι μόνο μου έδωσε ζωή, αλλά μου έφτιαξε και το καλύτερο περιβάλλον για να ασχοληθώ με κάτι που αγάπησα πολύ. Εξυπηρέτησε με τον καλύτερο τρόπο το υποκατάστατο του Θείου, που είναι για την ψυχολογία μας οι γονείς μας.
ΜΔ: Πότε αναλάβατε τη Γυναίκα και πώς σας φάνηκε να διευθύνετε ένα γυναικείο περιοδικό;
AT:Ανέλαβα την Γυναίκα το 1974, σε ηλικία 29 ετών. Είχαν περάσει αρχικά 6 μήνες στην εκτυπωτική μονάδα που είχαμε και μετά για ένα χρόνο είχα αναλάβει το Μίκυ Μάους, που ήταν και η καλύτερη προπόνηση για την δουλειά που θα έκανα αργότερα, μια και είχα ναι διευθύνω μόνο 8 άτομα. Μου άρεσε πολύ η Γυναίκα. Όχι μόνο γιατί μου άρεσε αυτή η δουλειά, αλλά και γιατί ευτύχησα να έχω και πολύ καλούς συνεργάτες. Νομίζω περάσαμε πολύ ωραία όλοι μαζί. Δεν θεώρησα ποτέ ότι ήμουν κάτι καλύτερο από τους συνεργάτες μου. Νομίζω πως ότι και να έκανα στην συνέχεια πάντα στην Γυναίκα δούλευα, ανεξάρτητα από τον τίτλο που είχε το κάθε περιοδικό που έβγαζα. Ακόμη και τώρα ουσιαστικά στην Γυναίκα δουλεύω. Ήταν εξ άλλου η μικρή μου αδελφή η Γυναίκα πάντα. Και παραμένει. Είναι εδώ όπως βλέπεις εξ’άλλου.
ΜΔ:Αν μπορούσατε να γυρίσετε πίσω το χρόνο, σε εκείνη την εποχή, τί θα παίρνατε μαζί σας στο σήμερα και τί θα αφήνατε;
AT:Δεν νομίζω πως θα άλλαζα τίποτα. Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα πως η ζωή που έχουμε είναι η μόνη που θα μπορούσαμε να έχουμε. Γι’αυτό γεννηθήκαμε. Για να κάνουμε αυτό που κάνουμε τελικά. Εξ ‘άλλου, όπως τυχόν θα έχεις καταλάβει από τα σωστά που κάνουμε κερδίζουμε, αλλά από τα λάθη που κάνουμε , μαθαίνουμε. Η μόνη παράληψη της ζωής μου είναι ότι δεν άφησα τον πατέρα μου να μου μάθει ζωγραφική. Έμαθα τελικά μόνος μου, αλλά νομίζω θα ήταν καλύτερα, αν μου είχε μάθει αυτά που ήξερε. Ζωγράφος παρέμεινε ο πατέρας μου. Απλώς ζωγράφιζε περιοδικά.
ΜΔ: Σε κάποιο άρθρο σας γράφετε “κάποτε όλα τελειώνουν, το μόνο που θα μείνει είναι οι φωτογραφίες”. Ποιές “εικόνες” έρχονται στο μυαλό σας από την εποχή της Γυναίκας;
AT: Δεν ξέρω. Θα ήταν πάρα πολλές. Μου έχει μείνει μια που είμαι στο γραφείο με τον τότε σκύλο μου, τον Τζάμπο και ο πατέρας μου λίγο πιο πίσω στο γραφείο του κάτι γράφει.
ΜΔ:O πατέρας σας τελείωσε τη σχολή Καλών Τεχνών. Τα πορτραίτα που έχει φτιάξει με κάρβουνο είναι πραγματικά εκπληκτικά. Δίνουν την εντύπωση ότι πρόκειται για φωτογραφίες και όχι για ζωγραφιά.
Τα περισσότερα από αυτά είναι σπουδές ηλικιωμένων αντρών. “Σ’ενα από αυτά τα πορτραίτα, είναι ένας περίπου εβδομηντάχρονος άντρας με μουστάκι, που κοιτάζει ελαφρώς προς τα πάνω. Στο βλέμμα του διακρίνεις αυτή τη σοφία της ηλικίας, αλλά αυτό δεν είναι το σπουδαιότερο. Το σπουδαιότερο είναι αυτή η αγέρωχη ματιά που σε κάνει να καταλαβαίνεις πως αυτός ο συγκεκριμένος άντρας δεν φοβόταν τον θάνατο. Για να διαλέξεις να ζωγραφίσεις αυτό το βλέμμα, κανονικά πρέπει να έχεις κάποια ηλικία. Αλλιώς δεν καταλαβαίνεις τί εννοεί και έτσι το προσπερνάς, με τον τρόπο που όλοι μας προσπερνάμε πάρα πολλά από τα σπουδαία πράγματα στη ζωή μας, είτε επειδή δεν τα καταλαβαίνουμε είτε επειδή είμαστε απασχολημένοι με το να κάνουμε άλλα πράγματα.”
Αντικειμενικά μιλώντας και οι δικοί σας πίνακες είναι υπέροχοι. Mε ποιό κριτήριο επιλέγετε τα θέματα των δικών σας
έργων και ποιά μηνύματα θέλετε να περάσετε μέσα από αυτά και ποιά σπουδαία πράγματα έχετε εσείς προσπεράσει στη ζωή σας;
AT: Δεν θα τους έλεγα υπέροχους. Καλούτσικοι είναι. Δεν έχω κανένα κριτήριο. Απλώς μερικές φορές, αντί να γράφω ζωγραφίζω. Και όπως στα σημειώματα της Γυναίκας έγραφα για τη ζωή μου, συνήθως μάλλον συμβολικά, έτσι και στην ζωγραφική ζωγράφιζα αυτό που μου συνέβαινε, συμβολικά πάλι ή αυτό που επρόκειτο να μου συμβεί. Δεν θέλω να περάσω κανένα μήνυμα. Ζωγραφίζω για μένα. Ή για τους δικούς μου ανθρώπους….Για το υπόλοιπο της ερώτησης τώρα…το πιο σπουδαίο πράγμα που ξεπέρασα ήταν ο εαυτός μου. Ή μάλλον το να βρω τον τρόπο να συμφιλιωθώ με τον εαυτό μου. Για να γίνει αυτό έπρεπε πρώτα να με καταλάβω. Μάλλον η τύχη με βοήθησε να ζω τώρα σε συμφωνία με τον εαυτό μου.
ΜΔ:“Μια γλυκιά βραδιά , με όλους τους παλιούς του φίλους, αλλά είχα ένα κακό προαίσθημα, σαν κάτι να τελείωνε.” είναι τα λόγια σου στο editorial για τη μοναδική έκθεση ζωγραφικής με τα έργα του πατέρα σου στα τέλη του 1980. Όταν ήρθε το τέλος της Γυναίκας, ποιό ήταν το προαίσθημά σας για το μέλλον σου στο χώρο που γράψατε τη δική σας μεγάλη ιστορία;
AT: Δεν ήταν μόνο η Γυναίκα που τέλειωσε τότε. Τελείωσαν σταδιακά όλα. Ήταν σαν κάτι να έσβησε όλη την προηγούμενη ζωή μου. Ήταν μάλλον τραυματικό τότε. Αλλά τώρα εκ των υστέρων, αφού δεν πήρε και μένα τότε, αυτό που εξαφάνισε τα πάντα, μπορώ να πω ότι μάλλον για καλό ήταν, αφού έφτασα στο να είμαι πέρα από αυτά. Τα θυμάμαι, αλλά είναι η ζωή κάποιου άλλου. Έγινα πάνω κάτω έτσι όπως ήθελα. Είμαι πιο “εγώ” τώρα με λιγότερα. Ήμουν λιγότερο “εγώ” τότε με περισσότερα….χμ..έχεις το συνήθειο να βάζεις δυο-τρεις ερωτήσεις σε μία…για το δεύτερο μέρος της ερώτησης σου λοιπόν… η περίοδος των χάρτινων εντύπων ήταν φανερό πως τέλειωνε τότε…την αγαπούσα…μου άρεσε η μυρωδιά του χαρτιού…κατά κάποιο τρόπο το ίδιο είναι και τώρα χωρίς τη μυρωδιά του χαρτιού. Έχει όμως ενδιαφέρον από άλλες μεριές, όπως η ταχύτητα, ή η ευκολία να αλλάξεις κάτι και εκ των υστέρων. Είναι λίγο πιο χαώδης η ηλεκτρονική δουλειά. Ζήτημα συνήθειας είναι όλα. Τώρα έχω συνηθίσει σ’ αυτό. Σε γενικές γραμμές… δεν αναπολώ το παρελθόν…για τίποτα… ότι τέλειωσε τέλειωσε…είναι θέμα μιας κάποιας ιστορίας, που έτυχε να είναι η ζωή μου…η προηγούμενη ζωή μου.
ΜΔ: Τώρα πια, στην εποχή του ηλεκτρονικού τύπου, η μετάδοση των πληροφοριών έχει γίνει άμεση , γρήγορη με πιο σύντομα κείμενα. Θεωρείτε ότι ο κόσμος νοσταλγεί, ίσως, τα πιο ποιοτικά θέματα εκείνης της εποχής και τον τρόπο προσέγγισής τους;
Θα ήθελα να μου μιλήσετε γι’αυτό και σε σχέση με το Klik.
AT:Αυτή η εποχή όπως όλες έχει και τα καλά της έχει και τα κακά της. Ένα ιδιαίτερα κακό που έχει είναι το ότι καθώς έχουν χαθεί κάποιες παλιές κοινωνικές συντεταγμένες, έχουν γίνει όλα χύμα. Σ’ αυτό δυστυχώς έπαιξε πολύ ρόλο και το στυλ του Σύριζα, όπου όλα είναι λίγο πολτός, η δήθεν επαναστατικότητα της μη γραβάτας και η μεγάλη άγνοια των κοινωνικών θεσμών. Είναι κι αυτό ένα σύμπτωμα της εποχής μας. Και καθώς έχουν σε μεγάλο βαθμό εκλείψει και τα περιοδικά στο περίπτερο, έχουν γίνει όλα κάπως χαώδη. Τα περιοδικά αναδείκνυαν κάποια συγκεκριμένη κουλτούρα των καιρών με αναφορές από το παρόν, αλλά και από το παρελθόν. Σήμερα μοιάζουν όλα να είναι το ίδιο σημαντικά ή ασήμαντα. Η είδηση για κάτι σημαντικό, περνάει ανακατεμένη με κάθε είδους ασήμαντη είδηση. Αυτό που έκαναν τα περιοδικά τότε, ήταν να ξεχωρίζουν από το χάος των καθημερινών ειδήσεων αυτά που είχαν κάποια μεγαλύτερη σημαντικότητα (αν και η λέξη είναι λίγο αδόκιμη). Και ήξερες ανάλογα και με το μυαλό σου, πως σ’ αυτό το έντυπο που εμπιστεύεσαι θα έβρισκες τα πρόσωπα και τα θέματα μιας συγκεκριμένης κουλτούρας, που όμως ξεχώριζε σε ικανοποιητικό βαθμό, το σημαντικό από το ασήμαντο. Όταν περάσει κι αυτή η πρώτη εντύπωση και το χάος που έχει δημιουργηθεί από τον ηλεκτρονικό Τύπο, ίσως τα πράγματα ξεκαθαρίσουν κάπως σε σχέση με τι μπορεί να αποτελεί μια συνολική ιστορική κουλτούρα μας. Επίσης έχουμε συνηθίσει πια να διαβάζουμε και να επικοινωνούμε με “τηλεγραφήματα”. Είναι φαινόμενο της εποχής μας όπου όλα είναι βιαστικά. Ενημερωνόμαστε πολύ, αλλά μόνο επιφανειακά. Αλλά και πάλι όπως και πάντα, όποιος θέλει να αναζητήσει κάτι περισσότερο, μάλλον κάπου θα το βρει.
ΜΔ:Κάποτε διάβασα ότι η Γυναίκα υπήρξε ο μεγάλος έρωτας της ζωής του Ευάγγελου Τερζόπουλου. Ισχύει το ίδιο και για τον Άρη Τερζόπουλο;
AT:Επαγγελματικά ναι. Αλλά κάθε περιοδικό που έκανα, το έκανα γιατί το αγαπούσα. Δεν μπορώ να κάνω κάτι αν δεν μ’ αρέσει. Ευτυχώς είχα αυτήν την πολυτέλεια. Είναι μεγάλη τύχη να σου έρθουν έτσι τα πράγματα που να μπορείς να κάνεις κάτι που αγαπάς και να αγαπάς αυτό που κάνεις. Είναι όπως με όλους τους έρωτες της ζωής μας.
ΜΔ: Ποιά κοινά γνωρίσματα έχετε με τον πατέρα σας;
AT:Το επίθετο σίγουρα. Και την χροιά της φωνής. Μακάρι να έχω πάρει τα πολλά καλά του. Μου είναι δύσκολη η απάντηση. Δεν μπορώ να μιλάω για τον εαυτό μου.
ΜΔ:’Έχετε δύο κόρες: την Αφροδίτη και τη Δέσποινα. Αν μεγαλώνοντας θελήσουν να ακολουθήσουν τα δικά σας χνάρια σε αυτόν τον χώρο, ποιες είναι συμβουλές που θα τους δώσετε;
AT: Δεν έχω να τους δώσω καμιά συμβουλή. Παρά μόνο να το κάνουν αν το αγαπάνε.
ΜΔ: Υπάρχει κάτι για το οποίο έχετε μετανοιώσει στη ζωή σας και αν ναι ποιό είναι αυτό;
AT: Mπα. Δεν σκέφτομαι έτσι γενικά. Αυτό επρόκειτο να ζήσω, αυτό έζησα.
ΜΔ: Πριν λίγο καιρό βγήκε το βιβλίο σαςBlack Mamba. Έναν οδηγό-ζωής όπως έγραψα πριν λίγο καιρό γι’αυτό. Θα σκεφτόσασταν να γράψετε ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο -ίσως- για την επαγγελματική σας πορεία και για τα χρόνια της ΓΥΝΑΙΚΑς;
AT: Δεν νομίζω. Δεν έχω σκεφτεί ποτέ κάτι τέτοιο. Αλλά πολλά από αυτά που έχουν συμβεί, θα ήταν καλό υλικό για ένα μυθιστόρημα. Αλλά ούτε κάτι τέτοιο έχω σκεφτεί.
ΜΔ:Υπάρχει κάτι άλλο που θα θέλατε να μου πείτε για τη ΓΥΝΑΙΚΑ ή για οτιδήποτε άλλο;
AT: Νομίζω αυτά που είπαμε ήταν αρκετά, αν σε κάλυψαν.
ΜΔ: Σας ευχαριστώ πολύ κ. Τερζόπουλε για όλα αυτά που μου είπατε.
Η “Γυναίκα” του Άρη Τερζόπουλου μπορεί να έκανε τον κύκλο της, αλλά θα συνεχίσει να είναι σημείο αναφοράς και για τις γενιές που θα ακολουθήσουν. Γιατί “εκείνη”, είναι ίσως η μοναδική “γυναίκα” που κατάφερε να παραμείνει τόσο γοητευτική για δεκαετίες…
Σκέφτηκα να ολοκληρώσω αυτό το αφιέρωμα-συνέντευξη για το περιοδικό που όλες οι γυναίκες αγαπήσαμε, με ένα μικρό απόσπασμα από το σημείωμα (τεύχος Φεβρουαρίου 2000) του Άρη Τερζόπουλου για τον πατέρα του :
“Δεν νοιάστηκε ποτέ για τα λεφτά. Ήξερε πως και στο φεγγάρι να τον έβαζες, κάτι θα έβρισκε να κάνει και θα τα κατάφερνε. Και είχε βρεθεί πολλές φορές στο φεγγάρι. Τον εκτιμούσα και τον αγαπούσα γι’αυτήν του την ιδιότητα, όχι όπως ένας γιος τον πατέρα του, αλλά όπως σεβόμαστε κάτι μεγάλο.”
Ακολουθεί το πρώτο editorial της Γυναίκας…
“Η βασική ιδέα πάνω στην οποία στηρίχτηκε η έκδοση του περιοδικού που κρατάτε αυτή τη στιγμή στα χέρια σας, αγαπητή αναγνώστρια, προήλθε από το γεγονός ότι στον τόπο μας – αντίθετα μ’ό,τι γίνεται σ’όλες τις πολιτισμένες χώρες του κόσμου- δεν υπάρχει ούτε ένα αποκλειστικά γυναικείο περιοδικό που να θίγει και να ερευνά όλους τους τομείς ανάμεσα στους οποίους ζει και κινείται η σύγχρονη γυναίκα. Τα διάφορα ξενόγλωσσα γυναικεία περιοδικά, που εισάγονται τόσον άφθονα στη χώρα μας, δεν εξυπηρετούν παρά ένα περιορισμένο αριθμό Ελληνίδων που γνωρίζουν ξένες γλώσσες. Η μεγάλη όμως μάζα των Ελληνίδων, οι γυναίκες που ξοδεύουν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου των στο σπίτι και μοχθούν για την οικογένεια και το νοικοκυριό, οι γυναίκες που εργάζονται, οι νέες γυναίκες και τα κορίτσια που τώρα μπαίνουν στη ζωή δεν έχουν το περιοδικό τους, ένα ελληνικό, δικό τους περιοδικό, που να τις καθοδηγεί και να τις συμβουλεύει σ’όλα τα ζητήματά τους.
Εκδίδοντας, λοιπόν, τη “ΓΥΝΑΙΚΑ και το Σπίτι” πιστεύουμε ότι εξυπηρετούμε ένα σκοπό, να βοηθήσουμε δηλαδή τη γυναίκα του τόπου μας στη δύσκολη προσπάθειά της για τη ζωή, κι ακόμα ότι με την έκδοσή μας καλύπτουμε ένα κενό που ήταν πολύ αισθητό.
Φροντίσαμε να πλουτίσουμε το περιοδικό μας με ύλη καθαρά γυναικεία. Να περιέχει, δηλαδή, σχέδια και θέματα για τη Μόδα, διαλεγμένα με γούστο και προσοχή από ειδικές συνεργάτριές μας. Θέματα για την Όμορφιά, για το Νοικοκυριό, για τη Μητέρα και το Παιδί, για το Εργόχειρο, τη Γυμναστική, τη Μαγειρικήμ την Αγωγή, τις Τέχνες κι ένα σωρό άλλα σχετικά θέματα. Παράλληλα, να δίνουμε και θέματα που θα ωφελήσουν πρακτικά τις αναγνώστριές μας, όπως είναι η Μέθοδος Κοπτικής και Ραπτικής και η Εγκυκλοπαίδεια Κεντημάτων και Πλεκτικής. Αλλά και ο τομέας της Αναψυχής, μελετήθηκε με ιδιαίτερη προσοχή. Έτσι, στις σελίδες μας θα υπάρχουν ωραιότατα διηγήματα και μυθιστορήματα, διαλεγμένα με σχολαστικότητα, ώστε να ανταποκρίνονται στις πνευματικές απαιτήσεις και να συγκινούν τον ψυχικό κόσμο των αναγνωστριών μας.
Θέλουμε να πιστεύουμε ότι η “ΓΥΝΑΙΚΑ και το Σπίτι”θα γίνει με χαρά δεκτή από τις αναγνώστριές μας και είμαστε βέβαιοι ότι θα την αγαπήσουν σαν κάτι δικό τους. Γιατί, η προσπάθειά μας δεν εξαντλείται εδώ. Φιλοδοξούμε και θα κοπιάσουμε για να εξελιχθεί το περιοδικό μας σε μια τέλεια από κάθε άποψη έκδοση που να γίνει ο μοναδικό σύμβουλος και οδηγός για κάθε Ελληνίδα, για κάθε ελληνικό σπίτι.”
Η ΔΙΕΥΘΥΝΣΙΣ
(Αναδημοσίευση)