Άγνωστες πτυχές της ζωής & της χαρισματικής προσωπικότητας της πρώτης γυναίκας εκδότριας και δημοσιογράφου, η οποία έγραψε τη δική της μεγάλη ιστορία έφυγε από τη ζωή στις 14 Οκτωβρίου 1995.
Μια τεράστια φυσιογνωμία της ελληνικής δημοσιογραφίας. Μια σπουδαία προσωπικότητα. Μια εμβληματική μορφή που κυριάρχησε τόσο στο χώρο της δημοσιογραφίας όσο και της πολιτικής. Η Ελένη Βλάχου ήταν η πρώτη γυναίκα εκδότης (των εφημερίδων Καθημερινή, Μεσημβρινή) καθώς και η πρώτη γυναίκα δημοσιογράφος η οποία έγραψε τη δική της μεγάλη ιστορία στο χώρο. Έζησε και κατέγραψε μέσα από τη δική της εμπειρία σημαντικότερα γεγονότα στη χώρα μας.
`Ηταν 27 Ιανουαρίου 1935 όταν δημοσίευσε το πρώτο της κείμενο στην «Καθημερινή», ταξιδιωτικές εντυπώσεις από την Άπω Ανατολή. Την ίδια χρονιά αρχίζει να γράφει χρονογραφήματα, υπογράφοντας ως «Ε», στην ίδια εφημερίδα, διευθυντής της οποίας ήταν ο πατέρας της. Το 1936 αποστέλλεται από την εφημερίδα ως αθλητική συντάκτης στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου και συναντάται με τους Χίτλερ, Γκαίμπελς, Γκαίρινγκ. Τον Ιούλιο του 1950 εκδίδει το μηνιαίο περιοδικό «Εκλογή». Αφού φεύγει ο Γεώργιος Βλάχος από τη ζωή, το 1951, αναλαμβάνει τη διεύθυνση της εφημερίδας και στη συνέχεια άρχισε να εκδίδει το περιοδικό «Εικόνες» (1955) και την εφημερίδα «Μεσημβρινή» (1961) ενώ το 1960 ίδρυσε τις εκδόσεις Γαλαξίας. Το 1967 διέκοψε την έκδοση των εφημερίδων της, αντιδρώντας στη στρατιωτική δικτατορία. Η χούντα της επέβαλε κατ’ οίκον περιορισμό.
Ωστόσο, στις 15 Δεκεμβρίου του 1967 δραπέτευσε πηδώντας από την ταράτσα του σπιτιού της στη ταράτσα του διπλανού σπιτιού. Κατάφερε να διαφύγει στο εξωτερικό και εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο όπου παρέμεινε καθ’ όλη τη διάρκεια της δικτατορίας. Το διάστημα αυτό ταξίδεψε σε πολλές χώρες της Ευρώπης, στην Αμερική και στην Αφρική και ανέπτυξε έντονη αντιδικτατορική δράση. Επέστρεψε, τελικά, στην Ελλάδα τον Αύγουστο του 1974 και τον επόμενο μήνα επανακυκλοφόρησε την «Καθημερινή», ενώ το ίδιο έτος εξελέγη βουλευτής Επικρατείας με την Νέα Δημοκρατία.
Η φωτογραφία ανήκει στο Μουσείο Μπενάκη
Η Ελένη Βλάχου, με τα ιδιαίτερα χρονογραφήματά της που χαρακτηρίζονται τόσο από λεπτότητα, όσο και από αφηγηματική άνεση καθώς και από κοινωνικό προβληματισμό, άφησε το στίγμα της.
Για πρώτη φορά , το 1990, μίλησε σε τηλεοπτική συνέντευξη στην ΕΡΤ, στον Γιώργο Δουατζή για άγνωστες πτυχές της ζωής και της προσωπικότητάς της.
– Από τα παιδικά χρόνια, τι θυμάστε;
– Δεν θυμάμαι σχεδόν τίποτα. Θυμάμαι αυτά που μου λέγανε και τα οποία τα έχω, κατά κάποιον τρόπο πλάσει, σαν να τα θυμόμουνα εγώ. Όπως ότι περνούσε από το σπίτι της οδού Δεριγνί, όπου γεννήθηκα, την ώρα εκείνη που γεννιόμουνα, ο ζωγράφος Παύλος Μαθιόπουλος, που ήτανε πολύ φίλος της οικογενείας. Και τον φώναξε ο πατέρας μου από το παράθυρο και του λέει, ανέβα Παύλο. Έλα να δεις ένα μωρό κατσαρό που γελάει.
– Αυτό το που γελάει σας έχει μείνει;
– Ναι, το πιστεύω, κατά κάποιον τρόπο. Με βολεύει και να το πιστεύω. Διότι αυτή είναι μια ιστορία αληθινή και επειδή στη ζωή μου μάλλον γελώ. Δεν είμαι διόλου μελαγχολική, ούτε σοβαρή υπερβολικά. Και ίσως αυτό το πράγμα να οφείλεται στο ότι έχω ξεκινήσει τη ζωή γελώντας και την προχωρώ αν όχι γελώντας, τουλάχιστον μειδιώντας.
– Τα παιδικά σας χρόνια χαρακτηρίζονται…
– Χαρακτηρίζονται από μια περίεργη και ευτυχισμένη μοναξιά. Επειδή δεν είχα αδέλφια, δεν πήγα ποτέ σχολείο και οι γονείς μου είχανε προχωρήσει σε μία ζωή τρομερά επικίνδυνη και δύσκολη. O πατέρας μου, πότε φυλακή, πότε εξορία, πότε από δω, πότε από κει. H μητέρα μου, αναγκαστικώς ακολουθούσε τη ζωή του πατέρα μου. Με παίρνανε λοιπόν και με πηγαίνανε στη γιαγιά. Πάρε το Ελενάκι, λέγανε. Η γιαγιά κατοικούσε τότε στην οδό Σωκράτους, σε σπίτι με ένα ωραίο περβόλι. Όπου και τα γραφεία της Καθημερινής σήμερα. Και όπου ήταν το ίδιο σπίτι ως το 1951, που το ξαναχτίσαμε. Αυτό ήταν ένα ωραίο αθηναϊκό σπίτι μικρό, με περβόλι, με στέρνα, με πηγάδι, με πορτοκαλιές, με γατιά, με σκυλιά.
– Ποιες προσωπικότητες θυμάστε, αυτήν την περίοδο;
– Τη γιαγιά μου, την Ελένη Βλάχου, τη γυναίκα του Αγγέλου του Βλάχου, του ποιητού. Ήταν ένας χαριτωμένος άνθρωπος, μια ζωηρή γυναίκα, ήτανε το μόνο πρόσωπο μη αθηναϊκό της οικογενείας μου. Ήτανε από την Κεφαλλονιά. Ο πατέρας μου, τόχω πει και τόχω γράψει, ήταν εξαιρετικό πρόσωπο, διότι ήτανε πάρα πολύ έξυπνος και είχε λαμπερά μάτια, λαμπερό πρόσωπο, λαμπερή σκέψη.
– Είπατε ότι δεν πήγατε σχολείο…
– Δεν πήγα σχολείο. Εκείνη την εποχή τα κορίτσια δεν είχε μεγάλη σημασία πόσα μαθαίνανε. Είχα κάτι δασκάλες που πηγαινοερχόντουσαν στο σπίτι, μια γαλλικά, μια γερμανικά. H γιαγιά μου, η οποία ήτανε μορφωμένη, ευχάριστη, ζωηρή, μου έμαθε ελληνικά, μου έμαθε να διαβάζω, μου έμαθε να μου αρέσουν τα βιβλία, τα ποιήματα. Κατά τα δώδεκά μου χρόνια, έγινε ένα οικογενειακό συμβούλιο. Είπανε ότι “αυτό το παιδί πρέπει να γίνει άνθρωπος. Δεν έχει βάλει ακόμα παπούτσια”. Ήμουνα πανευτυχής στο περβόλι με ζώα, πάντοτε ζώα μέχρι και ποντίκια και φιδάκια. Είχα πάει στους Δελφούς και είχα ανακαλύψει μια μικρή οικογένεια από πράσινα νεροφιδάκια, τα οποία παρακολουθούσα με πάρα πολύ ενδιαφέρον. Τέλος πάντων, για να ξαναγυρίσω, είπανε ότι “το παιδί πρέπει να γίνει άνθρωπος”. Μου φέρανε μία Αγγλίδα δασκάλα, η οποία – κι αυτό τυχερό μου – ήτανε έκτακτος άνθρωπος, μου έμαθε Αγγλικά και σκάκι.
– Σας έστειλαν στην Ελβετία,.
– Πήγα στην Ελβετία. Το ‘θελα. Αλλά δεν πέρασα καλά και στην αρχή με διώχνανε. Φώναζαν τη μητέρα μου, η οποία ήταν εκεί σε μία πανσιόν και περίμενε να δει τι θα γίνει και λέγανε “το παιδάκι σας είναι καλό, είναι ευγενικό, αλλά είναι – πώς να πει κανένας; – είναι επαναστάτης”. Γιατί εγώ ορισμένα πράγματα δεν τα ήθελα. Δεν ήθελα να πάω περίπατο, π.χ., μέσ’ τη βροχή. Για μένα δεν ήταν λογικό. Δεν έτρωγα τα φαγιά τους. Αλλά όταν δεν τα έτρωγα, σηκωνόμουνα στο τραπέζι κι έβγαζα λόγο. Κι έλεγα, όταν μου δίνετε – ακόμα το θυμάμαι – λαπά μπουγί σως γκροζέ (κουνέλι βραστό με γλυκιά σάλτσα), αυτό σημαίνει ότι δεν σέβεστε το παιδί. Λοιπόν, εγώ αυτό δεν το τρώω. Έβγαζα λόγους λοιπόν και τελικά είπανε, πάρτε την.
– Αυτό είχε επίπτωση στη γνώση των ελληνικών σας;
– Όχι. Είναι ένας συνδυασμός, ξέρετε, αυτό. Πολύ ενδιαφέρων. Διότι με το να μην πάω σχολείο και να μην πάω στο Πανεπιστήμιο, δεν έμαθα ποτέ σωστά ελληνικά. Αλλά επειδή ζούσα σε ένα σπίτι, όπου μιλούσαν ωραία ελληνικά άνθρωποι μορφωμένοι, ο πατέρας μου, η μάνα μου, το αυτί μου έμαθε ελληνικά, όπως μαθαίνει ένα παιδί σε ένα σπίτι, όπου η οικογένειά του ασχολείται με μουσική. Κι έτσι, το αυτί μου έμαθε ελληνικά, καλά ελληνικά, του δρόμου, ας πούμε του καλού δρόμου.
– Μπήκατε νωρίς στην Καθημερινή;
– Όχι. Έκανα ζωή εντελώς εκτός εφημερίδος. Έκανα πολύ σπορ, ήμουνα πολύ καλή κολυμβήτρια, είχα κόσμο, άρχισα τις εκδρομές, άρχισα τα ταξίδια πολύ νέα και μετά ήθελα κάτι να κάνω στην εφημερίδα, αλλά όχι που να έχει σχέση με δημοσιογραφία. Δεν το ‘θελε κι ο πατέρας μου καθόλου.
22 Δεκεμβρίου 1967. Αφιξη της Ελένης Βλάχου στην είσοδο του BBC ήταν η πρώτη είδηση που μεταδόθηκε από την αγγλική τηλεόραση.
– Το πρώτο σας ξεκίνημα στην εφημερίδα;
– Λογιστήριο τρία χρόνια. Κρατούσα το ταμείο.
– Πώς αρχίσατε να γράφετε στην εφημερίδα;
– Πρέπει να προχωρήσουμε. Πάμε σε γάμο, σε ταξίδι γάμου, όπου είχαμε την τύχη να μας καλέσει ένας εφοπλιστής, ο κ. Ρεθύμνης, που είχε ένα μεγάλο καράβι καινούργιο, που έφευγε για την Άπω Ανατολή. Μας λέει, αυτό το καράβι το καινούργιο, έχει μία καμπίνα για δύο καλεσμένους. Ελάτε. Και νιόπαντροι ξεκινήσαμε αυτό το ταξίδι. Αυτό το ταξίδι όπως είναι φυσικό, είχε πάρα πολλές εντυπώσεις. Ιαπωνία, Κίνα, Ταϊλάνδη, Μαλαισία.
– Ποια χρονιά;
– Το 1935. Εκεί άρχισα να σκέπτομαι να γράψω κάτι. Μια περιγραφή. Και γύρω μου ο καπετάνιος, ο καπετάν Μήτσος, ο άντρας μου, με προέτρεπαν: “Γράψε κάτι, εσύ τα λες ωραία. Γράψε κάτι”. Και πράγματι, κάθισα, έγραψα κι έστειλα μία πρώτη περιγραφή στην τύχη. Πολύ αργότερα, δηλαδή, πολλούς μήνες μετά, γιατί άργησε αυτό το ταξίδι. Μπήκε στην Καθημερινή στην πρώτη σελίδα με τίτλο «Εντυπώσεις της κυρίας Ελένης Αρβανιτίδη» όπως με λέγανε τότε και μία απολογία του Γεωργίου Βλάχου, που έλεγε, “οι αναγνώσται οι οποίοι θα εκπλαγούν ίσως με το όνομα της άγνωστης κυρίας πρέπει να σκεφθούν ότι το δημοσιεύω και το δημοσιεύω στην πρώτη σελίδα, διότι τυχαίνει η κυρία Αρβανιτίδη να είναι κόρη μου”.
– Παράλληλα, είχατε πάθος με τη φωτογραφία.
– Ναι, και φωτογραφία και άλλα πράγματα.
– Απλώς φωτογραφίζατε;
– Εκτύπωνα, εμφάνιζα, είχα στούντιο, είχα βρει ένα παλιό μπάνιο και το ‘χα κάνει στούντιο, εκτυπωτήριο. Έκανα όλο το παιχνίδι της φωτογραφίας, το οποίο άλλωστε αν το μάθεις από πολύ νέος, είναι το πιο συναρπαστικό. Την ώρα εκείνη, μέσα στο μπάνιο με τα χημικά, που αυτό το πράγμα, που δεν έχει ακόμα ούτε σχέδιο, ούτε τίποτα, αρχίζει να εμφανίζεται και δείχνει ανθρώπους, δέντρα, πράγματα και το κουνάς λιγάκι κι όσο το κουνάς ζωντανεύει και παίρνει τη ζωή τη δική του όπως τη θέλεις. Είναι συναρπαστικό.
– Πώς σας βρίσκει ο πόλεμος;
– Με βρίσκει έτοιμη, αν μπορώ να πω. Δηλαδή δεν είχα δυσκολία να βλέπω ότι το μέλλον πάει καλά ή πάει άσχημα ή έρχεται πόλεμος ή δεν έρχεται. Κι επειδή είδα ότι έρχεται πόλεμος, αποφάσισα να πάω σε νοσοκομείο, στον Ερυθρό Σταυρό. Έκανα μάθημα νοσηλευτικό. Και όταν έφθασε ο πόλεμος, είχα τη χαρά να είμαι κιόλας με διπλώματα. Πήγα πλέον σε νοσοκομείο και κατευθείαν σε χειρουργείο. Ήμουνα πολύ προχωρημένη.
– Σας απασχόλησε το ενδεχόμενο πανεπιστημιακών σπουδών;
– Όταν γύρισα από τη Γενεύη κι είχα κάπως μορφωθεί, πραγματικά ήθελα να πάω στο Πανεπιστήμιο. Μου λέει ο πατέρας μου: “Αφού δεν ξέρεις Ελληνικά, πώς θα πας;” Λέω: “Πρόσεξε, έχω μάθει καλά Χημεία, Μαθηματικά κλπ. Γενικά, θα τα περάσω κάπως. Θα μελετήσω το καλοκαίρι”. Πράγματι, αυτό έκανα κι έδωσα εξετάσεις. Και περνούσα κάπως. Οπότε έφτασε το μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών. Εκεί, δεν ήμουνα πολύ έξυπνη. Αντί να δώσω μια άσπρη κόλλα και να πω “λιποθύμησα”, έγραφα. Ο,τι άκουγα, έγραφα. Και μετά από λίγες μέρες, έρχονται τα γραπτά πίσω και σηκώνεται ένας καθηγητής, ο οποίος λέει: “Έχω εδώ ένα χαρτί μοναδικό, με 680 λάθη. Ποια είναι αυτή η Ελένη Βλάχου;” Εγώ σηκώθηκα, μάλλον αισιόδοξη: “Εγώ, κύριε καθηγητά”. “Από πού είσαι, παιδί μου;” ρωτάει. Λέω: “Από δω, από τας Αθήνας”. “Τι σχέση έχεις με τους Βλάχους;” “Κόρη”, του λέω. “Κόρη ποιανού, του Γιώργου;” “Κόρη του Γιώργου”. “Δηλαδή, μου λέει, είσαι εγγονή του Αγγέλου του Βλάχου και εγγονή του Κωνσταντίνου Κόντου;” “Μάλιστα, κύριε καθηγητά”, εγώ πάντοτε αισιόδοξη. Και σηκώνεται και με πιάνει από το αυτί και με πετάει στο δρόμο. Πήγαινε να πεις στον πατέρα σου ότι σε διώξαμε. Όταν γύρισα πίσω λέω του μπαμπά: “Τέλειωσα και δεν μπήκα. Δικαίως”.
– H είδηση της έναρξης του πολέμου πώς έφτασε;
– Κοιτάξτε, ήτανε πραγματικά κάτι το απίστευτο. Ο πατέρας μου ήταν πολύ κοντά τότε με όλους και την κυβέρνηση και τα πρώτα ονόματα. Και το ‘μαθε αμέσως, μέσα στη νύχτα δηλαδή, μόλις έγινε η συνάντηση (σ.σ. του πρωθυπουργού Ι. Μεταξά) με τον Ιταλό πρέσβη. Με πήρε στο τηλέφωνο και μου λέει: “Κατέβα στην Καθημερινή, έχουμε πόλεμο. Θα στείλω να σε πάρουν”. Πράγματι, βγήκα στο δρόμο – τότε καθόμουν σε ένα μικρό δρομάκι εδώ κοντά, οδός Μινέρμου – και ξαφνικά είδα κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Είδα τον πόλεμο να μπαίνει μέσα στα σπίτια. Δηλαδή, άκουγες ένα τηλέφωνο μέσα στη νύχτα. Και μετά ένα φως. Και μετά ένα άλλο φως στο πλαϊνό δωμάτιο. Και μετά άλλο τηλέφωνο και μετά άλλο φως κι άνοιγε ένα παντζούρι και μιλούσανε. Και ξαφνικά μέσα στο δρόμο, είχε μπει ο πόλεμος κι είχε αλλάξει η ζωή.
– Τι έγινε με την Καθημερινή στο διάστημα της Κατοχής;
– Όταν μπήκαν οι Γερμανοί, έκαναν την προσπάθεια να αγοράσουν όλες τις εφημερίδες. Έκαναν πρόταση, ο πατέρας μου δεν δέχθηκε να πουλήσει την εφημερίδα και οι Γερμανοί, πολύ απλά, πέταξαν έξω τον πατέρα μου και μένα και καμιά δεκαριά άλλους. Έβαλαν έναν άνθρωπο να τη διευθύνει. Δεν ασχολήθηκαν πια με την Καθημερινή των Βλάχων. Αν μπορώ να κάνω ένα πήδημα, αυτό μου έδωσε ένα μάθημα. Όταν θέλησα να κλείσω την Καθημερινή επί χούντας, δεν είπα θα την κλείσω, δεν είπα τίποτα. Είπα: “Στάσου να δούμε”. Διότι φοβήθηκα μήπως κάνουν το ίδιο που έκαναν οι Γερμανοί. Να βάλουν έναν άνθρωπο να τη διευθύνει και διώξουν εμάς.
– Πράγμα που δεν έγινε.
– Γιατί δεν το πιστεύανε. Δεν θέλω να πηδήξω τόσα χρόνια μπροστά, αλλά δεν πιστεύανε ότι ήθελα να κλείσω την Καθημερινή.
– Μετά την Κατοχή, επανεκδίδεται η Καθημερινή και αρχίζετε το χρονογράφημα;
– Είναι περίεργο ο άνθρωπος που γράφει, ο ένας γράφει ποιήματα, ο άλλος γράφει μυθιστορήματα, ο άλλος γράφει κάτι άλλο. Εμένα αυτό το οποίο μου πήγε αμέσως, είναι το μικρό σχήμα. Ήταν η πρώτη μέρα που ξανάβγαινε η Καθημερινή, 2 Φεβρουαρίου του 1945. Όλον εκείνο τον καιρό ήμουνα στο νοσοκομείο, ήμουνα νοσοκόμα. Ξαναμπήκαμε σε ένα γραφείο χωρίς τίποτα, χωρίς χαρτιά, χωρίς ρολόγια, χωρίς τηλέφωνα, χωρίς τίποτα. Και να σας πω κάτι, είχαμε ξαναμπεί μετά τον Δεκέμβριο, που είχανε βάλει φωτιά σε όλη την περιοχή. Η Καθημερινή μόνο σώθηκε. Μου λέει λοιπόν, ο πατέρας μου: “Γράψε κάτι για την Καθημερινή. Του λέω: “Τι να γράψω;” “Γράψε κάτι για το γούρι στην πρώτη σελίδα”. Και γράφω κάτι και μάλιστα ο τίτλος ήταν «Αναμονή». Το παίρνει ο πατέρας μου, δημοσιογράφος, του βάζει έναν τίτλο επίκαιρο από πάνω κι ένα «Ε» από κάτω. Το στέλνει στο τυπογραφείο.
– Πράγμα που συνεχίστηκε δεκαετίες.
– Βεβαίως. Την άλλη μέρα, λέω στον πατέρα μου: “Να γράψω κι άλλο;” “Ε, όχι, μου λέει, γιατί θα νομίζουν ότι θες να γράψεις χρονογράφημα”. “Δεν θέλω λέω, αλλά έχω μια ιδέα. Να μην την γράψω;” “Γράψε” απάντησε.
– Από τότε μπαίνει στη ζωή σας η δημοσιογραφία.
– Και η Καθημερινή και το χρονογράφημα, ειδικώς. Πριν, είχα μπει στην εφημερίδα, ζούσα στην εφημερίδα, αλλά αυτό το καθημερινό – γιατί τότε έγραφα τρεις φορές την εβδομάδα – η παρακολούθηση της επικαιρότητος, με ένα μάτι κάπως ελεύθερο, ζωηρό, ανεξάρτητο, ήταν σημαντικό. Δεν μπόρεσα από τότε να κάνω τίποτα άλλο. Γνώρισα κόσμο, έκανα συνεντεύξεις, έγραψα περιγραφές. Δεν πέτυχα όμως αυτή την επικοινωνία με το κοινό, που πέτυχα με αυτό το μικρό, το οποίο στη δημοσιογραφική τυπογραφική γλώσσα το λέγανε «γραβάτα». Στείλε μας τη «γραβάτα», κυρία Ελένη. Αργήσατε με τη «γραβάτα». Επειδή ήταν ένα μονόστηλο στην πρώτη σελίδα.
– Για σας τι είναι το γράψιμο;
– Δουλειά. Ώρα. Δεν είναι ούτε αυτό που λένε να έχεις έμπνευση, να πας σε ένα ωραίο μέρος, τίποτα απ’ αυτά. Θα καθίσεις, χαρτί, μολύβι και συγκέντρωση.
– Μετά τον θάνατο του πατέρα, βάρος ευθύνης;
– Όχι, δεν είχα κανένα άγχος διότι ήτανε άρρωστος ο πατέρας μου πολλά χρόνια και μου είχε δώσει πάρα πολλές δουλειές, ευθύνες, από καιρό. Και μπορώ να πω ότι ήτανε πολύ πιο εύκολο να διευθύνω την Καθημερινή, όταν πέθανε ο πατέρας μου και ήμουνα πια μόνη, παρά όταν δεν ήμουνα μόνη, αλλά ήτανε ζωντανός και όλοι γύρω θέλανε να ξέρουν ότι αυτά που λέω ή αυτά που κάνω είχανε την εντολή από τον Βλάχο. Ασχέτως αν ο ίδιος ήταν στο νοσοκομείο στο εξωτερικό. Όχι, δεν είχα καμία δυσκολία, επειδή είχα μεγαλώσει μέσα σε αυτόν τον κόσμο. Σε πολλά πράγματα, σου λένε αν έχεις έναν σπουδαίο πατέρα, είναι πολύ δύσκολα στη ζωή. Αυτά είναι λόγια. Πολύ πιο εύκολο είναι να εκτοξευθείς στη ζωή και σε ένα επάγγελμα αν έχεις ένα πατέρα γνωστό. Τώρα βέβαια, αν είσαι τελείως ανίκανος και δεν έχεις τίποτα μέσα σου, ανεβαίνεις όπως ανεβαίνει ο πύραυλος και μετά πέφτεις.
– Το διάστημα της επαφής με τη δημόσια ζωή, ποια σημαντικά πρόσωπα θυμάστε;
– Κοιτάξτε, αυτό είναι ένα από τα μεγάλα προνόμια της εργασίας του δημοσιογράφου. Ακόμα κι ένας μικρός δημοσιογράφος περνάει πόρτες, που άλλος δεν περνάει. Βέβαια, κι εγώ ακολούθησα αυτόν το δρόμο. Ο άνθρωπος που μου έκανε πρώτα τη μεγαλύτερη εντύπωση ήταν ο Κεμάλ, τον οποίο είχα συναντήσει στην Κωνσταντινούπολη και στην Άγκυρα, όταν πήγαμε τότε για το Ελληνοτουρκικό Σύμφωνο, με τον πατέρα μου ως δημοσιογράφοι.
– Τι σας έκανε εντύπωση;
– Δεν ξέρω. Οπτικώς νομίζω. Είχε κάτι το άγριο. Το μάτι, είχε κάτι το πραγματικά εντυπωσιακό. Ενώ, έσκασα στα γέλια – δηλαδή μέσα μου- όταν γνώρισα τον Χίτλερ. Όχι δεν μου έκανε καμία άλλη εντύπωση, παρά αυτήν του γελοίου αμέσως. Όπως κι ο Μουσολίνι, με τον οποίο ταξίδεψα δεκαπέντε μέρες, τότε.
– Τον Χίτλερ πού τον γνωρίσατε;
– Στους Ολυμπιακούς του Βερολίνου. Και ήμουνα πολύ τυχερή, διότι ήταν τότε 1.500 δημοσιογράφοι ξένοι και είμαστε καμιά ογδονταριά μόνο γυναίκες. Εγώ ήμουν η νεωτέρα και είχα πάρα πολλές ευκαιρίες να πλησιάσω και να του μιλήσω. Μάλιστα, τότε οι δικοί μας συνάδελφοι που ήταν μαζί, με κοροϊδεύανε ότι είχα ερωτευθεί τον Γκέμπελς. Γιατί τον Γκέμπελς, τον Γκέριγκ και τον Χίτλερ, τους είχα γνωρίσει πολύ καλά. Ο Αλέκος ο Λιδωρίκης είχε γράψει στην «Ακρόπολη», διάφορα αστεία για μένα.
– Ποιες προσωπικότητες, σαν έκαναν εντύπωση;
– Από ό,τι θυμάμαι αυτή τη στιγμή, ο Ρούσβελτ πολύ. Όπως είπαμε, δεν ξέρω εάν το είπα, καθόλου ο Χίτλερ, καθόλου ο Μουσολίνι. Ήταν ένας τύπος όπερα, μπορώ να πω. Και άλλοι, τους οποίους θυμάμαι σποραδικά. Όπως ο Οπενχάιμερ. Ήταν εκπληκτικός ως προσωπικότητα, ως άνθρωπος και ως ευφυΐα. Και πολλοί άνθρωποι των γραμμάτων, οι Γκριν, τα δύο αδέλφια. Ήταν πολύ φίλοι μου.
– Να περάσουμε και στην Ελλάδα…
– Μπορώ να πω ότι ίσως αυτός ο οποίος θα μου μείνει περισσότερα χρόνια, ήτανε ο Κωστάκης ο Τσάτσος, ο οποίος ως σκέψη, ως άνθρωπος, ως διάθεση ζωής, είχε φινέτσα, ήταν εκπληκτικός. Αλλά, τους έχω γνωρίσει όλους. Ίσως να μην μπορείτε να μαντέψετε ότι και ο Γεώργιος Παπανδρέου έχει περάσει ως αρθρογράφος της Καθημερινής.
– Δεν το γνώριζα.
– Δεν είναι καινούργιο, αλλά πόσα πράγματα περνάνε στην Ελλάδα χωρίς να τα ξέρουμε! Εκείνη την εποχή ο Γεώργιος Παπανδρέου περνούσε μία πραγματική εγκατάλειψη από τον κόσμο του. Γιατί τώρα όλοι αυτοί που φωνάζουν ο «Γέρος της Δημοκρατίας» και “ο μεγάλος”, τον είχαν εγκαταλείψει σε ένα ράφι στην Πάτρα; Δεν έβγαινε ούτε βουλευτής ο Γεώργιος Παπανδρέου. Και αναγκάστηκε να πλησιάσει τον Παπάγο και την Καθημερινή κι εμάς, για να μπορέσει να παρουσιαστεί με τον Συναγερμό στις εκλογές του ‘51, αν δεν κάνω λάθος, και να βγει βουλευτής με τον Συναγερμό. Και τότε βέβαια, τον είχα γνωρίσει πολύ καλά. Ήταν ένας χαριτωμένος άνθρωπος.
– Κάνατε παρεμβάσεις στην πολιτική ζωή του τόπου, λόγω της ισχύος που είχε η εφημερίδα, την οποία διευθύνατε επί τόσα χρόνια;
– Αυτό που λέτε δεν αναιρεί, ότι είχατε προσωπικές πολιτικές συμπάθειες σε συγκεκριμένα πρόσωπα, τα οποία αναφέρονταν συχνότερα στην Καθημερινή. Ακόμα κι αυτό, είναι παρέμβαση.
– Ναι. Αλλά μπορώ να πω – και σ’ αυτό έχετε απόλυτο δίκιο – ότι η συμπάθεια αυτή έβγαινε από τις στήλες της εφημερίδος. Όχι από διαδρόμους και μυστικές συνεννοήσεις. Καταλαβαίνετε τι θέλω να πω; Φαινότανε δηλαδή, από τις στήλες της εφημερίδας ότι εμείς είχαμε συμπάθεια σε αυτούς, άλλοτε με τον Γιώργο Ράλλη, άλλοτε με τον Ντίνο τον Τσαλδάρη. Φαινότανε. Δεν υπήρχε μυστικισμός.
– Έχετε βαθιά γνώση του πολιτικού γίγνεσθαι στον τόπο;
– Μα, νομίζω, όχι περισσότερο από τον τελευταίο πολιτικό συντάκτη.
-Αυτό, βέβαια, ηχεί λίγο περίεργα.
– Όχι, σας βεβαιώνω. Ίσως μάλιστα ο μικρός, ο νέος πολιτικός συντάκτης, ο οποίος μπαίνει σε μία εφημερίδα, να είναι πιο φανατικός και να ενδιαφέρεται περισσότερο για το τι γίνεται στον κόσμο της πολιτικής, από έναν άνθρωπο ο οποίος έχει γεννηθεί και μεγαλώσει όλη του τη ζωή στην πολιτική.
–Με τη μεταπολίτευση, δεχθήκατε να μπείτε στη Βουλή με τιμητική θέση στο ψηφοδέλτιο της Νέας Δημοκρατίας.
-Κοιτάξτε, αυτό ήτανε συνδυασμός. Πρώτον, με κολάκευσε διότι μου δώσανε τη δεύτερη θέση στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας. Πρώτος ήτανε ο Στεφανόπουλος, νομίζω, δεύτερη εγώ, τρίτος ο Τσάτσος μετά από μένα. Με κολάκευσε. Έπειτα είχα μια περιέργεια να δω τι γίνεται στη Βουλή. Πώς εργάζεται, πού πηγαίνει.
–Και τι είδατε;
-Απογοητεύθηκα σχεδόν αμέσως. Τραγικά απογοητεύθηκα.
–Γιατί;
-Γιατί ήταν το πιο βαρετό πράγμα, το οποίο είχα γνωρίσει. Εγώ είχα πάει σε πολλά Κοινοβούλια και στην Αγγλία και παντού. Κι ήταν τρομερά ενδιαφέρον αυτό που γινότανε. Στην Ελλάδα, μόλις σηκωνόταν κάποιος να μιλήσει, έφευγαν όλοι και πηγαίναν στο καφενείο και τον άφηναν να μιλάει μόνος του. Είχα ζητήσει τη βοήθεια δύο έμπειρων κοινοβουλευτικών, είχα ζητήσει να κάθομαι δεξιά στον Παπασπύρου και αριστερά στον Ρέντη και να μου λένε. Λοιπόν, εγώ καθόμουνα και άκουγα έναν άνθρωπο να λέει μια απάτη, ένα ψέμα. Είχα σκοπό να μιλήσω. “Κάτσε κάτω”, μου έλεγαν. “Μα δεν ακούτε τι λέει;” “Δεν πειράζει, κάτσε κάτω”. “Πώς θα τον αφήσομε να λέει τέτοια πράγματα;” “Εδώ, δεν μπορείς να ανακατευτείς”. “Ε, πότε θα ανακατευθώ;” “Πρέπει να τα γράψεις, να γράψεις στο Προεδρείο, να πεις ότι θέλεις να μιλήσεις”. Ε, δεν γίνεται έτσι.
–Δεν υπήρχε γόνιμος διάλογος;
-Ναι. Και γύριζα πίσω στην εφημερίδα κι αυτά που ήθελα να πω τα έγραφα εκείνο το βράδυ. Έκανα κάτι δηλαδή, το οποίο δεν ήταν και πολύ έντιμο.
–Υποκαθιστούσατε το βήμα της Βουλής με την εφημερίδα;
-Έναντι των ανθρώπων εκείνων, οι οποίοι δεν είχανε εφημερίδα και δεν μπορούσαν να κάνουν αυτό που έκανα εγώ. Γύριζα το βράδυ κι έκανα την πολιτική μου από την εφημερίδα. “Δεν είναι σωστό κι αυτό”, είπα. “Κάτσε, περίμενε, θα μάθεις”. Δεν έμαθα ποτέ. Δεν έφυγα ποτέ.
–Παραμείνατε σε όλη τη θητεία της Βουλής;
-Ναι. Αλλά δεν με θέλανε κιόλας. Γιατί με είχαν βάλει σε διάφορες επιτροπές και δεν με καλούσαν. Ήμουνα μπελάς. Διότι είχα τις ιδέες μου, πράγμα που δεν πρέπει να έχεις. Και σας βεβαιώνω, ότι πιο βαρετό πράγμα από την ελληνική Βουλή δεν υπάρχει. Ποιο καφενείο; Το καφενείο είναι χάρμα.
–Να γυρίσουμε στη μεταπολεμική περίοδο μέχρι και το 1967.
-Εγώ, να σας πω, έζησα αυτά τα χρόνια με δυσκολία. Γιατί μου κάνατε μια ερώτηση για την Καθημερινή, η οποία έχει μια άλλη απάντηση από αυτή που σας έδωσα. Δηλαδή, ενώ διηύθυνα την εφημερίδα, ήξερα τη δουλειά, ήμουνα editor, δεν με άκουγαν πολλοί. οι δικοί μου, ο Ζαφειρόπουλος, ο Αντωνακάκης, ο Σπανόπουλος. Μου έλεγαν: “Ναι, Ελενάκι μου, καλά Ελένη μου, έχεις δίκιο, αλλά άφησέ μας να κάνουμε τη δουλειά μας, καλά πάμε την εφημερίδα”. Είχανε ο καθένας δικούς του ανθρώπους και εγώ επαναστάτησα. Με τον τρόπο τον οποίο ήξερα να επαναστατήσω. Έβγαλα άλλη εφημερίδα.
–Τη Μεσημβρινή. Πότε;
-Το ‘61 νομίζω. Δηλαδή, όταν είδα ότι δεν βγαίνει, τους το είπα: “Κοιτάξτε, εγώ θα βγάλω δικιά μου εφημερίδα”. “Τι; Θα βγάλετε δικιά σας εφημερίδα τώρα; Έχετε την Καθημερινή. “Όχι, θα βγάλω δικιά μου εφημερίδα και θα κάνω ότι θέλω”. Έπεσε πάγος τότε, νόμιζαν ότι θα καταστραφούμε όλοι, ότι θα κάψω την Καθημερινή, ότι θα φάω όλα τα λεφτά, ότι δεν θα έχουν πια στέγη.
–Τους διαψεύσατε πανηγυρικά.
-Ναι. Θυμάμαι ότι έκανα μια επανάσταση δημοσιογραφικώς. Μου έλεγαν όλοι «καλά κυρία Ελένη, μην μας λες τίποτα – γιατί κρατούσα μυστικά – πες μας μόνον ποιος θα κάνει την τελευταία σελίδα». Γιατί ξέρετε για την απογευματινή εφημερίδα η τελευταία σελίδα είναι το παν. Μια μέρα τους κάλεσα. Λέω: “Επειδή αυτή η ιστορία της τελευταίας σελίδας σας έχει στενοχωρήσει πολύ, θα σας πω. Δεν θα έχει τελευταία σελίδα”. Ήταν μια επανάσταση. “Δεν θα έχει τελευταία σελίδα, τότε τι θα έχει;” “Τα πάντα. Καμία εφημερίδα δεν έχει το σύστημα ή μάλλον το σχέδιο της ελληνικής εφημερίδας έως τότε, το να είναι η πρώτη και η τελευταία σελίδα, σαν ένα είδος εξώφυλλου και όλες οι σελίδες μέσα να είναι περιοδικό”. Η είδηση δεν γλιστρούσε, δεν πήγαινε τρίτη, τέταρτη, πέμπτη σελίδα. Η Μεσημβρινή το άλλαξε αυτό. Πραγματικά έκανε επανάσταση. Έβαλε φωτογραφίες, αθλητικά, πέρασε όλη την ύλη παντού, έδωσε άλλο σχήμα, άλλο ύφος, άλλο είδος και ήταν μια τρομερά πετυχημένη εφημερίδα.
–Εκτός από τη Μεσημβρινή, είχατε και άλλα έντυπα.
-Ναι, οι Εικόνες είχαν βγει πριν. Η Εκλογή ήταν ακόμα πιο παλιά, εν τω μεταξύ είχα ξεκινήσει τις εκδόσεις Γαλαξίας που ήταν κι αυτό μια μεγάλη επιτυχία και ξεκίνησε λίγο σαν παιχνίδι, για να υπάρχει ένα φτηνό καλό βιβλίο. Πήγαιναν όλα καλά. Εάν δεν είχε έρθει η χούντα…
–Πώς μάθατε ότι έγινε δικτατορία;
-Αυτό μπορώ να σας το κάνω ένα ωραίο δώρο. Εκείνο το βράδυ, πάλι όπως συνέβη με τον πόλεμο, μου τηλεφώνησαν, ήρθε τρεις η ώρα το πρωί ο Κωστάκης ( σ.σ. ο σύζυγός της Kώστας Λούνδρας) και μου λέει: “Κάτι συμβαίνει στην Αθήνα. Δεν ξέρω τι, βλέπω τανκς. Πάμε στην εφημερίδα”. Πήγαμε στην εφημερίδα κι άρχισε αμέσως να φαίνεται ότι υπάρχει κάποια στρατιωτική κίνηση. Να μην σας τα πολυλογώ, εγώ είχα πάντοτε μανία με μαγνητόφωνα και τώρα έχω ένα κομπιουτεράκι δικό μου στην «Καθημερινή» και έβαλα μπροστά ένα μαγνητόφωνο. Και το κράτησα δύο 24ωρα αυτό το μαγνητόφωνο. Δηλαδή από τη νύχτα που καθίσαμε μέσα και άρχισε να γίνεται γνωστό ότι κάτι συμβαίνει. Ήρθε ένα παιδί, “Έπιασαν τον Κανελλόπουλο” λέει. Αυτό ήταν το πρώτο. Το προφτάσαμε και το βγάλαμε, βγάλαμε μια έκδοση της Καθημερινής γιατί έβγαινε έως εκείνη την ώρα κανονικά.
– Και προλάβατε τρεις το πρωί;
– Προλάβαμε, γιατί η Καθημερινή έβγαινε στις τρεις-τέσσερις το πρωί. Αυτά τα τωρινά τα τεμπέλικα, που κλείνουν οι εφημερίδες τα μεσάνυχτα και πάνε όλοι να κοιμηθούν δεν υπήρχαν τότε. Βάλαμε την είδηση, τι συμβαίνει κλπ. Και άρχισε η αγωνία. Και πρέπει να πω ότι αυτό το tape ( σ.σ. μαγνητοταινία ) το οποίο το έχω ολόκληρο – το έχουν μάλιστα πάρει από το BBC, το έχουν μεταφράσει και μεταδώσει, το έχει ακούσει και το Στρασβούργο – έχει όλη την αγωνία εκείνης της νύχτας.
– Ποιες οι πρώτες εκτιμήσεις;
– Είμαστε καμιά εικοσαριά άνθρωποι, δημοσιογράφοι, και λέγαμε: “Τι θα γίνει; Τι είναι αυτό; Και πέσαμε διάνα. Θα είναι μια καταστροφή, θα έρθουν άνθρωποι σαν αεροπειρατές να πάρουν τον τόπο για το δικό τους συμφέρον. Θα πουν ότι κινδυνεύουμε από κομμουνιστές, ψέμματα. Δηλαδή είναι γραμμένα πράγματα τα οποία είναι ανατριχιαστικά. Αλήθεια σας λέω.
–Η εφημερίδα κυκλοφόρησε και το μοναδικό της φύλλο επί χούντας ήταν αυτό.
-Ναι. Εν τω μεταξύ έρχονται αξιωματικοί, κλείνει το τυπογραφείο, κλείνει το πιεστήριο, κλείνουν την πόρτα μας και μένουμε μέσα.
-Πότε αποφασίσατε διακοπή της έκδοσης της εφημερίδας;
-Το είχα στο νου μου και ο Κωστάκης κι εγώ και μερικοί δικοί μας. Ερχόταν η δικτατορία. Δεν ξέραμε πώς και πότε. Αν ξέραμε μέρες και ποιοι, θα είχαμε κάνει κάτι πιο έξυπνο. Το βλέπαμε ότι κάτι γινόταν, κάτι μαγειρευόταν. Κι εγώ είχα αποφασίσει να την κλείσω, είχα βάλει και χρήματα στην άκρη, για να μπορέσω να την κλείσω. Είχα σκοπό να το κάνω μαλακά, γιατί το φοβόμουν. Πράγματι, το άλλο πρωί δεν βγήκε η «Καθημερινή» και οι άλλες εφημερίδες, το φύλλο της Παρασκευής. Εμείς βγάλαμε ένα φύλλο, οι άλλες δεν ξαναέβγαλαν. Το Σάββατο όμως βγήκαν όλες, γιατί την Παρασκευή το μεσημέρι εστάλη από τη δικτατορία ένας κύριος, απεσταλμένος του Υπουργείου Τύπου με διαταγές: “Η κυρία Βλάχου; Αυτό είναι το χαρτί. Σας παρακαλώ πολύ να ακολουθήσετε αυτές τις διαταγές της νέας στρατιωτικής κυβερνήσεως”.
–Που σήμαινε, να τυπώνετε ότι ήθελε η κυβέρνηση των συνταγματαρχών.
– Ναι. Φώναξα τότε τους δικούς μου, τους λέω “Δεν θα βγούμε αύριο και θα δούμε για μεθαύριο και για αντιμεθαύριο”. Ανησύχησε τρομερά η στρατιωτική κυβέρνηση και σε αυτή την καρέκλα που κάθεστε, κατέφθασε ο Παττακός κάποιο βράδυ.
–Ο οποίος σας ζήτησε…
-Ο οποίος μου είπε ότι “εμείς το κίνημα το κάναμε για σας κυρία Βλάχου, για να σας προστατεύσουμε. Για μας η «Καθημερινή» είναι το Ευαγγέλιο, δεν πρόκειται να την πειράξουμε καθόλου. Δεν πρόκειται να υπάρχει καμία απαγόρευση για την Καθημερινή, μόνο για τους άλλους”.
–Τι εντύπωση σας έκανε;
-Ηλιθίου. Ενώ ο Παπαδόπουλος ήταν έξυπνος, άλλο συμπαθής ή αντιπαθής, ήταν ένας έξυπνος άνθρωπος. Ο Παττακός ήταν φαινόμενο, ήταν για θέατρο, για αθηναϊκή επιθεώρηση.
–Ο Παπαδόπουλος, έξυπνος;
-Ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος απαντούσε και είχες μια επικοινωνία, έστω και με διαφωνία. Μου έλεγε: “Εγώ θα σας αναγκάσω να βγάλετε την Καθημερινή”. Και του έλεγα: “Μα πώς; Θα με κλείσετε μέσα; Θα με τουφεκίσετε; Να με αναγκάσετε να βγάλω την Καθημερινή δεν μπορείτε”.
—Σας είχαν περιορίσει στο σπίτι;
–Όχι ακόμα. Με άφησαν ήσυχη εντελώς. Σταμάτησε η εφημερίδα, σταμάτησαν οι Εικόνες, σταμάτησε η Μεσημβρινή, σταμάτησαν όλα και με είχαν αφήσει ήσυχη. Και είχαν την πεποίθηση ότι “ασ’ την, χαϊδεμένη είναι, μεγάλη γυναίκα είναι, θα αλλάξει ιδέα. Άσε να περάσει λίγος καιρός, θα δει το πράγμα. Δεν μπορεί να κάνει αλλιώς”. Και τους έπεισα να κάνουν υπομονή και έκαναν υπομονή. Κι εγώ μιλούσα αβέρτα, έγραφα αβέρτα, έβριζα, κατά τρόπο, δηλαδή, πολύ ενοχλητικό. Και μια μέρα το βαρέθηκαν και έστειλαν άνθρωπο της Ασφαλείας να με πιάσει.
– Σας συνέλαβαν ή σας περιόρισαν;
-Με συλλάβανε πρώτα, με πήγαν Στρατοδικείο να μου κάνουν μια ανάκριση, μήπως θέλω να τα παρατήσω. Πάντοτε, το θέμα τους ήταν να βγάλω την εφημερίδα, ακόμα και τότε. “Κυρία Βλάχου βγάλτε την εφημερίδα και όλα θα είναι εντάξει” έλεγαν.
– Πώς φύγατε από την Ελλάδα;
– Με έβαλαν εδώ μέσα υπό περιορισμό, με έναν φύλακα στην πόρτα από έξω και έναν φύλακα κάτω. Και είπαν: “Ούτε τηλέφωνο, ούτε χαρτιά, ούτε άνθρωπο, ούτε κανέναν, τελείωσε, δεν θα έχετε καμία επικοινωνία”. Και τότε είχα και τη μεγάλη επιτυχία, γιατί το είχα προετοιμάσει, να έχω στείλει υλικό στις ξένες εφημερίδες και βγήκε την άλλη Κυριακή πρωτοσέλιδο σε όλες με φωτογραφίες δικές μου. H κυρία Βλάχου μας στέλνει αυτό το γράμμα, μην σταματήσετε να χτυπάτε τη χούντα, είναι απατεώνες κλπ. Κάθισα δύο μήνες μέσα, έως ότου ο Κωστάκης και φίλοι του προσπάθησαν να μου οργανώσουν φυγή. Τα έκαναν θάλασσα, σαν αγγλική κωμωδία, από αυτές που όλα είναι στραβά. Έφυγα από εδώ νύχτα, από τη μια ταράτσα στην άλλη.
–Παρόλα αυτά, διαφύγατε.
-Ναι, από τη μια ταράτσα στην άλλη.
– Περιστατικά από την αντιδικτατορική δράση σας;
– Ήταν πάρα πολλά. Μόλις έφτασα στο Λονδίνο, διαπίστωσα ότι οι συνταγματάρχες είχαν κάνει τρομερά έξοδα για τις δημόσιες σχέσεις της χούντας. Είχαν ανοίξει του κόσμου τα γραφεία, είχαν εξαγοράσει Άγγλους βουλευτές, είχαν εξαγοράσει εφημερίδες και προχωρούσαν προς μια τρομερά πετυχημένη διαφήμιση. Οπότε, αυτός ο Άγγλος υπεύθυνος (σ.σ. δημοσίων σχέσεων της χούντας) έκανε το λάθος να δώσει ένα γράμμα που του είχε στείλει ο Παπαδόπουλος να τον συγχαρεί σε κάποιον άλλον Άγγλο. Αυτό, δεν ξέρω πώς, έφτασε στα χέρια μου. Το πήγα στην εφημερίδα Sunday Times και έγινε του χαμού. Όλες οι εφημερίδες το έβγαλαν, διότι έγραφε μέσα αυτός, ότι εξαγόρασε τον τάδε Άγγλο, εξαγόρασε τον τάδε βουλευτή και τα λοιπά.
– Σκάνδαλο ολκής.
– Σκάνδαλο ολκής. Πάει το γραφείο, πάνε τα εκατομμύρια, πάει και ο Λούνδρας ο σύζυγός μου στη φυλακή.
–Ο σύζυγός σας έμεινε στην Ελλάδα;
– Ναι και υπέστη πολλά τότε.
–Εσείς βγάλατε εφημερίδα στο Λονδίνο;
-Έβγαλα μια μικρή εφημερίδα, την οποία τότε μου την έκλεισαν εκβιαστικά, γιατί έβαλαν τον Κωστάκη φυλακή, σε απομόνωση, και είπαν δεν πρόκειται να δει μέρα, αν δεν κλείσει η εφημερίδα της Βλάχου. Την έκλεισα.
–Πολλοί σας αποδίδουν παρεμβάσεις στα πολιτικά πράγματα, κυρίως, σας ταύτισαν με το παλάτι.
-Τίποτα. Αυτό είναι μια κανονική υπερβολή. Όταν στην Ελλάδα θεωρήσουν ότι είσαι ένα κοσμικό πρόσωπο… Εμένα με λένε η “κοσμική κυρία Βλάχου” κι εγώ δεν πάω ποτέ πουθενά, δεν δέχομαι προσκλήσεις εδώ και σαράντα χρόνια. Όχι γιατί έχω τίποτα. Βαριέμαι. Μόλις είναι παραπάνω από δέκα άνθρωποι κάπου, εγώ δεν πάω. Αλλά, είμαι “κοσμική, Κολωνακιώτισσα κλπ”. Το ίδιο με το παλάτι. Ούτε ο πατέρας μου τα είχε καλά, ούτε εγώ τα είχα καλά. Χωρίς να πω, ότι ήμουν εναντίον του θεσμού, καθόλου. Ούτε ήμουν αντιβασιλική. Αλλά δεν μου πήγαινε η ατμόσφαιρα. Δεν θέλησα ποτέ να φορέσω αυτές τις στολές που φορούσαν οι κυρίες της Φρειδερίκης. Με καλούσαν και δεν πήγαινα. Τέτοια πράγματα… Διότι είχα κάτι άλλο να κάνω. Αλλά είχα μεγάλο σεβασμό για τον Παύλο, ο οποίος ήταν ένας θαυμάσιος χριστιανός, καλός άνθρωπος.
–Ως προσωπικότητα;
-Ως προσωπικότητα. Ήταν πάρα πολύ αγαθός και άνθρωπος καλής θελήσεως. Η βασίλισσα Φρειδερίκη, την οποία γνώριζα καλά, ήταν πάρα πολύ Γερμανίδα. Δηλαδή, είχε αυτό που έχουν οι Γερμανοί. Να είναι καμιά φορά τρομερά φιλική, υπερβολικά, να σου δημιουργεί σχεδόν πρόβλημα από την οικειότητα, και λίγο μετά, την άλλη μέρα, να είναι ψυχρή, πριγκιπέσα και να ζητάει δηλαδή σεβασμούς. Θυμάμαι, τώρα που μου το λέτε, σαν και τώρα τον Μελά ο οποίος ήταν ένας από τους ανθρώπους του παλατιού, που μου ήρθε στην Καθημερινή και μου λέει: “Ξέρεις, έχω να σου διαβιβάσω μια παράκληση της βασιλίσσης. Όταν τη χαιρετάς εσύ κάνεις υπόκλιση;” Λέω: “Μια μικρή υπόκλιση κάνω”. “Θέλει να της φιλάς το χέρι, λέει, θα της έκανε ευχαρίστηση”. “Δεν είσαι καλά του λέω. Εγώ θα της φιλήσω το χέρι; Πιο μικρή από μένα, θα κάθομαι εγώ να φιλάω το χέρι σε μια γυναίκα; Ποτέ”. “ Έλα καημένη Ελένη, μου λέει, είσαι δύσκολη”. “Δύσκολη, ξεδύσκολη, του απαντώ, να μην πεις καν ότι μου το είπες”. Πράγματι λοιπόν άρχισε αυτή η ιστορία και μερικές κυρίες, η κυρία Παπάγου και άλλες, της φιλούσαν το χέρι.
–Δεν στηρίξατε το παλάτι;
-Όχι. Δεν υπάρχει θέμα. Αν θέλουν να μου το τοποθετήσουν, με την ατμόσφαιρα της φαντασίας και της παραμυθολογίας που υπάρχει στην Ελλάδα, δεν μπορώ να κάνω τίποτα.
–Πού είστε τοποθετημένη πολιτικά;
-Είμαι συντηρητική.
–Η ζωή σας δεν δείχνει συντηρητισμό.
-Μα, γι’ αυτό σας λέω, συντηρητική δεν ξέρω τι θα πει. Με συγχωρείτε, αλλά θα σας το πω κι αυτό. Υπάρχει ένα μυθιστόρημα που λέγεται «Γκατοπάρντο». Υπάρχει ένας γέρος πρίγκηπας Σικελός, μάλλον ξεπεσμένος, ο οποίος έχει το γιο του και του κάνει μάθημα. Του λέει: “Άκου παιδάκι μου, εάν θέλεις τα πράγματα να μείνουν όπως έχουν, πρέπει να αλλάξω”. Αυτό είναι η πραγματική φιλοσοφία του ανθρώπου. Θέλουμε να μείνουν τα πράγματα όπως έχουν; Δηλαδή θέλουμε να έχουμε εκκλησία, να έχουμε θεσμούς, να έχουμε οικογένεια; Πρέπει να αλλάξουμε.
–Μεταπολίτευση. Επιστρέψατε στην Ελλάδα, επανεκδίδεται η Καθημερινή.
– Δεν ήταν κάτι στιγμιαίο. Όταν γύρισα στην Ελλάδα, πρέπει να σας το πω αυτό, είναι δημοσιογραφική ιστορία, αντιμετώπισα μια καταστροφή άσχετη με την Καθημερινή. Οι άνθρωποι δεν διάβαζαν πια πρωινή εφημερίδα.
–Γιατί δεν την βγάλατε μεσημβρινή;
-Μα, διότι εγώ ήθελα την Καθημερινή του πατέρα μου, δεν ήθελα το παιχνίδι που είχα κάνει εγώ. Η Μεσημβρινή ήταν παιχνίδι διασκεδαστικό, έβγαζε χρήματα. Η ιστορική εφημερίδα ήταν η πρωινή Καθημερινή και όταν έφυγα εγώ το 1967 πουλούσε τριάντα χιλιάδες φύλλα. Και το Βήμα επίσης. Η Ακρόπολις πουλούσε εξήντα χιλιάδες. Και γυρίζω κύριε Δουατζή και βρήκα έναν κόσμο, ο οποίος δεν ήθελε να διαβάσει πρωινή εφημερίδα.
–Ποιος ο λόγος πώλησης της Καθημερινής;
-Ότι η Καθημερινή υπήρξε μια εκδοτική αποτυχία και βρέθηκα χρεωμένη. Βρέθηκα με μηχανές παλιές, βρέθηκα με μια κυρία Βλάχου παλιά – κι ας λέτε εσείς – και είδα ότι το πράγμα δεν μπορεί να συνεχιστεί πια έτσι.
–Γιατί στον Κοσκωτά η Καθημερινή;
-Διότι, επί δύο χρόνια αναζητούσα αγοραστή. Όλοι οι άλλοι αγοραστές ήταν χειρότεροι από τον Κοσκωτά. Είχαν χρέη, όσα είχα κι εγώ. Ερχόντουσαν και μου έλεγαν: “Θέλω να αγοράσω την Καθημερινή». Έλεγα: “Καλά, εσύ χρωστάς λεφτά, όπως οι Μποτσαίοι οι οποίοι το έκαναν ίδρυμα”. Μου έλεγαν: “Γιατί δεν το κάνεις ίδρυμα;” Λέω: “Μα τα ιδρύματα γίνονται βάσει πλούτου και όχι βάσει χρεών. Τώρα το ίδρυμα Μπότση κάθε χρόνο – θα με συγχωρήσετε αλλά θα το πω – είναι εντελώς γελοίο να δίνει βραβεία και να κλείνει την εφημερίδα (σ.σ. την εφημερίδα Aκρόπολις).
– Ήταν καθαρά οικονομική επιλογή;
– Δεν έβγαινε πια η Καθημερινή. Μετά από δύο-τρία χρόνια, έκανα πια ό,τι μπορούσα για να πουλιέται το πρωί, έφερα μηχανάκια, δημιούργησα παιδιά-διανομείς, δεν έβγαινε όμως.
–Εξαντλήσατε τα όρια.
-Εξήντλησα τα όρια και εν τω μεταξύ χρεωνόμουν διότι δεν έβγαινα. Κι έχω και δυο παιδιά, διότι μέσα στα οικογενειακά μου ο Κωστάκης ο άνδρας μου είχε δύο αγόρια τα οποία εγώ υιοθέτησα εδώ και τριάντα χρόνια. Και τα αγαπώ και με αγαπάνε και δεν είχα διάθεση να τους αφήσω ένα ερείπιο καταχρεωμένο. Είπαμε μια μέρα ότι πρέπει να την πουλήσουμε.
–Μα, στον Κοσκωτά;
-Ο Κοσκωτάς όταν ήρθε σε μένα, ήταν ένας νέος άνθρωπος με πολύ καλό όνομα, διευθυντής τραπέζης και ο οποίος είχε οργανώσει και δημιουργήσει τα καλύτερα τυπογραφεία και πιεστήρια της Ευρώπης. Pώτησα τον Καρρά, τον διευθυντή της Τράπεζας Κρήτης: “Δεν μου λες Γιάννη, γιατί πούλησες την τράπεζα στον Κοσκωτά;” Μου λέει: “Είναι καταπληκτικό πρόσωπο”.
–Είχατε εκφραστεί πολύ θετικά για τον Kοσκωτά.
-Μα, δεν είχα κανένα λόγο, ούτε έχω κανένα λόγο αυτή τη στιγμή να πω ότι με γέλασε. Βέβαια, δεν ήξερα ότι ήταν απατεών. Ποιος μπορούσε να φανταστεί ότι ένας άνθρωπος που τοποθετεί πέντε εκατομμύρια δολάρια για μηχανήματα, χτίζει πέντε σπίτια, κάνει πέντε παιδιά, έχει σκοπό όλα αυτά τα πράγματα να τα πετάξει στον τενεκέ; Θα μου πείτε ήταν ένας χαρισματικός απατεώνας, αλλά θα μου επιτρέψετε να σας πω ότι όλοι οι απατεώνες είναι χαρισματικοί.
–Αλλιώς, δεν θα ήταν απατεώνες;
-Όχι. Δεν θα είχαν πετύχει τον σκοπό τους ως απατεώνες, αν δεν ήταν χαρισματικοί. Αυτός καθόταν απέναντί μου και μου έλεγε: “Κυρία Βλάχου σας δίνω το λόγο της τιμής μου, ποτέ δεν θα μετανοήσετε που πουλήσατε την Καθημερινή σε μένα”.
–Και σας έπεισε.
– Αν δεν τον είχαν πιάσει, αν δεν είχαν καταστραφεί, γιατί εγώ νομίζω ότι κάπου έμπλεξε κι αυτός, δεν θα είχα μετανοήσει. Aπό τα δύο χρόνια τα οποία πέρασε η Καθημερινή, ένα χρόνο υπό διεύθυνση Κοσκωτά, ήταν πρώτης τάξεως. Ρωτήστε τον Mίμη Παπαπαναγιώτου ( σ.σ. διευθυντής της εφημερίδας τότε) πώς λειτουργούσε.
–Μέσα από αυτή την πολυκύμαντη ζωή, ποιες οι αξίες σας;
-Τώρα πάμε σε φιλοσοφία. Φεύγουμε από την απάτη και φτάνουμε στη φιλοσοφία.
–Ζωή είναι και τα δύο.
-Πιστεύω πάρα πολύ στη σημασία της γενναιότητος. Και όταν λέω γενναιότης, δεν εννοώ τον στρατιώτη που σκοτώνεται κλπ. Εννοώ τον άνθρωπο, ο οποίος έχει τη γενναιότητα των πεποιθήσεών του. Δηλαδή, που πιστεύει σε κάτι κι αυτό το οποίο πιστεύει το υπερασπίζεται γενναία και είναι ειλικρινής. Και βεβαίως την εντιμότητα. Να μην γελιόμαστε.
–Φοβάστε;
-Τους γιατρούς μόνο.
–Τον θάνατο;
-Όχι. Είχα μια περίεργη φιλική διάθεση και από μικρό παιδί τη χαρίζω στον ένα, τη χαρίζω στον άλλο. Τον φόβο τον κρατούσα για τους γιατρούς, για την αρρώστια. Όχι για τον θάνατο. Και μάλιστα, μπορώ να πω ότι πάντοτε, εδώ και πολλά χρόνια, είχα τη διάθεση να εξασφαλίσω τη δυνατότητα να πω ένα αντίο κι ένα ευχαριστώ. Ξέρετε, όπως φεύγει κανείς από ένα ωραίο πάρτι, ένα ωραίο γεύμα, μια ωραία δεξίωση. Στην πόρτα σταματάς και λες σε κάποιον: “Ευχαριστώ πάρα πολύ. Ήταν πάρα πολύ ωραία”. Θα ήθελα να έχω τη δυνατότητα να πω το “ευχαριστώ πάρα πολύ”, σε έναν δικό μου άνθρωπο. Αλλά, να το πω ειλικρινά, χωρίς καμία διάθεση μελαγχολίας, ούτε υπερβολής αισθηματικής. Aπλά, “Ευχαριστώ πάρα πολύ. Ήταν πάρα πολύ ωραία. Ήταν μια ζωή στην οποία γνώρισα πολύ κόσμο, πολλούς ανθρώπους, οι οποίοι ήταν αξίας. Είχα τύχη με τους ανθρώπους, ικανοποίησα τις περιέργειές μου, ικανοποίησα τις φιλοδοξίες μου. Είχα και τις κακές στιγμές, οι οποίες δίνουν τον αντίκτυπο της καλής στιγμής. Αλλιώς, δεν μπορείς να τις ξεχωρίσεις αν δεν έχεις και τα δυσάρεστα. Και ομολογώ, ότι αυτό το ευχαριστώ στη ζωή το λέω τώρα, που ακόμα δεν είναι η ώρα του, αλλά αν προφτάσω να το πω, θα το πω.
–Η γνώμη σας για τους σημερινούς Έλληνες;
-Οι Έλληνες τελευταίως έχουν πάθει μια καθίζηση.
–Πιστεύετε στους νέους μας;
-Ναι. Πιστεύω και έχω και την εντύπωση ότι θα μας βοηθήσουν σε λίγα χρόνια. Αυτό το οποίο δεν πιστεύω, και το οποίο νομίζω ότι είναι καταστρεπτικό, είναι το σπίτι και το σχολείο. Το παιδί δεν έχει αγωγή, διότι δεν τη δίνει ούτε το σπίτι, ούτε το σχολείο, ούτε και τα μέσα επικοινωνίας.
– Η άποψή σας, για τα μέσα ενημέρωσης; Για τους νέους δημοσιογράφους;
-Εκεί έχω μια σαφεστάτη γνώμη. Κανένας αυτή τη στιγμή δεν εργάζεται σωστά, κανένας δεν γράφει καλά στις εφημερίδες. Διότι, κανένας δεν έχει καιρό πλέον. Υπάρχει αυτή η πολλή εργασία, η οποία έρχεται βέβαια από μια λογική ανάγκη χρημάτων, γιατί η ζωή έχει δημιουργηθεί τέτοια. Εδώ έχεις ένα παιδί τριών χρονών το οποίο θέλει λεφτά για να αγοράσει την τσίχλα του. Άλλοτε έπρεπε να φτάσει τα δεκαπέντε για να ζητήσει λεφτά από τους γονείς του. Δεν έχουν τη δυνατότητα να συγκεντρωθούν στην εργασία τους, οι περισσότεροι άνθρωποι των εφημερίδων ή είναι λίγοι αυτοί οι οποίοι αναγκάζονται να θυσιάσουν πολύ περισσότερο, απ’ ότι ίσως θα είχαν σκοπό ή πάντως πολύ περισσότερο από άλλους.
–Για τις Ελληνίδες, τι λέτε;
-Δεν μπορώ να πω τίποτα, διότι εγώ ήμουν τυχερή. Ήμουν μόνη μου σε μια δουλειά που ήταν όλο άνδρες. Δεν μου έκανε καμία δυσκολία το ότι ήμουν γυναίκα. Αλλά, πιστεύω, αυτή τη στιγμή ειλικρινά, ότι οι γυναίκες πάνε καλύτερα από ό,τι πάνε οι άνδρες. Νομίζω ότι εργάζονται πάρα πολύ καλά. Αναγκάζονται να δώσουν εξετάσεις με άριστα, για να περάσουν εκεί που περνάνε οι άνδρες με τους μισούς βαθμούς.
– H πολιτική κατάσταση;
-Έχει πέσει η ποιότης της ζωής, η ποιότης της πολιτικής καταστάσεως, η ποιότης των ανθρώπων. Αυτό συμβαίνει. Γίνεται ένα σκαλοπάτι, κατεβαίνει και μετά ξανανεβαίνει. Τώρα, είμαστε χαμηλά, είμαστε χαμηλά στο ήθος.
–Είστε αισιόδοξη;
-Ναι. Μετά από είκοσι χρόνια θα πάμε καλά. Πάντως για τα πρώτα δέκα, βλέπω να περνάμε μια εποχή λίγο τύπου Ιταλίας, με αναστάτωση πολιτική. Δεν βλέπω πως θα στρώσει. Αυτή τη στιγμή το κράτος είναι φτωχό και οι Έλληνες πλούσιοι. Μπορεί το κράτος να είναι ανάστατο και οι Έλληνες να ευτυχούν.
-Η μεγαλύτερη λύπη και η μεγαλύτερη χαρά;
-Μεγαλύτερη λύπη, όταν πέθανε ο πατέρας μου, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Μεγαλύτερη χαρά… Πρέπει να πω αυτό που μου έκανε μεγάλη χαρά, είναι η επιτυχία του βιβλίου που έβγαλα τα Στιγμιότυπα. Πρώτον, ότι κατόρθωσα να το γράψω ανάμεσα στη δουλειά μου – έγραφα κάθε Κυριακή εδώ πέντε χρόνια – και δεύτερον, ότι… έδεσε που λέμε. Πώς λένε για ένα γλυκό ότι έδεσε, ότι αυτό το γράψιμο πέντε χρόνων έδεσε και βγήκε ένα βιβλίο το οποίο είχε πολύ μεγάλη επιτυχία. Πούλησε εικοσιπέντε-τριάντα χιλιάδες αντίτυπα, έβγαλε χρήματα και έφερε την παρουσία μου σε χιλιάδες ελληνικές βιβλιοθήκες. Όπου αισθάνομαι, σαν να έχω βάλει ένα παιδί δικό μου, το οποίο έχει πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες επιβιώσεως από ό,τι έχω εγώ. Και το βιβλίο του πατέρα μου που βγήκε τώρα, το οποίο είναι ωραιότατο με τα άρθρα του, κι αυτό μου έχει κάνει χαρά.
–Στις δύσκολες στιγμές ακουμπάτε στον Θεό;
-Ας το αφήσουμε αυτό. Δεν είναι σωστό αυτή τη στιγμή να πει κανένας ούτε όχι, ούτε ναι.
–Θα θέλατε να πείτε κάτι για το κλείσιμο της συζήτησης;
-Θα ήθελα να δω τους Έλληνες να αντιλαμβάνονται λίγο καλύτερα τις δυνατότητες και την ευτυχία που μπορεί να τους δώσει η Ελλάδα.