Βαλς που απευθύνονται στην ψυχή και όχι στο σώμα, συνέθεσε ο πιο διακεκριμένος Πολωνός πιανίστας, ο οποίος γεννήθηκε την 1η Μαρτίου του 1810.
Πολλοί τον χαρακτήρισαν ως “ποιητή του πιάνου” τον διακεκριμένο Πολωνό συνθέτη, κύριο εκπρόσωπο της μουσικής της ρομαντικής περιόδου κι έναν από τους μεγαλύτερους πιανίστες της εποχής του. Ο λόγος για τον Frederic Francois Chopin, ο οποίος γεννήθηκε την 1η Μαρτίου του1810.
Δεν είναι λίγες οι συνθέσεις του που συγκαταλέγονται στα σημαντικότερα έργα του πιανιστικού ρεπερτορίου.
Σύμφωνα με τη μικρή του αδερφή Izabela, ο Frederic ξεκίνησε από μωρό να εμφανίζει μια ευαισθησία και κλίση στη μουσική. Τα πρώτα του μαθήματα πιάνου τα αρχίζει στα 6 του μόλις χρόνια.Ο δάσκαλός του, Wojciech Żywny -ένας Τσέχος που οι μαθητές του τον θυμούνται ως κωμικό και παλιομοδίτη -στήριζε τη μουσική του διδασκαλία περισσότερο σε έργα των Bach και Mozart. Ο Chopin ήταν 7 χρόνων όταν έγραψε τις πρώτες του συνθέσεις. Εκείνη τη χρονιά τυπώθηκε και η πρώτη του σύνθεση- μια Πολωνέζα σε σολ ελάσσονα. Δύο χρόνια αργότερα, όταν έγινε 8 ετών, εμφανίστηκε πρώτη φορά δημοσίως ως πιανίστας.
Αν εξαιρέσουμε κάποια έργα μουσικής του Chopin- κοντσερτάντε για πιάνο και ορχήστρα, ένα τρίο για πιάνο, βιολί και βιολοντσέλο- οι περισσότερες δημιουργίες του προορίζονται αποκλειστικά για πιάνο.
Απαιτείται δε, ιδιαίτερη δεξιοτεχνία καθώς είναι πολύ απαιτητικά… Χαρακτηριστικά παραδείγματα, οι Μπαλάντες και τα Σκέρτσι. Αυτό όμως που προέχει δεν είναι η δεξιοτεχνία αλλά ο μελωδικός χαρακτήρας. Επιπλέον, έχει παρατηρηθεί ότι η δομή των μουσικών φράσεων είναι με τέτοιο τρόπο ανεπτυγμένη, σαν να επρόκειτο να ερμηνευθούν από τραγουδιστή.
Ο Chopin ξεχώριζε για την αναπτυγμένη αρμονική του φαντασία- ένα στοιχείο της τέχνης του που συχνά διαφεύγει της προσοχής των μουσικόφιλων. Όσο για τη μελωδική του ευρηματικότητα, είναι πραγματικά ανεξάντλητη κι ανεπανάληπτη.
Αξιοποίησε τους παραδοσιακούς χορούς της πατρίδας του- τις Πολωνέζες και τις Μαζούρκες- με ευρηματικό τρόπο.Τα δικά του όμως έργα,δεν προορίζονται για χορό. Είναι άλλωστε τόσο γρήγορα και δεξιοτεχνικά.
Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με τα Βαλς του που διαφέρουν εντελώς από το είδος του βιενέζικου βαλς της οικογένειας Strauss. Ούτε αυτά γράφτηκαν με σκοπό να χορευτούν. Αντιθέτως, πρόκειται για ποιητικά, αυθόρμητα και δεξιοτεχνικά δημιουργήματα,”βαλς που απευθύνονται στην ψυχή και όχι στο σώμα” όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο Schumann.
Συνολικά έγραψε 19 βαλς, εκ των οποίων τα 14 από αυτά κατέχουν ιδιαίτερη θέση στο ρεπερτόριο των πιανιστών.
Το 1834 εκδόθηκε το πρώτο, το Grandevalsebrillanteop.18 και πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό δείγμα της ανάλαφρης γραφής και της σπινθηροβόλου δεξιοτεχνίας του συνθέτη.
Τυπικό χαρακτηριστικό τα τεχνοτροπίας του, ήταν η τεχνική του rubato. Η συγκεκριμένη τεχνική,εμφανίστηκε στις ιταλικές άριες στα τέλη του 17ου αιώνα και αφορούσε τη σχετική ανεξαρτητοποίηση της μελωδικής γραμμής από τη συνοδεία, ” κλέβοντας”-από το ιταλικό ρήμα rubare, εξ ού και το rubato- χρόνο από τη ρυθμική αγωγή.
Ο Choipin υιοθετώντας αυτήν την τεχνική την ανέδειξε ως ένα κατεξοχήν εκφραστικό εργαλείο, προσδίνοντας μια αίσθηση ρευστότητας στην ερμηνεία των έργων του. Αυτό κάλλιστα διαπιστώνεται στα Βαλς op.34 αρ.1 και op.64 αρ.2.
“Κοιτάξτε αυτά τα δέντρα: ο αέρας κυματίζει τη φυλλωσιά τους. Ωστόσο τα δέντρα παραμένουν ακίνητα”, ήταν τα λόγια του Liszt, θέλοντας να το περιγράψει με γλαφυρό τρόπο.
Ο Chopin, μπορεί να έζησε σε μια εποχή πληθωρικών συνθετών – όπως ο List και ο Berlioz- εκείνος όμως ξεχώριζε λόγω της συστολής του.
Δεν του άρεσε να αυτοπροωθείται, δεν διέθετε αρκετή τόλμη για να γίνει διάσημος. Η υπεροψία που του “έλειπε” του περίσσευε σε ταλέντο. Μπορεί να μην φιλοδοξούσε να διοργανώνει περιοδείες για να αυτοπροωθείται, μπορεί να ήταν λίγοι εκείνοι που τον είχαν δει να παίζει. Όσοι όμως τον άκουγαν, ένοιωθαν δέος και δεν είχαν παρά να υποκλιθούν στο θεϊκό του χάρισμα.