Ο Luciano Pavarotti έλεγε συχνά όταν ήταν νέος και ήθελε να κάνει ερωτική καντάδα, ότι διάλεγε αποκλειστικά άριες από τον Rigoletto, που η παγκόσμια πρεμιέρα του ήταν στις 11 Μαρτίου του 1851.
Το Rigoletto θεωρείται από τις διασημότερες όπερες του Τζουζέπε Βέρντι, το πρώτο -ίσως- αριστούργημα της ώριμης περιόδου.
Χωρίζεται σε τρεις πράξεις και βασίζεται σε ιταλικό λιμπρέτο του Φραντσέσκο Μαρία Πιάβε και το θεατρικό έργο του Βίκτωρος Ουγκώ, “Ο βασιλιάς διασκεδάζει”. Η πρώτη φορά που παρουστιάστηκε, η παγκόσμια πρεμιέρα του, ήταν στις 11 Μαρτίου του 1851 στο θέατρο “Λα Φενίτσε” της Βενετίας, με εξαιρετική επιτυχία.
Για την πρεμιέρα ο Βέρντι επιλέγει τον Φελίτσε Βαρέζι στο ρόλο του Ριγκολέττο, τον νεαρό τενόρο Ραφαέλε Μιράτε στον ρόλο του δούκα και την Τερεζίνα Μπραμπίλλα στον ρόλο της Τζίλντας.
Η θριαμβευτική πρεμιέρα και η κυνική άρια του Δούκα της Μάντοβας La donna e mobile ( «Φτερό στον άνεμο, γυναίκας μοιάζει…») τραγουδιόταν την επόμενη μέρα σε όλη τη Βενετία. Για την αποφυγή μεγάλου κινδύνου για αντιγραφές, ο Βέρντι είχε σαν απαίτηση τη μέγιστη μυστικότητα από όλους τους τραγουδιστές και μουσικούς του.
Ως ο πρώτος που θα έπαιζε ποτέ τον ρόλο του Ριγκολέττο, δεν αισθανόταν καθόλου άνετα με την ψεύτικη καμπούρα που θα έπρεπε να φορά, και παρότι ήταν ένας αρκετά έμπειρος λυρικός τραγουδιστής, καταλήφθηκε από πανικό όταν ήρθε η σειρά του να μπει στη σκηνή. Ο Βέρντι που κατάλαβε τη δύσκολη θέση που βρισκόταν ο Φελίτσε, τον έσπρωξε βίαια πάνω στη σκηνή, και τελικά εμφανίστηκε με ένα αδέξιο τρέκλισμα. Είχε όμως το ρόλο ενός γελωτοποιού, το κοινό νόμισε ότι ήταν μέρος του ρόλου και τον καλοδέχτηκε.
Το 1850, η λυρική σκηνή «Λα Φενίτσε» παράγγειλε μία όπερα στον Βέρντι, όταν αυτός ήταν ήδη διάσημος και με ελευθερία να επιλέγει εκείνος τα έργα που προτιμούσε να μελοποιήσει.
Ο Λουτσιάνο Παβαρότι έλεγε συχνά όταν ήταν νέος και ήθελε να κάνει ερωτική καντάδα, ότι διάλεγε αποκλειστικά άριες από τον «Ριγκολέτο». Και είχε απόλυτο δίκιο. Μπορεί να ήταν άτιμος ο πρωταγωνιστής της συγκεκριμένης όπερας, ωστόσο, η μουσική που έγραψε ο Βέρντι ήταν απίστευτα μαγευτική.
Η υπόθεσή του αναφέρεται στον έρωτα της Τζίλντας- κόρης του καμπούρη αυλικού γελωτοποιού Ριγκολέτο- για τον έκλυτο δούκα της Μάντουας που εμφανίζεται ως φτωχός φοιτητής. Ο Ριγκολέτο, θέλοντας να εκδικηθεί για την χαμένη τιμή τη κόρης του, οργανώνει την δολοφονία του δούκα. Η Τζίλντα ανακαλύπτει τα σχέδια του πατέρα της κι αποφασίζει να σώσει τον αγαπημένο της. Πώς; Μεταμφιέζεται, παίρνει τη θέση του και θυσιάζεται.
«Ο αυταρχισμός και η περιρρέουσα χυδαία ατμόσφαιρα της εποχής που γράφτηκε το έργο είναι ανάλογη με εκείνη της Ιταλίας του 1938: αυταρχικό καθεστώς, άρχοντες με τον απόλυτο έλεγχο, φασισμός στο υπέρτατο όριο», λέει ο Ν. Πετρόπουλος. «Για μας ο Ριγκολέτος είναι ένας φασίστας που εναποθέτει όλες του τις κακές δυνάμεις στο να καταστρέψει τους γύρω του. Κι όπως όλοι οι αμετροεπείς, έτσι κι αυτός υπερβαίνει τα εσκαμμένα, χάνει τον έλεγχο και στο τέλος την πατάει. Πρόκειται, για ένα έργο σοφά γραμμένο που δεν σκοτώνει τον κακό πρωταγωνιστή, αλλά του επιφυλάσσει το τραγικότερο φινάλε: τον αφήνει να ζήσει με τις τύψεις του».
Πριν την πρεμιέρα της όπερας, έπρεπε να παρακάμψει πολλά προβλήματα που σχετίζονταν με τη λογοκρισία, τις κατηγορίες περί συνωμοσίας εναντίον βασιλέων καθώς και τις επιφυλάξεις εκείνων που διατείνονταν ότι προσβάλλει τις θρησκευτικές αξίες της Καθολικής Εκκλησίας. Οι συμπατριώτες του Βέρντι επιθυμούσαν να δουν την Ιταλία, ελεύθερη και ενωμένη. Αυτό, λοιπόν, εξέφραζε η μουσική του Βέρντι. O ίδιος ο Βέρντι υπήρξε ο δημιουργός που έζησε τις ιστορικές, πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις του 19ου αιώνα και αναδείχθηκε σε εθνικό σύμβολο αφού το 1861 εξελέγη μέλος του πρώτου ιταλικού κοινοβουλίου.