Οι δυο προηγούμενοι καλοί φίλοι μου, Ο Τζάμπο και ο Τέρκα, έχουν φύγει από καιρό. Ο πιο πρόσφατος, ο καλός, αγαπημένος, όμορφος Ρες, μετράει τις μέρες ή τις ώρες που του απομένουν…
Γεννήθηκα σε ένα σπίτι που ήδη υπήρχαν ζώα. Ένα θηλυκό λυκόσκυλο, η Μπέλα και μια ολόμαυρη γατούλα, η Αραπίτσα, που ήταν και η αγαπημένη της μητέρας μου. Έτσι έμαθα από πολύ μικρός να θεωρώ, ότι τα ζώα είναι κάτι σαν μέλος μιας οικογένειας. Δεν θυμάμαι καθόλου πως ήταν η ζωή μου με την Μπέλα και την Αραπίτσα. Για κάποιο λόγο το μυαλό μου δεν κατέγραψε καθόλου τις εμπειρίες μου μαζί τους, πέρα από το ότι ήταν μέλη της οικογένειας. Το μόνο που θυμάμαι από αυτήν την εποχή, ήταν να παίζω με μια ρόδα, στον κήπο ή στη αυλή και να κάνω ότι ήταν αυτοκίνητο, καθώς την τσούλαγα.
Η μόνη άλλη ανάμνηση από το πρώτο σπίτι της ζωής μου,ήταν η πρώτη φορά που θύμωσα. Το σπίτι ήταν διόροφο και μέσα από την εξώπορτα υπήρχε μια μεγάλη ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στον επάνω όροφο, που έμενε μια άλλη οικογένεια. Εκεί μαζευόμασταν και παίζαμε με τα άλλα πιτσιρίκια της γειτονιάς. Μια μέρα, εκεί που παίζαμε – πρέπει να ήμουν τεσσάρων ετών – πέρασε μια γάτα από την σκάλα ανεβαίνοντας προς τα πάνω. Το παιδί που ήταν λίγο πιο πάνω στην σκάλα, μόλις πέρασε η γάτα από δίπλα του την άρπαξε αό την ούρα και άρχισε να την τραβολογάει. Είναι αυτό που λένε “μου άναψαν τα λαμπάκια” μόλις τον είδα να τυραννάει έτσι την γάτα. Του έδωσα μια και τον μάλωσα πολύ γι αυτό που έκανε.
Από τότε θυμώνω με ανθρώπους που κακοποιούν ζώα, ή ανθρώπους ή οτιδήποτε είναι πιο αδύναμο από ελα ίδιους.
Αρκετά χρόνια αργότερα, όταν ήμουν γύρω στα εικοσιτρία και τα είχα φτιάξει με την πρώτη μου κοπέλα, την Σάντυ, βρεθήκαμε να έχουμε ένα θηλυκό λυκόσκυλο στο σπίτι, που δεν θυμάμαι καθόλου πως βρέθηκε εκεί. Ήταν δικό της, το είχαμε βρει μαζί; Δεν θυμάμαι καθόλου. ήταν ένα πολύ καλότροπο και παιχνιδιάρικο λυκόσκυλο, που άκουγε ότι της έλεγες. Κατά πάσα πιθανότητα ήταν δικό της γιατί όταν χωρίσαμε, έμεινε μαζί της.
Τότε κατάλαβα δυο πράγματα. Ότι τα σκυλιά που μου άρεσαν ιδιαίτερα ήταν τα λυκόσκυλα. Το δεύτερο που κατάλαβα, τελείως λανθασμένα τότε, είναι ότι τα σκυλιά κάνουν ότι τους λες και αυτό το πλήρωσα αργότερα με τον Τζάμπο.
Ήμουν στα είκοσιεφτά μου και έμενα σε ένα δικό μου σπίτι στο Ψυχικό. Συνάντησα τον Τζάμπο, όταν ήταν σχεδόν δύο μηνών, ένα ωραίο καφέ και μαύρο λυκοσκυλάκι, με εκείνες τις μεγάλες πατούσες που έχουν τα σκυλιά, που πρόκειται να γίνουν μεγαλόσωμα. Ο Τζάμπο έγινε το πρώτο δικό μου λυκόσκυλο και καθώς μεγάλωνε γινόταν από εκείνα τα επιβλητικά λυκόσκυλα ράτσας. Όλα πήγαιναν καλά και ο Τζάμπο είχε γίνει ήδη εννέα μηνών, όταν μια μέρα βρεθήκαμε με έναν φίλο μου, τον Βαγγέλη Τσαγκάρη, κάπου στην Γλυφάδα και είχε κι εκείνος μαζί του ένα υπέροχο κατάμαυρο βελγικό λυκόσκυλο, τον Ρας. Κάναμε βόλτες κάπου και εκεί και τα σκυλιά έπαιζαν. Ο Ρας άκουγε άμεσα όποιο παράγγελμα του έλεγε ο Βαγγέλης. Του έλεγε “έλα” και ο Ρας ερχόταν. Του έλεγε “sit” και ο Ρας καθόταν, ακόμη και όταν ο Βαγγέλης πήγαινε μακριά, μέχρι να του πει “έλα”. Ο Τζάμπο “πέρα βρέχει”. Του έλεγα “έλα” και έφευγε. Γενικώς έκανε ότι του ερχόταν, χωρίς να δίνει καμιά σημασία στο τι του φώναζα. “Ρε συ, τι κάνεις;” μου είπε ο Βαγγέλης ” ο Τζάμπο είναι μεγάλο σκυλί και θα γίνει ακόμη πιο μεγάλο. Δεν του έχεις μάθει ακόμη τίποτα; Τα μεγάλα σκυλιά μπορούν να γίνουν επικίνδυνα. Πρέπει να το μάθεις αμέσως να σε ακούει”.
Μάλιστα. Από εκείνη τη μέρα άρχισα να του κάνω μαθήματα. Κάναμε βόλτες, τα βράδια συνήθως και αρχίσαμε μαθήματα με το “stop” “sit” “έλα” κλπ. Αλλού ήταν το πρόβλημα. Μια μέρα είχαμε πάει για μπάνιο σε ένα λιμανάκι κάπου στην Πελοπόννησο. Μπήκα στη θάλασσα, ήταν και βαθούτσικα, ο Τζάμπο μπήκε κι αυτός στην θάλασσα και είχε κολυμπώντας κοντά και μετά με τα μπροστινά του πόδια, άρχισε να παίζει με το κεφάλι μου, μέχρι που κόντεψε να ,με πνίξει. Βγήκαμε έξω και ήμουν κάπως λίγο νευριασμένος γιατί δεν άκουγε καθόλου που του έλεγα να σταματήσει. Καθόμασταν σε κάτι βραχάκια στην παραλία αφού βγήκαμε, ήταν ήδη σούρουπο κάποιοι άλλοι είχαν μπει στην θ άλασσα και ο Τζάμπο ετοιμαζόταν να βουτήξει κι αυτός. “Τώρα θα πνίξει κανέναν” σκεφτόμουν και τον άρπαξα από την ουρά πριν προλάβει να βουτήξει. Χωρίς να με ακούει ο Τζάμπο προσπαθούσε να βουτήξει. Νευριασμένος καθώς ήμουν του έδωσα μια με το χέρι στα πλάγια του πισινού του. Δεν είναι καλό να χτυπάς ένα ζώο σε άλλο σημείο και αρκεί να το κάνεις με μια εφημερίδα, όταν χρειάζεται να του μάθεις κάτι. Δεν πονάει αλλά ο θόρυβος που κάνει η εφημερίδα, του μαθαίνει περισσότερα. Που να βρω εφημερίδα στην παραλία. Ο Τζάμπο γύρισε και με κοίταξε παραξενεμένος, καθώς δεν είχε συμβεί κάτι τέτοιο. Οπότε του έδωσα και μια δεύτερη. Ο Τζάμπο δεν περίμενε την τρίτη. Έχετε δει ποτέ πως κάνουν τα σκυλιά όταν πρόκειται να χυμήξουν; Ζαρώνουν την μύτη τους και ανοίγουν το στόμα έτσι που να προβάλουν οι κυνόδοντες. Κάτι σαν τον Δράκουλα με μορφή σκύλου. Δεν τον είχα ξαναδεί έτσι. Ώσπου να καταλάβω τι γινόταν χύμηξε επάνω μου κα μου άρπαξε το δεξί χέρι που τον είχε χτυπήσει και το έκανε ζαχαροκάλαμο. Δεν άνοιξε τρύπες το δάγκωμα του. Ήταν γρήγορες δαγκωματιές μου άρχισαν από τον καρπό και κατέληξαν στον αγκώνα. Δεν είχα φανταστεί ποτέ πόσο πολύ πονάει το δάγκωμα ενός σκυλιού. Εκτός από τον πόνο, αυτά τα συνεχή μικρά δαγκώματα είχαν χτυπήσει όλα τα νεύρα που υπάρχουν στον βραχίονα και το χέρι μου ήταν σαν παράλυτο.
Στα επόμενα χρόνια που πέρασα με τον Τζάμπο κατάλαβα ένα πράγμα. Ο Τζάμπο δεχόταν όλα τα παραγγέλματα από μένα. Ακόμη και γάτα να κυνηγούσε αν του φώναζα “στοπ” , σταματούσε. Ένα πράγμα δεν δεχόταν. Να του κάνω το αφεντικό. Η αντιδικία μας σ’ αυτό το θέμα κράτησε όσα χρόνια έζησε. Πρέπει να μου επιτέθηκε τουλάχιστον πενήντα φορές και πάντα στο χέρι μου που το είχε καταγράψει ως “εχθρό”.
Το αγάπησα πολύ τον Τζάμπο και ένας από τους λόγους ήταν ότι ποτέ δεν δαμάστηκε. Έμεινε για όλη τη ζωή του ένα “θηρίο” που δεν δεχόταν να έχει αφεντικό. Ο Τζάμπο δεν έζησε πολύ. Στα οκτώ του και ενώ ήταν στην ακμή του, έπαθε καλαζάρ και σε μερικές μέρες “έφυγε”.
Ήταν φίλος μου, αλλά δεν έγινα ποτέ το “αφεντικό” του.
Ο Τέρκα ήταν το δεύτερο λυκόσκυλο στην ζωή μου. Ανήκε κατ’ αρχάς στον ανιψιό μου το Ευάγγελο και την φίλη του, αλλά μετά τον χωρισμό του ζευγαριού κατέληξε στον μεγάλο περιφραγμένο κήπο που είχαμε στο Μαρούσι. Ο Τέρκα είχε εκπαιδευτεί από μικρός και άκουγε όλα τα παραγγέλματα, αλλά πρέπει να πέρασε μια τραυματική εμπειρία όταν μετά από την ζωή με τα αφεντικά του έμεινε μόνος του σε έναν πολύ μεγάλο κήπο και για αυτό τριγύριζε ή καθόταν εκεί πάντα μελαγχολικός. Έτσι αποφάσισα να το υιοθετήσω. Τον είχα μαζί μου στο αυτοκίνητο τον είχα μαζί μου στο γραφείο, τον είχα μαζί μου στο σπίτι, το είχα μαζί μου σχεδόν όπου πήγαινα. Ο Τέρκα ήταν ένας τζέντλεμαν. Ωραίος και περήφανος, άκουγε τα πάντα και δεν προκαλούσε ποτέ προβλήματα. Θα αγρίευε μόνο αν αισθανόταν ότι κάποιος ή κάτι απειλούσε το αφεντικό του, ή αν σε κάποια σπάνια περίπτωση συναντούσε κάποιο άλλο μεγαλόσωμο σκύλο που είχε επιθετικές διαθέσεις.
Ήταν ένας αληθινός φίλος που μπορούσα να το πάρω παντού χωρίς ποτέ να προκαλεί πρόβλημα. Ο Τέρκα μετακόμισε στο γραφείο μόνιμα, όπου πάλι ήμασταν μαζί το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας, όταν γεννήθηκε η πρώτη μου κόρη, η Αφροδίτη. Όλα τα μεγαλόσωμα σκυλιά ακόμη και τα πιο καλά εκπαιδευμένα, μπορούν να γίνουν επικίνδυνα όταν υπάρχουν μωρά στο σπίτι. Μπορεί να το περάσουν για παιχνίδι.
Ο Τέρκα συμπλήρωσε κανονικά το προσδόκιμο ζωής του. Στα δεκαπέντε του περίπου κατέρρευσαν τα πίσω του πόδια τελείως. Ήταν πολύ λυπηρό να βλέπω αυτό το όμορφο, περήφανο ζώο, που ήταν και ένας υπέροχος φίλος, να σέρνεται. Ο κτηνίατρος είπε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να επανέλθει. Το μόνο που έμενε ήταν να τον “κοιμήσουμε”. Τον πήρα αγκαλιά καθώς δεν μπορούσε πια να κινηθεί. Τον κρατούσα αγκαλιά και όταν ο κτηνίατρος του έκανε την πρώτη αναισθητική ένεση. Δεν έμεινα για την δεύτερη ένεση, την θανατηφόρα. Δεν ήθελα να τον δω να φεύγει. Είχαμε “κοιμίσει” παλιότερο ένα σκυλάκι που ζούσε στον κήπο και ένα αυτοκίνητο του είχε σπάσει την λεκάνη και δεν υπήρχε τρόπος να αποκατασταθεί. Το κρατούσα στα χέρια μου όταν έσβηνε. Είναι πολύ λυπηρό να βλέπεις κάτι που ήταν ζωντανό να σβήνει στα χέρια σου. Ακόμη θυμάμαι τα μάτια του καθώς έσβηνε. Δεν ήθελα να το δω αυτό με τον Τέρκα.
To 2008 βρέθηκα να μένω σ’ ένα σπίτι στην Κάτω Κηφισιά – ή Νέα Κηφισιά, δεν ξέρω πως ακριβώς λέγεται αυτή η περιοχή κάτω από την Τατοϊου . Στην ζωή μας έχουμε την εντύπωση πως εμείς παίρνουμε τις αποφάσεις, που οδηγούν τα βήματα μας προς τα εδώ ή προς τα εκεί. Χρειάζεται να περάσουμε πολλά για να αντιληφθούμε πως όλα τα γεγονότα που άλλοτε μοιάζουν να οφείλονται είτε σε δικές μας αποφάσεις, είτε σε αποφάσεις κάποιων άλλων και άλλοτε φαίνονται τυχαία, είναι εξ αρχής προκαθορισμένα. Όλη η ζωή μας, πάνω στην οποία επενεργούν δυνάμεις, άλλες που μπορούν να δουν τα μάτια μας και άλλες που υπάρχουν, αλλά δεν τις βλέπουμε, γιατί βρίσκονται σε ένα επίπεδο που δεν βλέπουν τα μάτια μας, αλλά μόνο η ψυχή μας μπορεί κάποιες στιγμές να τις αντιληφθεί ή και να τις “δει” αμυδρά, γιατί μόνο τόσο μπορούμε να “δούμε” – αυτό που ονομάζουμε “θεία παρέμβαση”, ακολουθούν ένα “Σχέδιο” που υπήρχε για μας, πριν ακόμα γεννηθούμε, πριν ακόμη “γεννηθεί” το σύμπαν. Εμείς παίζουμε τον “ρόλο” που μας έχει “ανατεθεί”, σε μια ζωή που κάθε τι υπακούει σε μια νομοτέλεια που τίποτα δεν μπορεί να την αλλάξει. Ήρθαμε για να ζήσουμε αυτό που έχουμε έρθει να ζήσουμε. Και όπως τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει στο παρελθόν, έτσι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει και στο μέλλον. Είναι όλα εκεί μαζί. Όσα έγιναν έγιναν και όσα πρόκειται να γίνουν είναι ήδη εκεί και περιμένουν. Εμείς μπορούμε να δούμε μόνο το “τώρα” και να θυμηθούμε το παρελθόν και να φανταστούμε ή να επιθυμήσουμε κάποιο μέλλον, όπως θα θέλαμε να διαμορφωθεί. Όμως το μέλλον μας, όπως και το μέλλον όλων των πραγμάτων, ακόμη και των μορίων της σκόνης, θα είναι αυτό που θα είναι. Ένας σούπερ κομπιούτερ που θα μπορούσε να συμπεριλάβει τα πάντα, από τα πιο μικρά μέχρι τα πιο μεγάλη, από τις σταγόνες της βροχής μέχρι τις κινήσεις που κάνουν οι Γαλαξίες, μπορεί να δει το μέλλον στην απόλυτη ακρίβεια του, έτσι όπως έχει καταγράψει και το παρελθόν. Αυτόν τον σούπερ κομπιούτερ δεν θα μπορέσουμε ποτέ να τον φτιάξουμε εμείς. Αυτός ο σούπερ κομπιούτερ είναι ο Θεός, που μέσα του έχει τα πάντα. Και το παρελθόν και το “τώρα” και το μέλλον.
Εκεί που καθόμουν ένα απόγευμα στο σπίτι που έλεγα πιο πάνω, χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο Αλέξανδρος, που είχα κάποιο καιρό να τον ακούσω. “Άρη, τώρα που δεν ζει πια ο Τέρκα, θέλεις να πάρεις ένα πανέμορφο σκυλί;” μου είπε . “Αχ βρε Αλέξανδρε” του είπα “δεν είμαι σε φάση να έχω σκυλί πάλι. Το σπίτι που μένω, είναι διαμέρισμα, έχει μεγάλα μπαλκόνια, αλλά έχει ένα κοινόχρηστο κήπο. Τα σκυλιά είναι καλά να έχουν έναν δικό τους κήπο, που να μπορούν να περνάνε τις ώρες τους ελεύθερα, όταν δεν είσαι εκεί”. “Καλά, πάμε μια βόλτα ως εκεί να δεις τον Ορέστη και αν δεν θέλεις δεν τον παίρνεις” . Ο ήλιος έγερνε στην δύση του και έτσι συμφώνησα να κάνουμε αυτή τη βόλτα.
Φτάσαμε στην Μονή, εκεί που είναι τα κτίρια και οι κήποι της Αρχιεπισκοπής. Πήγαμε σε ένα μικρότερο κήπο και εκεί που καθόμασταν με τον Αλέξανδρο, ο φύλακας έβγαλε δυο μικρά άσπρα κουτάβια, που ήταν δεν ήταν δυο μηνών. Ο Ορέστης,- έτσι το έλεγαν τότε – το λίγο πιο μεγαλόσωμο από αυτά έτρεξε κοντά μου κουνώντας την ουρά του, ενώ η αδελφή του που ήταν λίγο πιο μικρόσωμη ερχόταν από πίσω. “Ω γαμώτο” είπα μέσα μου καθώς με πλησίασε. Ο Ορέστης ήταν το πιο όμορφο σκυλί που είχα δει ποτέ. Ολόασπρος, σε σχήμα λυκόσκυλου, με φουντωτή τρίχα και δυο καταγάλανα μάτια, τόσο γαλανά που καμιά φορά έμοιαζαν άσπρα. Ήταν λίγο “μεταφυσική” η παρουσία του, δεν μπορώ να το περιγράψω αλλιώς. “Τι ράτσα είναι αυτά τα σκυλιά;” ρώτησα τον Αλέξανδρο. “Είναι Siberian Husky” μου είπε ο Αλέξανδρος.
Δεν είχα ξανακούσει αυτή τη ράτσα. Αργότερα έμαθα ότι είναι μια παραλλαγή της γενετικής οικογένειας Spitz. Δεν είναι σαν τα άλλα Χάσκυ που βλέπουμε συχνά εδώ, με την γυριστή ουρά που έχουν ένα μάτι γαλάζιο και ένα καφεκίτρινο. Τα Χάσκυ Σιβηρίας, έχουν σώμα λυκόσκυλου και δυο μάτια γαλάζια. Το τρίχωμα τους είναι συχνά μαύρο επάνω και άσπρο στο κάτω μέρος του σώματος, αλλά μερικές φορές – πιο σπάνια – βγαίνουν κατάλευκα. Και τα μεν και τα δε ζουν σε ψυχρά κλίματα και για αυτό έχουν πιο φουντωτό τρίχωμα. Όπως και τα υπόλοιπα Χάσκυ είναι σκυλιά εργασίας και κουβαλούν έλκηθρα σε διάφορες αποστολές στην Αλάσκα.
“Να πάρει η ευχή” σκεφτόμουν. Δεν είχα καμιά διάθεση να πάρω σκυλί εκείνη την εποχή, αλλά ο Ορέστης ήταν “έρωτας με την πρώτη ματιά”.
Ήξερα ότι δεν γινόταν να τον αποφύγω. “Δεν ήταν σωστό αυτό που έκανες να με φέρεις να τα δω” είπα στον Αλέξανδρο. Ο Αλέξανδρος χαμογέλασε. “Άσε ας μην το συζητάμε, θα τον πάρω του είπα”.
Λίγη ώρα αργότερα μπήκαμε στο αυτοκίνητο και ο Ορέστης βολεύτηκε στο πίσω κάθισμα παίζοντας συγχρόνως. Γύρισα και το κοίταξα.
“Θα αλλάξω το όνομα σου” του είπα “θα κρατήσω μόνο την μεσαία συλλαβή. Από σήμερα θα λέγεσαι Res”
To βράδυ στο σπίτι, ο Ρες παρά την ξαφνική αλλαγή περιβάλλοντος, ήταν εξαιρετικά ευδιάθετος και φιλικός. “Νά’μαστε πάλι” σκεφτόμουν κοιτάζοντας τον. Αλλά ήξερα. Πάντα γίνεται αυτό που επρόκειτο να γίνει.
Ο Ρες μεγάλωσε και έγινε ένα πανέμορφο αξιαγάπητο σκυλί, που όταν τον έβγαζα βόλτα πάντα προκαλούσε επιφωνήματα θαυμασμού, γι’ αυτό του κρέμασα και μια μπλε χάντρα, για να μην ματιάζεται,. Καθώς είχα πια εμπειρία από σκυλιά του είχα μάθει να ακούει όσα παραγγέλματα χρειαζόταν. Και επειδή τα Χάσκυ γενικά έχουν μια τάση να το σκάνε, του έκανα ειδική εκπαίδευση σε ένα περιφραγμένο οικόπεδο εκεί κοντά, με το παράγγελμα “sit” ώστε να μην κουνιέται από την θέση του, ακόμη και όταν απομακρυνόμουν. Καμιά φορά, αργά το βράδυ όταν ήταν έρημος ο φαρδύς δρόμος και το επίσης φαρδύ πεζοδρόμιο, του έλυνα το λουρί που περπατούσε, ώστε να μάθει να περπατάει δίπλα μου χωρίς να απομακρύνεται, κάτι που δεν είναι τόσο εύκολο με τα Χάσκυ. Τα σκυλιά, όταν τα βγάζουμε βόλτα, είναι καλά να τα κρατάμε με το λουρί τους, γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται.
Γενικά ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται απ’ τη μια στιγμή στην άλλη.
O Ρες με τις κόρες μου πριν από 12 χρόνια
Ο Ρες έμεινε μαζί μου γύρω στα πέντε χρόνια. Κοιμόταν σχεδόν πάντα κοντά στα πόδια μου, είτε ήμουν ξαπλωμένος στον καναπέ ή στο κρεβάτι μου. Και έγινε έτσι ο τρίτος πιστός φίλος μου με μορφή σκύλου. Η φιλία που αναπτύσσουν τα σκυλιά με τα αφεντικά τους, αν και δεν μ’ αρέσει η λέξη “αφεντικό”, είναι υπόδειγμα της φιλίας ανάμεσα σε δυο όντα που κάποτε οι δρόμοι τους συναντήθηκαν.
Δεν θυμάμαι πως προέκυψε εκείνη η συζήτηση με την Ντόλυ. Εκείνη μου το πρότεινε ή εγώ; Η Ντόλυ ήταν τότε συγγενής εξ αγχιστείας – καθώς ήταν παντρεμένη με τον αδελφό της δικής μου, δεύτερης συζύγου, της Ευγενίας. Με την Ευγενία έχουμε χωρίσει από χρόνια, αλλά είμαστε πάντα οικογένεια και ο Αλέξανδρος που παντρεύτηκε μετά, είναι “αδελφός” μου και φίλος της καρδιάς μου. Είναι κρίμα τα ζευγάρια που έχουν ζήσει χρόνια μαζί, ιδίως κι αν έχουν αποκτήσει παιδιά, να χάνονται, να απομονώνονται και καμιά φορά να γίνονται και αντίδικοι. Γιατί το μόνο καλό που θα έπρεπε να παραμένει σε μια σχέση, που συχνά ξεκινάει με κάποιον έρωτα, να μείνει σαν απόσταγμα της σχέσης, μια καλή φιλία.
Με την Ντόλυ αφού έχουν λήξει και από τις δυο μεριές οι σχέσεις δεν είμαστε πια εξ αγχιστείας συγγνείς. Έμεινε όμως η φιλία. Εκείνη την μέρα συζητήσαμε για τον Ρες. Η Ντόλυ είχε ένα πλεονέκτημα σε σχέση με μένα. Έμενε σε μονοκατοικία που είχε δικό της κήπο και επίσης είχε πάντα αγάπη για τα σκυλιά, αφού είχε ζήσει κι εκείνη με σκυλιά στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής της. Έτσι συμφωνήσαμε ότι θα περνούσε μια καλύτερη ζωή σε ένα σπίτι με κήπο. Μου ήταν δύσκολο να αποχωριστώ τον Ρες, αλλά ήξερα ότι η ζωή του θα ήταν καλύτερη εκεί. Και μετά τα σπίτια μας ήταν κοντά πέντε λεπτά απόσταση. Όποτε ήθελα μπορούσα να πηγαίνω να τον βλέπω και άμα ήθελα να τον πηγαίνω βόλτες.
Ο Ρες βγήκε εκείνη την μέρα από την καθημερινότητα μου, αλλά δεν έφυγε αυτό το ό,τι κάτι μας συνέδεε. Η φιλία. Και η αγάπη που του είχα.
Όποτε περνούσα από το σπίτι της Ντόλυς, που και η δική της ζωή περνούσε μεγάλες αλλαγές – έγιναν όσα επρόκειτο να γίνουν έτσι κι αλλιώς – ο Ρες που με αναγνώριζε ερχόταν επάνω σηκωνόταν όρθιο και με αγκάλιαζε με τα μπροστινά του πόδια. Η σχέση μας δεν άλλαζε.
Σιγά σιγά οι δικές μου επισκέψεις αραίωναν, όπως γίνεται συχνά. Αλλά όσο αραιές κι αν γίνονταν οι επισκέψεις, ο Ρες, όποτε πήγαινα έκανε το ίδιο καλωσόρισμα.
Και τα χρόνια περνούσαν. Ο Ρες είχε φύγει εδώ και εννιά χρόνια από το σπίτι μου. Και άλλα πέντε που είχε ζήσει μαζί μου, σύνολο δεκατέσσερα. Αν όπως λένε κάθε χρόνος ενός σκύλου, ισούται με εφτά ανθρώπινα χρόνια, ο Ρες πλησίαζε τα 100 για την δική του ζωή. Γρήγορα περνάει ο χρόνος. Ούτε είχα καταλάβει πότε είχαν περάσει αυτά τα δεκατέσσερα χρόνια. Τον είχα γνωρίσει κουτάβι και τώρα πλησίαζε τα εκατό σε σχετικότητα με τον ανθρώπινο χρόνο ζωής.
Το κατάλαβα καλύτερα όταν είχα πάει να τον δω πριν κάποιους μήνες, αρκετούς μήνες, κοντά στον χρόνο. Όταν βγήκα στην αυλή του σπιτιού ο Ρες δεν με αναγνώρισε στο δευτερόλεπτο, όπως γινόταν πάντα πριν. Αλλά όταν με αναγνώρισε ήρθε πάλι κοντά μου κουνώντας την ουρά του, αλλά όχι τρέχοντας. Τα βήματα του είχαν αρχίσει να γίνονται αργά. Όταν ήρθε κοντά προσπάθησε να σηκωθεί να με αγκαλιάσει, αλλά μπορούσε να σηκωθεί μόνο λίγο. Δεν τον βαστούσαν τα πίσω του πόδια.” Να πάρει η ευχή” σκέφτηκα. Ο Ρες δεν θα μπορούσε να μου κάνει ποτέ πάλι το γνώρισμα του αγκάλιασμα. Έτσι γονάτισα εγώ και τον αγκάλιασα. Αισθάνθηκα εκείνη την τρυφερότητα που αισθανόμαστε όταν καταλαβαίνουμε ότι κάποια πράγματα έχουν περάσει πια ανεπιστρεπτί. Πόσους φίλους και πόσες αγαπημένες έχει πάρει μαζί του το πέρασμα του χρόνου. Πόσα μέρη έχουμε επισκεφτεί για τελευταία φορά και δεν το γνωρίζουμε και πόσα “ταξίδια” μας δεν θα ξαναγίνουν ποτέ, ανεξάρτητα από τον πόσο χρόνο έχει ο καθένας μπροστά του. Η γλυκόπικρη τρυφερότητα για “όσα παίρνει ο άνεμος”.
Η Ντόλυ μου τηλεφώνησε ένα μεσημέρι πριν από τρεις μέρες. “Αρούλη” μου είπε ” ο Ρες δεν είναι καλά. Δεν μπορεί πια να σταθεί στα πίσω του πόδια. Σέρνεται με δυσκολία με τα μπροστινά μόνο. Ο γιατρός μου είπε ότι δεν καταλαβαίνει πολλά πράγματα πια. Δεν έχει νόημα έτσι. Τυραννιέται. Λέω να φέρω τον γιατρό το απόγευμα να τον “κοιμήσουμε”. Θέλεις να έρθεις;”. Το περίμενα από καιρό αυτό το τηλεφώνημα. Έτσι όπως γίνει και με τον Τέρκα. ” Δεν ξέρω Ντόλυ. Μάλλον δεν θα έρθω” της είπα. Δεν ξέρω γιατί αρνήθηκα αυτή την επίσκεψη, που θα ήταν και η τελευταία.
Λϊγο αργότερα με πήρε η μικρή μου κόρη η Δέσποινα. “Αρίκλο” μου είπε – έτσι με φωνάζει – “μου έχει είπε η Ντόλυ για τον Ρες. Λέω να πάω να τον δω. Θα έρθεις;”. “Δεν ξέρω Δές – έτσι την φωνάζω – άμα θέλεις πήγαινε. Δεν ξέρω αν θα έρθω…μάλλον δεν θα έρθω. Θα μιλήσουμε “μετά”.
Κάνα δυο ώρες αργότερα με πήρε ο Ντόλυ. “Αρούλη μου, θαύμα ” μου είπε “του έκανε μια ένεση κορτιζόνης ο γιατρός και κατάφερε να σταθεί πάλι και στα τέσσερα του πόδια. Δεν γίνεται αυτό”. “Έχω μια δουλειά αύριο το πρωί και μετά νωρίς το μεσημέρι θα έρθω να τον δω” της απάντησα χωρίς να το σκεφτώ καν.
Δεν ξέρω πως ερμηνεύει ο καθένας την ζωή και τα περίεργα φαινόμενα της. Μερικά πράγματα ο καθένας με το δικό του μυαλό, με την δική του, με το δικό του “κάτι άλλο”, καθώς όλοι -συνήθως μάταια – προσπαθούμε να καταλάβουμε, ποιο είναι το νόημα της ζωής που ζούμε. Καθώς προσπαθούμε να δούμε πέρα από αυτό που βλέπουν τα μάτια μας.
Εγώ υπέθεσα πως ο Ρες ήθελε να συναντηθούμε για τελευταία φορά. Αυθαίρετος ήταν ο συλλογισμός μου…αλλά ποιός ξέρει;. Ήξερα ότι έπρεπε να ξανασυντήσω τον Ρες.
Το επόμενο μεσημέρι γύρω στη μία η ώρα βρέθηκα στο σπίτι της Ντόλυς. Ο Ρες ήταν καθισμένος στα πίσω του πόδια και κοιτούσε το κενό.
Η Ντόλυ πήγε κοντά του και προσεκτικά τον σήκωσε στα τέσσερα πόδια του. Ήταν περίεργο, αλλά ήταν μεγαλύτερος σε μέγεθος από κάθε άλλη φορά. Το πρόσωπο του παρόλη την ηλικία του δεν είχε αλλάξει. Έτσι όπως προχωρούσε με ιδιαίτερη δυσκολία, μια το ένα πόδι, μια το άλλο σιγά σιγά με το κεφάλι λίγο σκυμμένο, αλλά κοιτάζοντας μπροστά, ο Ρες ήταν πιο επιβλητικός από κάθε άλλη φορά. Ήταν σαν να μου έλεγε “φεύγω εγώ, αλλά θέλω να θυμάσαι αυτήν την εικόνα μου”. Πάλι αυθαίρετος ο συλλογισμός μου, αλλά εγώ αυτό το μήνυμα πήρα. Πήγα κοντά του, ανασήκωσα λίγο την μουσούδα του για να με κοιτάξει. Με κοίταξε μεν, αλλά ήταν φανερό πως δεν με αναγνώρισε, Ούτε η ουρά κουνιόταν, ούτε τίποτα. Δεν έχω ιδέα αν καταλάβαινε τίποτα πια.
Κάτσαμε λίγο μέσα με την Ντόλυ σε έναν καναπέ που ήταν δίπλα στην ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Τον κοίταζα έτσι όπως προχωρούσε αργά αργά μια το ένα πόδι μια το άλλο. Όλα με δυσκολία. Πήγε σιγά σιγά εκεί που ήταν το νερό του και ήπιε λίγο. “Άρα κάτι βλέπει, κάτι καταλαβαίνει” σκέφτηκα “δεν έχει φύγει τελείως”.
“Κάτσε δυο λεπτά εδώ Ντόλυ” της είπα “θέλω να πάω να του μιλήσω”.
Βγήκα στο μπαλκόνι και γονάτισα μπροστά του. Ανασήκωσα λίγο την μουσούδα του έτσι ώστε να κοιταζόμαστε. Πήγα ακόμη πιο κοντά και κάρφωσα τα μάτια μου στα δικά του. Άμα ξέρεις πως να το κάνεις, το βλέμμα μπορεί να περάσει την κόρη του ματιού, να περάσει το οπτικό νεύρο και να φτάσει βαθιά μέσα του στο μυαλό του, ή στην ψυχή του ή στο “κάτι άλλο” του. Το βλέμμα μου μπήκε βαθιά μέσα στον Ρες. Έφτασε εκεί που ήταν πέρα από τον Ρες. Είχε φτάσει στο “ον” που έζησε την ζωή του Ρες. Το κατάλαβα από το πετάρισμα που έκανε το μάτι του. Είχαμε “συνδεθεί”.
Του μίλησα με το “κάτι άλλο” μου. “Σε αγάπησα πολύ κι εσένα” του είπα. “Ήσουν πάντα ο αγαπημένος μου, όμορφος Ρες και ότι άλλο είσαι πέρα από αυτό. Θα φύγεις αύριο, μεθαύριο ή κάποια από τις επόμενες μέρες. Δεν ξέρω τι είναι εκεί που θα πας. Υπάρχει κάτι ή δεν υπάρχει τίποτα απολύτως. Εσύ θα το μάθεις σύντομα. Ήσουν φίλος μου… Πολύ… Ίσως κάποια στιγμή, όταν έρθει η ώρα να μάθω κι εγώ τι υπάρχει εκεί έξω και αν το θέλει η τύχη να ξανασυναντηθούμε… Αν είναι ταξίδι αυτό που θα κάνεις, καλό σου ταξίδι”.
Μείναμε έτσι να κοιταζόμαστε λίγο ακόμη. Μετά η “σύνδεση” διακόπηκε.
Έμεινα λίγο ακόμη. Συζητήσαμε με τον Δημήτρη τον άντρα της Ντόλυς και μετά ο Ντόλυ έφερε από το σχολείο την κόρη της την Ζωή, που “φτου να μην την ματιάσω” είναι από τα ωραιότερα πλάσματα που έχω δει.
Φεύγοντας έριξα μια τελευταία ματιά στον Ρες. Είχε κάτσει στα πίσω του πόδια και καθώς στηριζόταν στα μπροστινά του, κοίταζε κάπου μακριά στο κενό. Ό,τι είχαμε να κάνουμε μαζί, είχε ολοκληρωθεί.
Η ζωή είναι αυτό που είναι ή αυτό που νομίζουμε ότι είναι. Δεν υπάρχει τρόπος να κατανοήσουμε τι είναι αυτό μέσα στο οποίο ζούμε, ούτε αυτό που είμαστε εμείς, ούτε και το νόημα του. Κανένας από τους μεγάλους σοφούς που έζησαν σ’ αυτό τον κόσμο, παρά την μεγάλη σοφία τους δεν μπορούν να δουν πέρα από αυτό. Είμαστε άνθρωποι και αυτό σημαίνει ότι περιοριζόμαστε από τις πέντε αισθήσεις μας και από τις τρεις διαστάσεις που αντιλαμβανόμαστε. Υπάρχει και η τέταρτη διάσταση που θεωρητικά είναι ο Χρόνος, παρόλο που επίσης θεωρητικά δεν υπάρχει καθώς ορίζεται ως “κίνηση μέσα στον χώρο”. Για να υπερβούμε αυτό που είμαστε θα έπρεπε να μπορέσουμε να ανέβουμε σε κάποιο άλλο επίπεδο, αλλά κανείς δεν έχει βρει την σκάλα και ούτε καν ξέρουμε πόσα επίπεδα υπάρχουν. Ψάχνουμε τις απαντήσεις “έξω”, αλλά η απάντηση είναι “μέσα” μας. Αλλά ποιος τολμάει να “καταδυθεί” μέσα του, όταν το “μέσα” του καθενός μας, είναι ένα ολόκληρο Σύμπαν. Αυτό που βλέπουμε ως “έξω”, εξελίσσεται στην πραγματικότητα μέσα στον καθένα από εμάς.
Τέλος πάντων, για να μην σα ζαλίζω, υπάρχει ένα μεγάλο κενό στην αντίληψη μας, που κάνει όλα αυτά που θεωρούμε “αληθινά” να μην είναι αληθινά, αλλά παρόλα αυτά αν συγκρουστείς με ότι αποτελεί τη πραγματικότητα μας, διαπιστώνεις ότι αυτή η πραγματικότητα που δεν θα έπρεπε να υπάρχει είναι πολύ σκληρή, γι αυτό καλύτερα να μην πέφτουμε επάνω της.
Από μια άλλη πολύ συγκεκριμένη άποψη η ζωή όλων μας, αποτελείται από μια σειρά “απωλειών”. Αυτά που περνάνε και χάνονται στον χρόνο. Και συνήθως , είναι λογικό, οι απώλειες να μας πονάνε. “Η ζωή είναι ο πιο σκληρός πυγμάχος” είχε πει κάποτε ένας πυγμάχος, ή μπορεί να ήταν και δάσκαλος του Κουνγκ Φου ή μια ατάκα από μια ταινία. Δεν έχει σημασία. Όποιος και να το είπε ισχύει…
Eιτε στα καλύτερα μας βρισκόμαστε, είτε στα χειρότερα μας, είμαστε όλοι ισορροπιστές πάνω σ’ ένα τεντωμένο σχοινί, όπου όλα τα επόμενα βήματα μας είναι προκαθορισμένα. Όπως ήταν και τα προηγούμενα…