Υπάρχουν δύο ειδών δικτάτορες: αυτοί που το δηλώνουν απροκάλυπτα κι εκείνοι που προσποιούνται τους δημοκράτες. Κατά μία έννοια, οι πρώτοι είναι πιο «έντιμοι» από τους δεύτερους…
Γράφει ο Κώστας Παπαχρήστου
Υπάρχει πάντα τρόπος να καταλύσεις ένα δημοκρατικό σύστημα αντικαθιστώντας το με ένα προσωποπαγές δικτατορικό καθεστώς, σε μία χώρα με μικρή δημοκρατική εμπειρία που έχει επί μακρόν βιώσει ως «κανονικότητα» τον αυταρχισμό. Είτε ο αυταρχισμός αυτός ασκείται από ένα πρόσωπο (λ.χ., έναν αυτοκράτορα, όπως ο Γουλιέλμος Β΄ της Γερμανίας, την ηγεμονία του οποίου διαδέχθηκε η βραχύβια «Δημοκρατία της Βαϊμάρης»), είτε επιβάλλεται από ένα ολοκληρωτικό κομματικό καθεστώς (π.χ., το κομμουνιστικό σύστημα εξουσίας στην Σοβιετική Ένωση [1], που έδωσε τη θέση του σε μία ευάλωτη δημοκρατία).
Την αποτελεσματικότερη μέθοδο να αποδομήσεις ένα σύστημα εξουσίας την δίδαξαν οι Έλληνες στον Τρωικό Πόλεμο: αρκεί να εισχωρήσεις σε αυτό (να γίνεις, δηλαδή, μέρος του συστήματος) και να το γκρεμίσεις εκ των έσω. Όταν το σύστημα είναι μία αδύναμη και ασταθής δημοκρατία, το αν θα παρουσιάσεις τον εαυτό σου απροκάλυπτα ως δικτάτορα, ή προσχηματικά ως δημοκράτη «πατέρα» του έθνους που περιορίζει τις λαϊκές ελευθερίες για το «καλό» του λαού, είναι ζήτημα πολιτικής βιτρίνας. Ας εξετάσουμε κάθε σενάριο χωριστά.
Η απροκάλυπτη δικτατορία
Ας κάνουμε την υπόθεση ότι φιλοδοξείς να γίνεις δικτάτορας σε μία χώρα που έχει μικρή εμπειρία γνήσιας δημοκρατίας, έχοντας γνωρίσει μόνο ένα αυτοκρατορικό σύστημα εξουσίας που τερματίστηκε μετά την ήττα σε έναν παγκόσμιο πόλεμο. Η νεοπαγής δημοκρατία είναι ασταθής, και η χώρα μαστίζεται από βίαιες ταραχές στο εσωτερικό της. Στόχος σου είναι να εγκαθιδρύσεις ένα δικτατορικό καθεστώς (με αρχηγό, φυσικά, εσένα), εφαρμόζοντας τη μέθοδο του δούρειου ίππου: αποκτώντας καταρχάς έναν θεσμικό ρόλο στο πλαίσιο του δημοκρατικού συστήματος και, στη συνέχεια, ανατρέποντας το πολίτευμα εκ των έσω.
Δημιουργείς, λοιπόν, ένα κόμμα με ακραία ιδεολογία και, παράλληλα, οργανώνεις έναν ιδιωτικό στρατό τραμπούκων που επιδίδονται σε βία και τρομοκρατία κατά των μη αρεστών. Εκόντες – άκοντες, και με το αφελές σκεπτικό ότι έτσι θα ηρεμήσουν τα πράγματα και θα σε ελέγχουν καλύτερα, οι άνθρωποι του γηραλέου προέδρου της δημοκρατίας σε διορίζουν – ας το πούμε έτσι – πρωθυπουργό.
Μετά τον θάνατο του προέδρου, αρπάζεις και τη δική του καρέκλα και αναγορεύεις τον εαυτό σου Αρχηγό του έθνους. Στη συνέχεια, οργανώνοντας προβοκάτσιες και επικαλούμενος «έκτακτες συνθήκες» που απαιτούν περισσότερο συγκεντρωτική διακυβέρνηση, καταργείς τη Βουλή και, τελικά, καταλύεις το δημοκρατικό πολίτευμα.
Ελλείψει, πλέον, θεσμικής αντιπολίτευσης, κάποιοι γενναίοι αντιφρονούντες αντιστέκονται με κάθε δυνατό τρόπο στο σκοτεινό καθεστώς που έχεις επιβάλει. Και τότε βρίσκεις την ιδανική λύση για να απαλλαγείς από αυτούς: τους κλείνεις, αρχικά, σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως και φροντίζεις στη συνέχεια να «πεθάνουν από φυσικά αίτια» εκεί. Στην πραγματικότητα, δίνεις εντολή να δολοφονηθούν…
Η κατ’ επίφαση «δημοκρατία»
Υποθέτουμε, τώρα, ότι επιθυμείς να γίνεις δικτάτορας σε μία χώρα που έχει γνωρίσει, διαδοχικά, δύο αυταρχικά καθεστώτα – ένα αυτοκρατορικό και ένα μονοκομματικό «υπέρ του λαού» – ενώ έχει μόλις πρόσφατη εμπειρία δημοκρατίας. Γνωρίζοντας εκ των έσω τους σκοτεινούς μηχανισμούς του προηγούμενου ολοκληρωτικού καθεστώτος, κατορθώνεις να κερδίσεις την εύνοια του προέδρου της νεοσύστατης δημοκρατίας και να οριστείς από εκείνον ως διάδοχός του, πράγμα που επικυρώνεται θεσμικά μέσω δημοκρατικών εκλογών.
Από τη στιγμή που παίρνεις στα χέρια σου τη διακυβέρνηση της χώρας, «κόβεις» και «ράβεις» το σύνταγμα και τους νόμους στα μέτρα που σε εξυπηρετούν ώστε να παρατείνεις την παραμονή σου στην εξουσία. Έχοντας τον απόλυτο έλεγχο όλων των κρατικών μηχανισμών καταστολής, φιμώνεις τον τύπο και επιβάλλεις σιγή σε κάθε δυνατή έκφραση κριτικής για τον χαρακτήρα και την πολιτική σου. Και, όταν εμφανίζονται στον ορίζοντα πολιτικοί αντίπαλοι με επικίνδυνη για το καθεστώς σου αντιπολιτευτική δυναμική, φροντίζεις με στημένες κατηγορίες να τους κλείσεις σε φυλακές – κολαστήρια, ή κανονίζεις να «πεθάνουν» μυστηριωδώς κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες (εντός ή εκτός φυλακών).
Τελικά, λόγω της απουσίας ελεύθερου πολιτικού αντίλογου, και ελλείψει πολιτικών αντιπάλων ικανών να πάρουν την εξουσία από εσένα (αφού τους έχεις όλους φυλακίσει ή/και δολοφονήσει), γίνεσαι de facto δικτάτορας της χώρας, με άγνωστη ημερομηνία λήξης του καθεστώτος σου…
Ο πιο «έντιμος» δικτάτορας
Κάνοντας σύγκριση των δύο περιπτώσεων, θα έλεγα (με κίνδυνο να παρεξηγηθώ) ότι ο πρώτος, de jure δικτάτορας φαντάζει πιο «έντιμος», αφού σε καμία περίπτωση δεν ισχυρίζεται ότι σέβεται δημοκρατικές αξίες και υπηρετεί δημοκρατικούς θεσμούς. Εισβάλλει στο δημοκρατικό σύστημα με ξεκάθαρο σκοπό να το καταλύσει, πράγμα που όχι μόνο δεν αρνείται αλλά και διαλαλεί στα πλήθη ως προσωπικό του θρίαμβο!
Αντίθετα, ο προσχηματικά «δημοκράτης» – αλλά κατ’ ουσίαν δικτάτορας – του δεύτερου παραδείγματος προσβάλλει την ίδια την ιδέα της δημοκρατίας, καθώς καταχράται τις ελευθερίες και τις δυνατότητες που προσφέρει το πολίτευμα προκειμένου να διαιωνίσει την εξουσία του, μετερχόμενος μάλιστα για τον σκοπό αυτό ακόμα και εγκληματικές μεθόδους που παραπέμπουν στη μαφία.
Το δυσάρεστο είναι ότι, στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας θα μπορούσε κάποιος να βρει (ακόμα και εντός Κοινοβουλίου) μερικούς κρυφούς θαυμαστές του πρώτου δικτάτορα, και αμέτρητους λάτρεις του δεύτερου. Και όλα αυτά, στη χώρα που δίδαξε στην ανθρωπότητα την ίδια την ιδέα της δημοκρατίας.
[1] Φυσικά, και το ίδιο το σοβιετικό καθεστώς ήταν διάδοχο ενός άλλου αυταρχικού συστήματος: της Αυτοκρατορικής Ρωσίας.