Με αφορμή τον θάνατο του βραβευμένου Έλληνα συγγραφέα, ας θυμηθούμε το αριστούργημά του. Ένα βιβλίο αφιερωμένο σε μια αληθινή αγάπη.
Στο άκουσμα του ονόματός του Βασίλη Βασιλικού, μόνο δέος μπορεί να αισθάνεται κανείς. Βραβευμένος Έλληνας συγγραφέας, από τους πιο γνωστούς παγκοσμίως και από τους δέκα πιο μεταφρασμένους Έλληνες συγγραφείς.
`Εχω διαβάσει διάφορα βιβλία του και υποκλίνομαι στη γραφή του. Εκείνο που έχω ξεχωρίσει είναι “Το τελευταίο αντίο”. Κάποιοι ίσως το γνώρισαν το 1994 μέσω της επιτυχημένης τηλεοπτικής σειράς βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα, που προβλήθηκε στο MEGA με πρωταγωνιστές την Καριοφυλλιά Καραμπέτη και το Γιώργο Κιμούλη…Το σενάριο ήταν του Γιώργου Νοταρά και η σκηνοθεσία του Γιάννη Διαμαντόπουλου.
Η ιστορία διαδραματίζεται στην Ελλάδα, στα χρόνια της δεκαετίας του `60. Στο σπίτι μιας κοινής φίλης, η Άσπα γνωρίζει ένα νεαρό ανερχόμενο συγγραφέα, το Σταμάτη. Δεν αργεί αυτή η συνάντηση να εξελιχθεί σε έρωτα και το ζευγάρι αποφασίζει να συζήσει. Μετά την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών φεύγουν από την Ελλάδα και εγκαθίστανται στην Ρώμη. Εκεί ο Σταμάτης ασχολείται με τη συγγραφή των μυθιστορημάτων του, ενώ η Άσπα του αφοσιώνεται ολοκληρωτικά. Το μόνο που την ενδιαφέρει είναι να φροντίζει την ύπαρξη ενός κατάλληλου περιβάλλοντος για την απερίσπαστη ενασχόληση του με το γράψιμο. Ο Σταμάτης της αφιερώνει τα βιβλία του, αποκτά φήμη ως συγγραφέας. Αφού, πια, έχει αποκατασταθεί η δημοκρατία, το διάσημο πλέον ζευγάρι αποφασίζει να επιστρέψει στην πατρίδα. Ξεκινά για το ταξίδι της επιστροφής, αλλά σ` έναν ξενώνα, λίγο πριν φτάσουν στην Αθήνα, η άτυχη Άσπα παθαίνει καρδιακή προσβολή και πεθαίνει λίγες ώρες πριν αντικρίσει και πάλι την πρωτεύουσα.
Η ιστορία είναι σχεδόν αυτοβιογραφική. Ο αναγνώστης, μέσα από τη δύναμη της γραφής του συγγραφέα, παρακολουθεί την πορεία μιας έντονης ερωτικής σχέσης, από την πρώτη συνάντηση μέχρι τον απρόσμενο θάνατο. Πρόκειται για μια από τις κορυφαίες στιγμές του “ερωτικού” Βασίλη Βασιλικού. Το 1980, του προτάθηκε το “Κρατικό Βραβείο Διηγήματος”, που όμως δεν έγινε όμως αποδεκτό από τον συγγραφέα.
Η δύναμη της αγάπης φαίνεται μέσα από μικρές κινήσεις, απλούς διαλόγους από την πορεία μιας σχέσης που συναισθηματικά εξελίσσεται με τον ωραιότερο τρόπο.
Το τέλος της άδοξο, καθώς ο ένας από τους δύο αντιμετωπίζει τον οριστικό αποχωρισμό. Θρηνεί την αγαπημένη του που αγάπησε πραγματικά κι εκείνη του είχε δοθεί ολοκληρωτικά. Πώς είναι οι μέρες και η ζωή χωρίς τον άλλον… Πόσο μεγάλο είναι το κενό; Πώς βρίσκεται η λύτρωση; Μέσα από το γράψιμο… “Η νύχτα είναι δικιά μου και δικιά σου. Μακρινή αγάπη, ολέθρια που τώρα δεν ζώ παρά για να σε αναστήσω”.
Ακολουθούν αποσπάσματα από αυτό το αριστούργημα…
“”Τρέμοντας μη ζήσει μόνος του ως τα 80,
μελαγχολούσε στο παράθυρο σαν να`χε μείνει πάνω σ`ένα τρένο,
μία στάση πέρα απο τον προορισμό του.
Η νύχτα είναι δικιά μου και δικιά σου μακρυνή αγάπη,
ολέθρια,
πού τώρα δε ζω παρά για να σ`αναστήσω.
Mα να πού τα λόγια δεν φτάνουν πια, και η αλήθεια εσύ εσύ,
μένεις να με οδηγείς με τη σκοτεινή φωτοβολίδα σου στο χαός αυτό,
το χάος μου,
πού φρόντισες να το γεμίσεις με τη φωνή σου.
Τί ήρθα; Πού πάω; Τί ζητώ;
Γιατί χωρίς εσένα λιγόστεψε το φώς μου;
Μακρινή, μακρινή πού μού φαίνεσαι αγάπη μου,
μακρινή,
μακρινή που είσαι τώρα.
Μ` άφησες τα σημάδια σου ανεξίτηλα, τόσα ρούχα,
τόσες γραφές στον αέρα, τόσα αποτυπώματα στη σκιά,
πώς να πώ ότι όλα αυτά ηταν ενέργεια και σύ ξαναγύρισες στη πηγή σου…;
Θέλω να `ρθω να σε βρώ.
Είσαι γλυκιά και σ` αγαπάω,
μονάχα όταν έρχεσαι να σε δώ να φοράς τα ρούχα πού μ` αυτά σε γνώρισα.
Έτσι σ` αγάπησα, έτσι σε πίστεψα.
Σε αισθάνθηκα λίγο μακρινή όταν γύρισες απο την Αμερική,
μετά απόκτησες μία κρούστα ασάφειας, απ` το να τα πνίγεις όλα μέσα σου κόντευες να πνιγείς η ίδια.
Σ` αυτό το πολύ βιαστικό πέρασμά μας απο τη γή καθένας μας αφήνει μιαν ανάσα, μιά πνοή κι όλα μετά τα σβήνει.
Μή ζητάς να μάθεις πιο βαθιά τα μυστικά, δεν υπάρχουνε,
μα κι αν υπήρχαν δεν τα ξέρουμε κι αυτά, δεν τα ξέρουμε.
Δεν έχω άλλα δάκρυα, μισώ το γράψιμο πού `ναι εκτόνωση,
πού μού δίνει την αίσθηση ότι κάνω το χρέος μου απέναντί σου.
Το μόνο χρέος μου γλυκιά μου αγάπη,
για πάντα χαμένη, είναι να κλαίω για σένα, να κλαίω, να κλαίω.
Κι όταν δεν το μπορώ, αρρωσταίνω…”
“Ήρθες και ξάπλωσες στα πόδια μου το τελευταίο εκείνο μεσημέρι, ήσυχα, αδιαμαρτύρητα, τρυφερά. Μου είπες χωρίς φωνή το τελευταίο αντίο. Μ’αποχαιρέτησες, με το σώμα σου. Μόνο που εγώ δεν το κατάλαβα τότε. Κοιμήθηκες λίγο απ’την άλλη μεριά της καρδιάς σου. Αυτό ήταν το τελευταίο μας αγκάλιασμα. Η τελευταία φορά που τα σωματά μας αγγίχτηκαν…Δεν είπες τίποτα…Μ” αποχαιρέτησες με τον τρόπο σου, ευγενικά, ωραία. Το λογικό σου δεν έπιανε το μήνυμα για να μου το εκφράσεις, μα ούτε σου άρεσαν οι μελοδραματισμοί.
Ενα βαθύ ευχαριστώ μου είπε το κορμί σου, που είκοσι χρόνια άλλη δε γνώρισε από την αγκαλιά μου.
Ηταν ο χρόνος σου αυτός. Η σιωπή. Το μίλημα με την αίσθηση. Μα εγώ δεν έπιασα το μήνυμα. Το μηνυμά σου εκείνο, με τη ζεστασιά των δύο κορμιών μας, μόλις σήμερα αποκρυπτογραφήθηκε. Ηταν το ύστατο χαίρε στην αγάπη σου. Χωρίς περιττά λόγια, νουθεσίες, δάκρυα ή λυγμούς. Ομως ξάπλωσες σαν προσφορά που στάθηκα ανίκανος να τη μεταλάβω.
Τώρα τι ωφελεί να σου φερνω λουλούδια στο τάφο σου; Αφού εκείνη τη στιγμή στάθηκα ανίκανος να καταλάβω.
«Δεν φταις εσύ, αγάπη μου. Δε φταις. Η καρδιά είχε κουραστεί. Δεν ήξερα ούτε κι εγώ οτι σ” αποχαιρετάω».
Ποτέ άλλωτε δεν είχες τόση σιωπή. Μα τίποτα να πεις, έστω κάτι, μια κουβέντα;
Μόνο »άσε με να ξαπλώσω στα πόδια σου». Και ξάπλωσες. Κι εγώ όταν είδα πως κοιμόσουν, για αρκετή ώρα δεν κινήθηκα, μη σε ξυπνήσω. Οταν ξύπνησες ήσουν χαρούμενη, ξεκούραστη. Είχες περάσει βαθιά στα κύτταρα το »χαίρε».
Τώρα μου μένει μια ζωή, όσο ζήσω, να το θυμάμαι και να χτυπιέμαι, μάταια. Εσύ, περήφανα, μυστικά, χωρίς κλάψες, όπως ταιριάζει σε, που αξιώθηκες μια τέτοια ζήση, άφησες τα μαλλιά σου να χαϊδεύουν τα πόδια μου με τη σιωπηλή εγκαρτέρηση του αμνού στην Παλαιά Διαθήκη που τον οδηγούν στη σφαγή.”