Σήμερα η συνέντευξη του πρωθυπουργού στο κεντρικό δελτίο της ΕΡΤ – Ποιοι είναι οι υπουργοί που διαφωνούν
Ήγγικεν η ώρα για τον Κυριάκο Μητσοτάκη να ανοίξει και επισήμως τα χαρτιά του για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, παρουσιάζοντας πιο αναλυτικά τις σκέψεις του επί του εν λόγω θέματος σε συνέντευξη που θα παραχωρήσει σήμερα στο κεντρικό δελτίο της ΕΡΤ. Ο κ. Μητσοτάκης θέλει να ανοίξει τη δημόσια συζήτηση, ζητώντας αυτή να γίνει εύτακτα, με επιχειρήματα και χωρίς υπεραπλουστευτική λογική. Αυτό είναι, παράλληλα, και το μήνυμα που εκπέμπεται από το Μαξίμου και τη ΝΔ προς βουλευτές και υπουργούς που διαφωνούν ή έχουν επιφυλάξεις: να εκφράζονται ήπια, χωρίς κορώνες και χωρίς υπεραπλουστεύσεις.
Μπορεί ο πρωθυπουργός να μην έχει αποκαλύψει κατά τρόπο δεσμευτικό στους υπουργούς του τις προθέσεις του για το χρονοδιάγραμμα, όλοι όμως συνομολογούν ότι από τη στιγμή που η συζήτηση ξεκινά, το υπουργικό στις 30 Ιανουαρίου ή το πολύ αυτό του Φεβρουαρίου θα περιλαμβάνουν στην ατζέντα τους το νομοσχέδιο. Εισηγητής αυτού, θα είναι ο υπουργός Επικρατείας Άκης Σκέρτσος, ο οποίος θα αναλάβει και ένα σημαντικό μέρος της δημόσιας επεξήγησης των προβλέψεων. Στον πυρήνα της κυβερνητικής πρόβλεψης θα είναι η κατοχύρωση του δικαιώματος τεκνοθεσίας για τα ομόφυλα ζευγάρια, όχι όμως για την ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή.
Σύμφωνα με διασταυρωμένες πληροφορίες του protothema.gr, ο κ. Μητσοτάκης εμφανίζεται πεπεισμένος ότι πρέπει να προχωρήσει τώρα, καθώς η διάθεση της κοινής γνώμης δεν θα αλλάξει το επόμενο διάστημα. Σύμφωνα με την ίδια γραμμή πληροφόρησης και ο Αμερικανός σύμβουλος επικοινωνίας του Μαξίμου Σταν Γκρίνμπεργκ, υπογράμμισε προς τον πρωθυπουργό ότι θα πρέπει να επιμείνει στην κεντρώα πορεία, με δεδομένο ότι στα δεξιά της ΝΔ υπάρχει ένα «μπετοναρισμένο» κοινό που δεν μεταστρέφεται και το ΠΑΣΟΚ στοχεύει αριστερότερα, για να αποσπάσει κέρδη από τον ΣΥΡΙΖΑ. Παράλληλα, σύμφωνα με την ίδια εισήγηση, στη βάση της ΝΔ μπορεί να υπάρχει δυσαρέσκεια, αλλά όπως και στην περίπτωση του συμφώνου συμβίωσης, αυτή δύσκολα θα μετουσιωθεί σε πολιτικό κόστος στην κάλπη.
Οι «προβληματισμένοι» υπουργοί
Πέραν των βουλευτών της ΝΔ, πάντως, που ήδη παρελαύνουν από τηλεοπτικά πάνελ και ραδιοφωνικές εκπομπές εκφράζοντας τον προβληματισμό τους (Θ. Πλεύρης, Α. Καραμανλή, Κ. Καραγκούνης, Α. Κατσανιώτης, Μ. Λαζαρίδης, Δ. Μαρκόπουλος, Μ. Χαρακόπουλος κ.α.), υπάρχει μια σειρά υπουργών και υφυπουργών που εμφανίζονται από προβληματισμένοι έως αρνητικοί. Κορυφαίο παράδειγμα ο υπουργός Επικρατείας Μάκης Βορίδης που συχνά συμμετέχει και στον πρωινό καφέ και ο οποίος έχει εκφράσει την επί της αρχής άρνησή του. Ο κ. Βορίδης, πάντως, τηρεί χαμηλούς τόνους και επιχειρεί δημοσίως να προσπεράσει τη συζήτηση, πριν τοποθετηθεί ο πρωθυπουργός, όντας σε συνεννόηση με το Μαξίμου. Αυτό, πάντως, δεν ισχύει για άλλους βουλευτές που, παρά τις συστάσεις που τους έχουν γίνει, επιλέγουν την ολική αντιπαράθεση.
Στην ομάδα των «προβληματισμένων», από τα κεντρικά πρόσωπα είναι ο υφυπουργός Άμυνας Γιάννης Κεφαλογιάννης, ο οποίος επίσης έχει διαφωνίες αρχής και είχε καταψηφίσει το σύμφωνο συμβίωσης το 2015. Για τον κ. Κεφαλογιάννη θεωρείται ότι υπάρχει μικρό περιθώριο μεταστροφής. Προβληματισμένος είναι και ο υφυπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης Κωνσταντίνος Κυρανάκης, ο οποίος συμφωνεί μεν με τον γάμο, αλλά όχι την τεκνοθεσία. Ισχυρές είναι οι επιφυλάξεις της υφυπουργού Οικογένειας Μαρίας Κεφάλα από τα Ιωάννινα και του υφυπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης Σταύρου Κελέτση από τον Έβρο. Προβληματισμένοι με όσα άκουσαν στις εκλογικές τους περιφέρειες στις γιορτές είναι και άλλοι υφυπουργοί, όπως ο υφυπουργός Υγείας Δημήτρης Βαρτζόπουλος, ο υφυπουργός Μακεδονίας-Θράκης Στάθης Κωνσταντινίδης και οι «σαμαρικοί» υφυπουργοί Αγροτικής Ανάπτυξης Διονύσης Σταμενίτης και Ναυτιλίας Γιάννης Παππάς.
Αρμόδιες πηγές αναφέρουν στο protothema.gr, πάντως, ότι δεν θα καταψηφίσουν όλοι οι υφυπουργοί που εμφανίζονται προβληματισμένοι. Καίριο θα είναι το αν θα επιβληθεί πειθαρχία στους υπουργούς, με κεντρική κυβερνητική πηγή να υποστηρίζει προς το protothema.gr ότι δεν νοείται υπουργοί της κυβέρνησης να μην στηρίζουν τα νομοθετήματα που καταθέτει. «Τα πράγματα με τους υπουργούς είναι ξεκάθαρα, δεν νοείται να μην υπάρχει πειθαρχία. Αυτό που συζητάμε είναι ότι αν διαφωνήσει κάποιος θα πρέπει να παραιτηθεί», υπογράμμισε με νόημα χθες ο υπουργός Μετανάστευσης Δημήτρης Καιρίδης (Πρώτο Πρόγραμμα), ενώ σε παρόμοια γραμμή κινήθηκε και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης, έστω με πιο ήπιους τόνους. Εκτιμάται, πάντως, αρμοδίως ότι η “υπουργική πειθαρχία” θα διευκολύνει και αρκετούς προβληματισμένους υπουργούς.
Αυτό που μένει να απαντηθεί, βεβαίως, είναι τι θα συμβεί, αν ένας υπουργός απουσιάσει τη μέρα ψήφισης του εν λόγω νομοσχεδίου, όπως είχε γίνει και το 2015 με το σύμφωνο συμβίωσης. Μόνο που τότε η ΝΔ δεν ήταν κυβέρνηση.
Ο Καραμανλής και οι θετικοί «δεξιοί»
Από την άλλη, υπάρχει μια σειρά στελεχών που προέρχονται από την πιο «παραδοσιακή» ή τη δεξιότερη πτέρυγα της ΝΔ που εμφανίζονται υπέρ της ρύθμισης. Για παράδειγμα, σύμφωνα με πληροφορίες, θετικός είναι ο πρωην υπουργός και βουλευτής Σερρών Κώστας Αχ. Καραμανλής, ο οποίος υπογραμμίζει ότι η ΝΔ ήταν που έκανε μεγάλες θεσμικές τομές, όπως η νομιμοποίηση του ΚΚΕ και το δημοψήφισμα για το Πολιτειακό.
Θετικός, έστω και αν δεν έχει τοποθετηθεί δημόσια, εμφανίζεται ο υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης, ο οποίος σημειωτέον το 2015 είχε καταψηφίσει το σύμφωνο συμβίωσης. Αντιστοίχως θετική η υφυπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου Σοφία Βούλτεψη, η οποία υπογραμμίζει σε συνομιλητές της ότι το θέμα αφορά τα δικαιώματα των παιδιών. Πάντως, το επόμενο διάστημα θα υπάρξουν κι άλλες επαφές του Μαξίμου και της ΝΔ με βουλευτές και υπουργούς. Η γραμματέας του κόμματος Μαρία Συρεγγέλα έχει επιφορτιστεί με το σχετικό «μασάζ», ενώ επαφές με υπουργούς και γαλάζιους βουλευτές κάνει και ο διευθυντής του γραφείου του πρωθυπουργού Γιάννης Μπρατάκος. Με αρκετούς εντός της Κ.Ο. συνομιλεί και ο υπουργός Επικρατείας Σταύρος Παπασταύρου. Πάντως, η εκτίμηση που υπάρχει στο «στρατηγείο» της κυβέρνησης είναι ότι, παρά τις δεκάδες διαφοροποιήσεις που θα υπάρξουν, πολλοί βουλευτές θα είναι αυτοί που θα υπερψηφίσουν, με τα βλέμματα να είναι στραμμένα ιδιαίτερα στους βουλευτές της νεότερης γενιάς και στους «κεντρογενείς», όπως π.χ. η πλειοψηφία των βουλευτών Επικρατείας.