Το συγκλονιστικό βιβλίο για ένα παιδί που δεν γεννήθηκε ποτέ και η ιστορία του Αλέκου Παναγούλη με την Oriana Fallaci, η οποία έφυγε από τη ζωή στις 15 Σεπτεμβρίου του 2006.
Είναι κάποιοι έρωτες στη λογοτεχνία που έχουν αφήσει ιστορία. Ρωμαίος και Ιουλιέτα, Ερωφίλη και Ερωτόκριτος, Άννα Καρένινα και Αλεξάντρ Βρόνσκι είναι μερικά παραδείγματα. Μια ιστορία βγαλμένη από σύγχρονο παραμύθι -δίχως όμως κι αυτή να έχει happy end-είναι της Oriana Fallaci και του Αλέκου Παναγούλη. Δυο άνθρωποι που αγαπιούνται δυνατά. Εκείνος, δυστυχώς, φεύγει νωρίς. Κι εκείνη…δεν τον ξεπερνά ποτέ.
Χαρακτηριστικό είναι ότι μετά το χαμό του, η προσωπική της ζωή παραμένει στάσιμη και δεν δημιουργεί ποτέ οικογένεια.
Δύο από τα βιβλία της “Γράμμα σε ένα παιδί που δεν γεννήθηκε ποτέ” και το “Ένας άντρας” γράφονται για τον άντρα της ζωής της και για το μωρό που δεν αγκαλιάζει ποτέ με τα χέρια της, παρά μόνο με την καρδιά της.
Η γνωριμία του ζευγαριού γίνεται το 1973, όταν ο Γεώργιος Παπαδόπουλος δίνει αμνηστία και ο Παναγούλης βγαινει από τη φυλακή, όπου κρατούνταν και βασανίστηκε για την απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα. Η Fallaci σπεύδει αμέσως να του πάρει συνέντευξη. Απευθύνεται στον Θανάση Πετρίδη, στον (ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ) Νίκο Σηφουνάκη, στον Μίκη Νικολακάκη και στον Νίκο Ζαρμπέλη, που είναι συγκρατούμενος του Παναγούλη και είχε αποδράσει από τις φυλακές της Αίγινας. Θέλει οπωσδήποτε να τη φέρουν σε επαφή μαζί του. Δεν περνάνε λίγες μέρες μέχρι που γίνεται η πρώτη τους συνάντηση. Από τότε ξεκινά το δικό τους ειδύλλιο.
Το 1976, ο Παναγούλης, χάνει τη ζωή του με το μοιραίο Mirafiori -το αυτοκίνητο που η Oriana του αγόρασε-.
“Οι φίλοι είναι ξένοι, μπορεί να είναι και περαστικοί…Η φιλία είναι ένα εφήμερο μέσο, τεχνητό και πολύ συχνά ψεύτικο. Μην περιμένεις ποτέ από μία φιλία τα θαύματα που κάνει ο έρωτας! Όχι, εμένα δεν μου αρκεί η φιλία. Εγώ έχω ανάγκη από τον έρωτα. Έχω ανάγκη από το να αγαπάω και να με αγαπούν με τις δεσμεύσεις του έρωτα, με τις δυσκολίες του έρωτα, το απόλυτο και τις τυραννίες του έρωτα, του έρωτα της ψυχής και του σώματος”.λέει κάποτε για τον έρωτα.Η Οriana δεν ερωτεύεται ποτέ ξανά. Μένει πιστή στη μνήμη του, κάνοντας ανθρώπους του περιβάλλοντός της να μιλούν για μια αγάπη “μεγάλη, έντονη, απόλυτη, ακραία”…
“Γράμμα σ’ένα παιδί που δε γεννήθηκε ποτέ.”
Το “Γράμμα σ`ένα παιδί που δε γεννήθηκε ποτέ” είναι ένα ημερολόγιο ή γράμμα-μιας μάνας που αγαπά υπερβολικά (ή μπορεί και να “μισεί” τελικά) το έμβρυο που φέρει στην κοιλιά της. Ένα συγκλονιστικό βιβλίο, αρκετά φεμινιστικό, καθώς οι ελευθερίες της γυναίκας μοιάζουν για την ηρωίδα αναφαίρετο δικαίωμα. Επίκαιρο όσο ποτέ, πραγματεύεται το θέμα της έκτρωσης, δίνοντας επιχειρήματα υπέρ και κατά.
Η Fallaci μένει έγκυος. Είναι όμως νέα, ανύπαντρη, μια σύγχρονη, άθεη καριερίστα, που πέρασε ταραγμένα παιδικά χρόνια, αμφισβητεί το θεσμό της οικογένειας, τις δομές της κοινωνίας, τη φιλία, το αύριο. Καλείται, λοιπόν, να αποφασίσει για τη μοίρα του “μωρού” που βρίσκεται μέσα της. Να φέρει στον κόσμο αυτή τη νέα ζωή ή όχι; Δυσκολεύεται να αποφασίσει και αμφιταλαντεύεται συνεχώς. Tα συναισθήματά της περνούν διάφορες διακυμάνσεις. Η χαρά που διαδέχεται το θυμό, η λύπη αναμεμιγμένη με την αγωνία. Κι εκεί που νομίζει πως έχει καταφέρει να ισορροπήσει, όλα ανατρέπονται.Σε αυτό το ταξίδι της εγκυμοσύνης που τελειώνει άδοξα, η Oriana, συναντά κι άλλους ανθρώπους. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που τη συμβουλεύουν να μην κρατήσει το μωρό της και να οδηγηθεί σε τεχνητή άμβλωση.
Μια φίλη, που τη συμβουλεύει να κάνει άμβλωση, τον πατέρα του παιδιού της, που προσφέρεται να δώσει χρήματα προκειμένου να μη γεννηθεί το παιδί, ο γιατρός, που τη συμβουλεύει να προσέχει για να μπορεί να γεννήσει το παιδί, το αφεντικό της, το οποίο δεν καταλαβαίνει από εγκυμοσύνες κι εξακολουθεί να έχει απαιτήσεις από την εργαζόμενή του. Η οικογένειά της, η οποία τη στηρίζει έστω κι από μακριά κι η γιατρός, που ευθύνεται για την απόφαση να κάνει εκείνο το ταξίδι που θα της αλλάξει τη ζωή.
Ο καιρός περνά γρήγορα, εκείνη μιλά για τις ιδέες της στο αγέννητο μωρό, για τα καλά και τα κακά της ζωής. Για τα εύκολα, μα κυρίως για τα δύσκολα που θα συναντήσει όταν θα βγει από την κοιλιά της. Για την αδικία που θα βιώσει. Και… είναι πολύ αργά πια να κάνει έκτρωση. Για χάρη της καριέρα της, επιλέγει να κακομεταχειριστεί το έμβρυο και να αγνοήσει τις συμβουλές του γιατρού. Η καρδιά του σταματά να χτυπά ενώ βρίσκεται μέσα της κι εκείνη χειρουργείται για να απαλλαγεί από το νεκρό παιδί της.
Και τότε είναι που το εσωτερικό της δικαστήριο ξεκινά. Ένοχη ή αθώα;
Σας παραθέτω κάποια αποσπάσματα από το συγκλονιστικό αυτό βιβλίο, αφήνοντας σ’εσάς τα συμπεράσματα…
“Σου είπα ήδη ότι δεν σε χρειάζομαι. Αλλά θα σε μεγαλώσω, είτε σ` αρέσει, είτε όχι. Θα σου επιβάλω την ίδια υπεροψία που επιβλήθηκε και σ` εμένα, στους γονείς μου, στους παππούδες μου, στους παππούδες των παππούδων μου· μέχρι το πρώτο ανθρώπινο πλάσμα που γεννήθηκε από ανθρώπινο πλάσμα, είτε του άρεσε, είτε όχι. Ίσως αν του ή της ζητούσαν να επιλέξει, να φοβόταν και να έλεγε “Όχι, δεν θέλω να γεννηθώ”. Μα κανείς δεν ζήτησε τη γνώμη του και έτσι γεννήθηκε και έζησε και πέθανε, αφού έφερε στον κόσμο ένα ακόμα ανθρώπινο πλάσμα από το οποίο δεν ζήτησε να επιλέξει, και αυτό με τη σειρά του έκανε το ίδιο, επί εκατομμύρια χρόνια μέχρι εμάς, και κάθε φορά ήταν η ίδια υπεροψία, χωρίς την οποία δεν θα υπήρχαμε. Κουράγιο, μικρό μου. Νομίζεις ότι ο σπόρος ενός δέντρου δεν χρειάζεται κουράγιο, όταν τρυπάει τη γη και φυτρώνει; Αρκεί μια ριπή του ανέμου για να τον ξεριζώσει, το ποδαράκι ενός ποντικού για να τον τσακίσει. Κι όμως, φυτρώνει και αντιστέκεται και μεγαλώνει ρίχνοντας κι άλλους σπόρους.Και γίνεται ένα δάσος. Αν μια μέρα φωνάξεις “Γιατί με έφερες στον κόσμο, γιατί;”, θα σου απαντήσω: “Έκανα αυτό που κάνουν και έκαναν τα δέντρα για εκατομμύρια εκατομμυρίων χρόνων πριν από μένα, και πίστευα ότι έκανα καλά”.
“…Εδώ έξω, αντίθετα θα έχεις χίλια αφεντικά. Κι εγώ θα είμαι το πρώτο αφεντικό σου, μια και θα σου επιβάλω, άθελά μου και δίχως καν να το συνειδητοποιώ, εκείνα που για μένα είναι σωστά, αλλά όχι και για σένα. Να, ας πούμε, αυτά τα όμορφα παπουτσάκια. Εγώ τα βρίσκω ωραία, εσύ όμως; Θα φωνάξεις, θα ουρλιάξεις, όταν θα σου τα φορέσω. Θα σου φέρουν απόγνωση, είμαι βέβαιη. Μα εγώ, έτσι κι αλλιώς, θα στα φορέσω, επιμένοντας ότι δίχως αυτά θα κρυολογήσεις. Κι εσύ σιγά-σιγά, θα συνηθίσης. Δαμασμένο θα φτάσης στο σημείο να υποφέρης όταν δεν θ τα φοράς. Και αυτή θάναι η αρχή μιας ατέλειωτης αλυσίδας καταναγκασμών. Κι εμένα θα με θεωρείς τον πρώτο κρίκο της, μια που δε θα μπορείς να ζήσείς χωρίς τη βοήθειά μου. Εμένα που θα σε θρέφω, εμένα που θα σε ντύνω, εμένα που θα σε πλένω, εμένα που θα σε παίρνω στην αγκαλιά μου. Έπειτα θ’ αρχίσης να περπατάς μόνο σου, να τρως μόνο σου, ν’ αποφασίζης μόνο σου που θα πας και πότε θα πλυθείς. Τότε θα ξεπηδήσουν νέοι καταναγκασμοί. Οι συμβουλές μου. Οι διδασκαλίες μου. Οι παραινέσεις μου. Ο ίδιος σου ο φόβος μήπως με κάνείς να πονέσω, αν πράξείς διαφορετικά από ό,τι σε δίδαξα. Και θα σου φανεί ατέλειωτος ο καιρός, ώσπου να σ’ αφήσω να φύγείς, σαν τα πουλιά που τα διώχνουν από τη φωλιά οι γονείς τους μόλις μάθουν να πετάνε. Μα θα έρθεί επιτέλους η στιγμή που θα σ’ αφήσω να φύγης, να διασχίσείς μόνο σου το δρόμο, με κόκκινο φως. Και μάλιστα θα σε σπρώξω. Χωρίς η πράξη μου ν’ αυξήσεί την ελευθερία σου, μια και θα σε δένεί μαζί μου η σκλαβιά της τρυφερότητάς μου, η σκλαβιά της μεταμέλειάς σου. Είναι αυτό που ονομάζεται καμιά φορά σκλαβιά της οικογένειας.”
“Αργότερα η φίλη μου με ξεμονάχιασε, και με τον τόνο κάποιου που υπενθυμίζει ένα σημαντικό ραντεβού, μού ανακοίνωσε ότι μίλησε με το γιατρό, που υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει περίπτωση να φύγεις από μόνο σου: αν δε σε αφαιρέσω, θα πεθάνω από σηψαιμία. Θα πρέπει να το πάρω απόφαση. Θα ήταν αδιανόητο να σκοτώσεις εσύ εμένα, για να αποκατασταθεί η ισορροπία. Έχω ακόμα τόσα πράγματα να κάνω. Εσύ δεν τα άρχισες ποτέ, εγώ όμως ναι. Πρέπει, λόγου χάρη, να αναπτύξω την καριέρα μου, και να αποδείξω ότι δεν είμαι λιγότερο άξια από έναν άντρα. Πρέπει να πολεμήσω τις ανέσεις που προσφέρουν τα “θαυμαστικά”, και να καταφέρω τους ανθρώπους να υποβάλλουν στον εαυτό τους περισσότερα ερωτήματα. Πρέπει να σβήσω τον οίκτο μου για το άτομό μου, να πεισθώ ότι ο πόνος δεν είναι το αλάτι της ζωής. Το αλάτι της ζωής είναι η ευτυχία, και η ευτυχία υπάρχει, είναι η ίδια η αναζήτηση της ευτυχίας. Και πρέπει ακόμα να ξεδιαλύνω το μυστήριο που λέγεται αγάπη. Όχι εκείνη που τη γεύεται κανείς στο κρεβάτι, με τη σωματική επαφή. Εκείνη που ετοιμαζόμουνα να γνωρίσω μαζί σου. Μού λείπεις, παιδάκι. Μού λείπεις όσο θα μού έλειπε ένα χέρι, ένα μάτι, η φωνή: κι όμως μού λείπεις λιγότερο από χτες, λιγότερο από σήμερα το πρωί. Θα έλεγε κανείς ότι ώρα με την ώρα το μαρτύριο εξασθενίζει, για να κλειστεί σε μια παρένθεση. […> Κάποτε διάβασα σ`ένα βιβλίο ότι την ένταση του πόνου που υποστήκαμε την καταλαβαίνουμε μόνο όταν ελευθερωθούμε από αυτόν. Τότε λέμε, κατάπληκτοι: πώς μπόρεσα ν` αντέξω μια τέτοια κόλαση; Σίγουρα `είναι αλήθεια. Και η ζωή είναι κάτι εκπληκτικό. Κλείνει τις πληγές με ταχύτητα εκπληκτική. Κι αν δεν έμεναν οι ουλές, ούτε καν θα θυμόμασταν ότι από κεί κάποτε ανάβλυσε αίμα. Άλλωστε ακόμα και οι ουλές εξαφανίζονται. Μικραίνουν, και στο τέλος σβήνουν. Θα συμβεί και σε μένα το ίδιο; Άραγε θα συμβεί; Πρέπει να τα καταφέρω. Γιατί το θέλω, το απαιτώ. […> Από πάνω μου υπάρχει ένα λευκό ταβάνι και δίπλα μου, μέσα σ`ένα ποτήρι, είσαι εσύ. Δεν ήθελαν να σε δώ, μα κατάφερα να τους πείσω, λέγοντάς τους πως ήταν δικαίωμά μου. Κι έτσι σε τοποθέτησαν εκεί, μ` έναν μορφασμό αποδοκιμασίας. Επιτέλους σε βλέπω. Κι αισθάνομαι ότι με εξαπάτησαν, δεν έχεις τίποτα κοινό με το παιδάκι της φωτογραφίας. Δεν είσαι παιδάκι: είσαι ένα αυγό. Ένα γκρίζο αυγό, που πλέει σ`ένα ροζ οινόπνευμα, και που μέσα του δεν διακρίνεται τίποτα. Η ανάπτυξή σου σταμάτησε πολύ πριν το πάρουν είδηση οι γιατροί: δεν έφτασες ποτέ στο σημείο ν` αποκτήσεις τα νύχια και το δέρμα και τα τόσα αγαθά που πίστευα πως είχες. Πλάσμα της φαντασίας μου, μόλις που κατόρθωσες να πραγματοποιήσεις την επιθυμία για δυό χέρια και δυό πόδια , για κάτι που μοιάζει κάπως με σώμα, για ένα ακαθόριστο περίγραμμα προσώπου, με μια μυτούλα και δυό μικροσκοπικά μάτια. Τελικά, αγάπησα ένα ψαράκι. Κι από αγάπη για ένα ψαράκι, επινόησα ένα Γολγοθά, που η συνέπειά του είναι ότι κινδυνεύω τώρα να τελειώσω κι εγώ. […]
Τώρα είναι νύχτα: το λευκό ταβάνι άρχισε να γίνεται μαύρο. Και κάνει κρύο. Καλύτερα να φορέσεις το πανωφόρι σου, για να κατέβουμε στο ισόγειο. Εμπρός λοιπόν, φεύγουμε. Πάμε σπίτι μας. Θα ήθελα να σε κρατήσω στην αγκαλιά μου, παιδάκι. Μα είσαι τόσο μικροσκοπικό: δεν γίνεται να σε πάρω στην αγκαλιά μου. Μπορώ μονάχα να σε αποθέσω στην παλάμη τού ενός μου χεριού. Φτάνει να μην σε αρπάξει κανένα φύσημα του αέρα. Να κάτι που μες κάνει να σαστίζω: το φύσημα του ανέμου μπορεί να σε κλέψει από μένα, κι όμως είσαι τόσο βαρύ, που τρεκλίζω. Δώσε μου το χέρι σου σε παρακαλώ: να, έτσι. Τώρα εσύ με πηγαίνεις, με οδηγείς. Λοιπόν, δεν είσαι αυγό, ούτε ψαράκι είσαι: είσαι αληθινό παιδί! Το μπόι σου έφτασε κιόλας ως τα γόνατά μου. Όχι, ως την καρδιά. Όχι, ως τον ώμο. Όχι, πάνω απ` τον ώμο. Δεν είσαι παιδάκι, είσαι άντρας! Ένας άντρας με δάχτυλα γερά και τρυφερά. Τα έχω τώρα πιά τόσο ανάγκη: γιατί γέρασα. Δεν καταφέρνω ούτε τα σκαλιά να κατέβω, αν εσύ δεν με στηρίξεις. Θυμάσαι όταν ανεβοκατεβαίναμε τούτην εδώ τη σκάλα, προσέχοντας να μην σκοντάψουμε, σφιχτοδεμένοι οι δυό μας σ`ένα αγκάλιασμα συνενοχής; Θυμάσαι τότε που σε μάθαινα να την ανεβαίνεις μονάχο – δεν πήγαινε πολύς καιρός που είχες αρχίσει να περπατάς – και μετρούσαμε γελώντας τα σκαλοπάτια; Θυμάσαι στην αρχή πώς αρπαζόσουνα από κάθε προεξοχή, λοχανιάζοντας, καθώς εγώ σε παρακολουθούσα με απλωμένα τα χέρια; Θυμάσαι και τότε που τσακωθήκαμε, γιατί δεν ήθελες ν` ακούσεις τις οδηγίες μου; Στεναχωρέθηκα ύστερα. Ήθελα να σού ζητήσω συγνώμη, μα δεν μού ήταν εύκολο. Σε κρυφοκοίταζα κάτω από τα ματόκλαδά μου κι εσύ με αναζητούσες κάτω από τα δικά σου ματόκλαδα, ώσπου άνθισε στα χείλη σου ένα χαμόγελο, και κατάλαβα ότι είχες καταλάβει. Τι έγινε αλήθεια μετά; Η σκέψη μου θολώνει, τα βλέφαρά μου μοιάζουν πιό βαριά κι από μολύβι. Τάχα να είναι ύπνος, ή το τέλος; Πρέπει ν` αντισταθώ στον ύπνο, στο τέλος. Βοήθησέ με να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά, απάντησέ μου: δυσκολεύτηκες πολύ να χρησιμοποιήσεις τα φτερά σου; Ήταν πολλοί εκείνοι που σε πυροβολούσαν; Τους αντιπυροβόλησες κι εσύ; Σε καταπίεσαν στην μυρμηγκοφωλιά; Σε νίκησαν οι απογοητεύσεις, οι πίκρες, οι θυμοί, ή στάθηκες όρθιος σαν δυνατό δέντρο; Ανακάλυψες αν υπάρχει ευτυχία, ελευθερία, καλοσύνη, αγάπη; Ελπίζω να σε ωφέλησαν οι συμβουλές μου. Ελπίζω να μην ούρλιαξες ποτέ τη φριχτή βλαστήμια “γιατί να γεννηθώ;” Ελπίζω να κατέληξες στο συμπέρασμα πως άξιζε τον κόπο. Έστω κι αν το τίμημα είναι ο πόνος, ο θάνατος. Είμαι τόσο περήφανη που κατόρθωσα να σε τραβήξω από το τίποτα, έστω κι αν το τίμημα είναι ο πόνος, ο θάνατος. Αλήθεια, κάνει κρύο τώρα, και το λευκό ταβάνι είναι κατάμαυρο. Αλλά εμείς φτάσαμε πιά: να η μανόλια. Κόψε ένα λουλούδι. Εγώ δεν το κατάφερα ποτέ, εσύ όμως θα μπορέσεις. Σήκω στις μύτες των ποδιών, τέντωσε το χέρι σου, έτσι μπράβο. Μα πού πήγες; Ήσουνα εδώ, με στήριζες, ήσουνα μεγάλο, ήσουνα άντρας. Και τώρα χάθηκες. Υπάρχει μόνο ένα ποτήρι με οινόπνευμα, που μέσα του πλέει κάτι που δεν θέλησε να γίνει άντρας, γυναίκα, κάτι που δεν το βοήθησα να γίνει άντρας, γυναίκα. Για ποιό λόγο έπρεπε να το κάνω, με ρωτάς, για ποιόν λόγο έπρεπε κι εσύ να το θελήσεις; Μα γιατί η ζωή υπάρχει, παιδάκι! Και λέγοντας πως η ζωή υπάρχει, έπαψα να κρυώνω, έφυγε ο ύπνος.. νιώθω πως η ζωή είμαι εγώ. Κοίτα, ανάβει κάποιο φως. Ακούγονται φωνές. Κάποιος τρέχει, φωνάζει, απελπίζεται. Μα κάπου αλλού γεννιούνται χίλια, εκατό χιλιάδες παιδάκια, μανάδες και πατεράδες των μελλοντικών παιδιών: η ζωή δεν έχει ανάγκη εσένα ή εμένα. Εσύ είσαι νεκρό. Ίσως να πεθάνω κι εγώ. Αλλά δεν έχει σημασία. Γιατί η ζωή δεν πεθαίνει.”
ΤΕΛΟΣ
Η Οριάνα Φαλάτσι, “φεύγει” από τη ζωή στα 76 της χρόνια, σ`ένα νοσοκομείο της Φλωρεντίας…χτυπημένη από τον καρκίνο. Μέχρι και το τέλος της, είναι όρθια και μαχητική όπως σε όλη της τη ζωή…
Είναι 15 Σεπτεμβρίου 2006 κι εκείνη πηγαίνει να συναντήσει το “Παιδί Που Δεν Γεννήθηκε Ποτέ”…
Πηγές:
-Lettera a un bambino mai natto, Oriana Fallaci
-Wikipedia