Ένα δημιούργημα που έγραψε μεγάλη ιστορία στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Ένα κορυφαίο έργο που συγκινεί και μας ταξιδεύει στα βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης και μοναξιάς…
Σωτηρία Μπέλλου. Η γυναίκα που κέρδισε με την αξία της τον τίτλο της “αρχόντισσα του ρεμπέτικου”. Μια αξέχαστη, ανεπανάληπτη ερμηνεύτρια, που “λειτουργούσε” καλύτερα όταν άκουγε μπουζούκι, παρά τα έγχορδα της ορχήστρας.
Από τη μεταπολίτευση και μετά, ξεκίνησε να συνεργάζεται και με πιο “έντεχνους” συνθέτες.
Αρχικά με τον Διονύση Σαββόπουλο το 1975. Μαζί του, τραγούδησε σε δεύτερη εκτέλεση το θρυλικό, πασίγνωστο και τόσο εμβληματικό “Ζεϊμπέκικο” (“Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια”).
Πρόκειται για ένα τραγούδι που τρία χρόνια πριν έχει ηχογραφήσει ο σπουδαίος τραγουδοποιός Σαββόπουλος στο “Βρώμικο Ψωμί”. Όπως έχει αναφέρει ο δημιουργός του – που ήταν ιδιαίτερα χαρούμενος που είχε καταφέρει να γράψει ένα λαϊκό τραγούδι- ακούει την Μπέλλου να λέει βγαίνοντας από το στούντιο “Αχ Διονύση, μ’ έκανες και τραγούδησα ποπ!!!”.
Αδιάψευστη μαρτυρία είναι η καταγραφή της ηχογράφησης στο τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ του Λάκη Παπαστάθη “Χαίρω Πολύ… Σαββόπουλος”.
Στις 19 Σεπτεμβρίου 1983, οι δυο μαζί, τραγουδούν ξανά το “Ζεϊμπέκικο” στη συναυλία του Σαββόπουλου στο κατάμεστο Ολυμπιακό Στάδιο.
Κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι πρόκειται για ένα ιδιαίτερα ανατριχιαστικό, μεγάλης αξίας τραγούδι. Νομίζω ότι η όλη σημασία και μαγεία του, κορυφώνεται στον στίχο “Σε αυτόν τον κόσμο όσοι αγαπούνε (αν αγαπούνε) τρώνε βρώμικο ψωμί”…
Η τοποθέτηση, δε, της δεύτερης φωνής (αυτής που είναι σε παρένθεση) είναι εξαιρετικά σημαντική γιατί μόνο τότε αλληλοσυνδέονται οι δύο φωνές και βγαίνει το πλήρες νόημα του τραγουδιού… Ένα δημιούργημα που έγραψε τη δική του μεγάλη ιστορία στο ελληνικό τραγούδι. Ένα κορυφαίο έργο που συγκινεί και μας ταξιδεύει στα βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης και μοναξιάς…
Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια
και με τους φίλους τους παλιούς
τριγυρνάμε στα σκοτάδια
κι όμως εσύ δε μας ακούς
Δε μας ακούς που τραγουδάμε
με φωνές ηλεκτρικές
μες στις υπόγειες στοές
ώσπου οι τροχιές μας συναντάνε
τις βασικές σου τις αρχές
Ο πατέρας μου ο Μπάτης (Απρόσιτη μητέρα μορφή από χώμα και ουρανό)
ήρθε απ’ τη Σμύρνη το ’22 ( θα χαθώ απ’τα μάτια σου τα δυο)
κι έζησε πενήντα χρόνια (μες στον κόσμο)
σ’ ένα κατώι μυστικό (σαν πρόσφυγας σ’ένα κατώι μυστικό)
Σ’ αυτόν τον τόπο όσοι αγαπούνε (αν αγαπούνε)
τρώνε βρώμικο ψωμί (τρώνε βρώμικο ψωμί)
(του λόγου σου οι πιστοί)
κι οι πόθοι τούς ακολουθούνε (κι οι πόθοι τούς ακολουθούνε υπόγεια διαδρομή)
υπόγεια διαδρομή
Χθες το βράδυ είδα ένα φίλο
σαν ξωτικό να τριγυρνά
πάνω στη μοτοσικλέτα
και πίσω τρέχανε σκυλιά
Σήκω ψυχή μου δώσε ρεύμα
βάλε στα ρούχα σου φωτιά (σαν τον Μάρκο)
βάλε στα όργανα φωτιά ( βάλε στα όργανα φωτιά)
να τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα (να κλείσει η λαβωματιά μα τιναχτεί σαν μαυρο πνευμα)
η τρομερή μας η λαλιά (η τρομερή μας η λαλιά)