Στις 6 Οκτωβρίου του 1999 σίγησε μια από τις μεγαλύτερες φωνές του 20ού αιώνα, η πιο γνήσια φωνή της Πορτογαλίας & ένα από τα ωραιότερα φάδο του έρωτα που γράφτηκαν ποτέ
Αποτέλεσε για τους Πορτογάλους ότι η Edith Piaf για τους Γάλλους, η Umm Kalsum για τους Αιγύπτιους και τους Άραβες και η Billie Holiday για τους Αμερικάνους. Η πιο γνήσια φωνή της Πορτογαλίας, η βασίλισσα του φάδο, με τραγούδια άρρηκτα συνδεδεμένα με τη σύγχρονη ιστορία της χώρας, άφησε την τελευταία της πνοή καθώς έσβηνε ο 20ος αιώνας.
Όπως λέει στη βιογραφία της Amalia Rodrigues, που εκδόθηκε το 1993, δεν ήξεραν ούτε οι γονείς της την ακριβή μέρα γέννησής της. Λέγεται ότι είναι η 23η Ιουλίου 1920. Τα πρώτα της τραγούδια τα “ερμηνεύει” στο λιμάνι Αλκαντάρα της Λισσαβόνας. Στον πάγκο όπου πουλούσε φρούτα με τη μητέρα της. Οι στίχοι των φάδος αναδίνουν μια απλότητα και θλίψη που ταίριαζαν απόλυτα στην ιδιοσυγκρασία της Rodrigues. Όπως, άλλωστε, δήλωνε η ίδια, ήταν “πεσιμίστρια και μηδενίστρια”. Φάδο -που στα πορτογαλικά σημαίνει μοίρα ή πεπρωμένο- ονομάζεται ένα είδος μουσικής που εντοπίζεται τη δεκαετία του 1820 στην Πορτογαλία. Σίγουρα όμως είχε παλαιότερες ρίζες. Η μουσική είναι μελαγχολική, το ίδιο και οι στίχοι, που συχνά μιλούν για τη θάλασσα ή για τη ζωή των φτωχών. Η μουσική έχει σχέση με την πορτογαλική λέξη saudade, μια από τις δυσκολότερες λέξεις προς μετάφραση. Είναι ένα είδος προσμονής. Ένα μείγμα νοσταλγίας, λύπης, πόνου αλλά και ευτυχίας κι αγάπης. Δεν είναι λίγοι οι λάτρεις της μουσικής φάδο, που ισχυρίζονται ότι οι ρίζες της είναι ένα μείγμα της μουσικής των σκλάβων της Αφρικής με την παραδοσιακή μουσική των Πορτογάλων ναυτών και αραβικές επιρροές.
Το 1939 – μετά από ένα διάστημα που πέρασε τραγουδώντας σε τοπικά φεστιβάλ – άρχισε να τραγουδά τα φάδο σε κάποια από τα κλαμπ και τις ταβέρνες της Πορτογαλλικής πρωτεύουσας. Αυτή η κίνησή της ήταν κόντρα στις αντιλήψεις των γονιών της, με αποτέλεσμα να αντιδράσουν αρνητικά. Για εκείνα τα χρόνια, το να είσαι φαδίστα θεωρείτο κάτι πρόστυχο.
Το διάστημα 1950-1970 ήταν η χρυσή περίοδος της Amalia Rodrigues, καθώς τότε απέκτησε και τον τίτλο “ιέρεια των φάδος”. Με την πρώτη της περιοδεία στη Λατινική Αμερική και στις ΗΠΑ, στις αρχές της δεκαετίας του ‘50, άρχισε να γίνεται αρκετά γνωστή. Το μεγάλο της ταλέντο άρχισε να αναγνωρίζεται και οι καλύτεροι μουσικοί της Πορτογαλίας γράφουν τραγούδια για τη φωνή της. Εκείνη την εικοσαετία, πρωταγωνίστησε σε πολλές ταινίες κι εμφανίστηκε για συναυλίες σε αρκετές χώρες που την κάλεσαν. Ανάμεσά τους η τότε Σοβιετική Ένωση, το Μεξικό και η Ιαπωνία. Κυκλοφόρησε δεκάδες δίσκους, που όλοι γνώρισαν μεγάλη επιτυχία. Η πιο αντριπροσωπευτική της συλλογή είναι το “The Art of Amalia”, με τις πολύ γνωστές επιτυχίες “Coimbra”(για την ομώνυμη πόλη) και “Barco Negro”.
Το τραγούδι “Cancao do mar” (Το τραγούδι της θάλασσας) του 1955, θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες διεθνείς επιτυχίες της. Αργότερα ερμηνεύτηκε από σπουδαίους καλλιτέχνες, όπως την κορυφαία Dulces Ponte και ήταν το σάουντρακ της ταινίας “Primal fear” με τον Richard Gere και ηχογραφήθηκε και από τη Sarah Brightman, με τον τίτλο “Harem”.
Στα τέλη της δεκαετίας του ‘60, επικρατεί η ποπ μουσική, η οποία αλλοίωσε τις τοπικές μουσικές ιδιαιτερότητες. Και τότε το άστρο της Ροντρίγκεζ αρχίζει να δύει.
Το 1975, με την περίφημη Επανάσταση των Γαριφάλων εγκαθιδρύται η δημοκρατία στη χώρα, ύστερα από πενήντα χρόνια δικατορίας. Οι αριστεροί, όμως, θεωρούν πως η μεγάλη ερμηνεύτρια, ήταν σύμφυτη με το προηγούμενο καθεστώς. Οι φήμες ήταν έντονες… Τότε είναι που η Αμάλια Ροντρίγκεζ, γνωρίζει τη μεγαλύτερη απογοήτευση της ζωής της με αποτέλεσμα να βυθιστεί στην κατάθλιψη και για ένα διάστημα να κριθεί απαραίτητη η νοσηλεία της σε νοσοκομείο της Λισαββόνας. Πέντε χρόνια αργότερα, το 1980, διάφορα προβλήματα υγείας, την αναγκάζουν να αποσυρθεί από τη δημόσια ζωή, με τελευταία εμφάνισή της, στις 15 Ιουλίου 1998, στο ρεσιτάλ του τενόρου Πλασίντο Ντομίνγκο στη Λισσαβόνα.
Η Amalia Rodrigues, παντρεύτηκε δύο φορές αλλά δεν απέκτησε παιδιά.
Η αγαπημένη Amalia των Πορτογάλων, η “ιέρεια” των φάδος, ανήκει στις μεγάλες γυναικείες φωνές του 20ου αιώνα που γκρέμισαν τα σύνορα που χωρίζουν τα κράτη, τις φυλές, τα φύλα και εξέφρασαν την ανάταση και τον πόνο, τις ελπίδες και τα όνειρα. Ήταν αυτοδίδακτη. Τα ωδεία και τα πανεπιστήμια ήταν οι λαικές γειτονιές, οι δρόμοι, η αγορά. Είχε τέτοια εκπληκτική φωνή που κάποιος θα την παρομοίαζε με τις υπόγειες φλέβες του νερού που αναδύονται ξαφνικά και μεταμορφώνουν σε όαση το σκληρό και δύσβατο τοπίο της καθημερινότητας. Μια αγαπημένη φωνή που θα είναι πάντα κοντά μας…