Αρνούμαστε τη λέξη «γυναικοκτονία» επειδή κατά βάθος δεν έχουμε το θάρρος να κοιτάξουμε το φαινόμενο κατάματα. Δείγμα απλού στρουθοκαμηλισμού, ή μήπως έμμεση ομολογία ενοχής μιας «μάτσο» πατριαρχικής κουλτούρας;
Καμία λέξη ή έκφραση δεν προέκυψε από παρθενογένεση. Τα λεξικά δεν προϋπήρξαν του ανθρώπου, τα έγραψαν ανθρώπινες κοινότητες μετά από μακραίωνες πορείες διαμόρφωσης γλωσσικών συμβάσεων. Και, κάθε λεξικό εμπλουτίζεται συνεχώς με νέα λήμματα, πολλά από τα οποία αντιστοιχούν σε λέξεις που κυκλοφορούν ανεπίσημα για ένα διάστημα ως νεολογισμοί. Ένας τέτοιος νεολογισμός, προϊόν ενός αποκρουστικού κοινωνικού φαινομένου της εποχής, είναι ο όρος «γυναικοκτονία».
Μορφή χιονοστιβάδας έχουν πάρει τα περιστατικά φρικιαστικών δολοφονιών γυναικών από τερατόμορφα «αρσενικά» (με την ληξιαρχική και μόνο σημασία της λέξης) που δεν δέχονται αμφισβήτηση της ιδιοκτησιακής – όπως πιστεύουν – σχέσης τους με τη γυναίκα που έκανε κάποτε το λάθος να συσχετίσει μαζί τους τη ζωή της. Πρόκειται για έναν απόλυτα διακριτό τύπο κακουργήματος, ξέχωρο από άλλες εγκληματικές συμπεριφορές. Είναι, επομένως, αναγκαίο να περιγράφεται με έναν ειδικό όρο που να αποδίδει συμβολικά την ιδιαίτερη σημασία του.
Στο πλαίσιο του παρόντος σημειώματος, και με την επίγνωση ότι υπάρχουν εναλλακτικές απόψεις από ακαδημαϊκούς πολύ ειδικότερους του γράφοντος, ως γυναικοκτονία εννοούμε τον φόνο μίας γυναίκας από έναν άντρα με βάση την πεποίθηση του δολοφόνου ότι η γυναίκα αυτή αποτελεί ιδιοκτησία του, άρα έχει πάνω της δικαίωμα ζωής και θανάτου. Ο ορισμός αυτός δεν περιλαμβάνει δολοφονίες γυναικών με διαφορετικά κίνητρα, όπως π.χ. η ληστεία. Θα μπορούσε, εν τούτοις, να περιλάβει τα σεξουαλικά εγκλήματα, αφού η πράξη του βιασμού συνίσταται σε de facto μετατροπή της γυναίκας σε «αντικείμενο», το οποίο ο βιαστής πρόσκαιρα θεωρεί ως «ιδιοκτησία» του και, σε ακραίες περιπτώσεις, είναι δυνατό ακόμα και να του αφαιρέσει τη ζωή.
Έχει αναπτυχθεί έντονη επιχειρηματολογία (κυρίως από νομικούς κύκλους) σύμφωνα με την οποία ο όρος «γυναικοκτονία» είναι περιττός και, ως εκ τούτου, μη δόκιμος, αφού μπορούμε να εντάξουμε αυτό το είδος εγκλήματος κατά γυναικών στην γενικότερη ανθρωποκτονία – ή, έστω, στην συζυγοκτονία (χωρίς προσδιορισμό φύλου). Αν, εν τούτοις, υιοθετήσουμε, ηθικά ή νομικά, μία τέτοια άποψη, αυτό που θα επιτύχουμε θα είναι να απορροφήσουμε μία πολύ ιδιαίτερη εγκληματική πράξη σε ένα ευρύτερο κακουργηματικό πλαίσιο, υποβαθμίζοντας και, τελικά, ακυρώνοντας το ειδικό βάρος της.
Παραδείγματα τέτοιων προσδιοριστικών λεκτικών επιμερισμών υπάρχουν πολλά. Μιλούμε, λ.χ., ειδικά για μισογυνισμό και δεν εντάσσουμε το φαινόμενο στην γενικότερη μισανθρωπία. Αναφερόμαστε σε ξενοφοβία αντί, γενικά, σε ανθρωποφοβία. Μιλάμε για κυνοφιλία όταν η λέξη «ζωοφιλία» δεν προσδιορίζει επαρκώς την ειδική αγάπη μας για τους σκύλους…
Η γυναικοκτονία, λοιπόν, αξίζει να προαχθεί από νεολογισμό σε δόκιμο όρο της γλώσσας μας και να βρει μία θέση στις νεότερες εκδόσεις των ελληνικών λεξικών και – γιατί όχι; – στις σελίδες των νομικών συγγραμμάτων.
Θα θέλαμε στο σημείο αυτό να αναφερθούμε σε έναν αρκετά διαδεδομένο ορισμό τον οποίο, εν τούτοις, θεωρούμε λανθασμένο. Σύμφωνα με αυτόν, ως γυναικοκτονία (θα πρέπει να) θεωρείται η αφαίρεση της ζωής μίας γυναίκας επειδή ακριβώς είναι γυναίκα.
Τις προφανείς αδυναμίες του ορισμού αυτού επικαλούνται, μεταξύ άλλων επιχειρημάτων, όσοι και όσες αρνούνται τον όρο «γυναικοκτονία». Διότι, αν η ίδια η γυναικεία φύση είναι το αίτιο των φόνων, τότε κάθε γυναίκα είναι, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, εν δυνάμει θύμα κάποιου γυναικοκτόνου, ανεξάρτητα από την όποια σχέση μαζί του. Έτσι, από ιδιαίτερο και σαφώς περιγεγραμμένο τύπο εγκλήματος που διαπράττεται στο πλαίσιο διαπροσωπικών σχέσεων, η γυναικοκτονία καταλήγει να εντάσσεται στα γενικότερα εγκλήματα ρατσισμού (στην προκειμένη περίπτωση, σεξισμού, αφού η ιδιότητα που διαχωρίζει το θύμα από τον θύτη αφορά το φύλο). Ποιος ο λόγος, λοιπόν – επιχειρηματολογούν οι αρνητές – να επιβαρύνουμε το υπέρμετρα φορτωμένο νομικό σύστημα (αλλά και τα ίδια τα λεξικά της ελληνικής γλώσσας) με έναν ακόμα τύπο αδικήματος που προβλέπεται ήδη από υπάρχοντες νόμους;
Σημειώνουμε ότι στην Κύπρο [1] η γυναικοκτονία είναι πλέον ιδιώνυμο αδίκημα [2] που επισύρει αυστηρότατες ποινές (μία πολιτική επιλογή με ισχυρά συμβολική σημασία, πέραν της όποιας ποινικής). Σημειώνουμε επίσης ότι δύσκολα μπορεί κάποιος να κατανοήσει το έντονο (για να μην πω σχεδόν εμπαθές) ύφος κάποιων νομικών που αρθρογραφούν στο Διαδίκτυο εκφράζοντας την αντίθεσή τους στη χρήση (νομική ή ακόμα και εννοιολογική) του όρου «γυναικοκτονία». Χωρίς μάλιστα να απουσιάζουν από τη γραφή τους και κάποιοι λαϊκιστικοί χαρακτηρισμοί (π.χ., ως «φεμινιστών») εκείνων που χρησιμοποιούν τον όρο.
Σε κάθε περίπτωση, το να αρνούμαστε να αρθρώσουμε τη λέξη «γυναικοκτονία», προσδοκώντας ότι έτσι θα αφαιρέσουμε το ηθικό βάρος από την πράξη, αποτελεί ξεκάθαρο δείγμα στρουθοκαμηλισμού. Και αυτό το κλείσιμο των ματιών απέναντι σε ένα αδιαμφισβήτητο κοινωνικό φαινόμενο ίσως μαρτυρά κάποιο αίσθημα ενοχής μιας «μάτσο» πατριαρχικής κουλτούρας που αρνείται – ή μάλλον, φοβάται – να κοιτάξει τον εαυτό της στον καθρέφτη…