Τo υπέροχο έργο `Εκατό Ερωτικά Σονέτα` του σημαντικότερου ποιητή του 20ού αιώνα, που έγραψε για τον έρωτα που ένιωσε για μία γυναίκα, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης.
“Με τέτοιο ερωτικό αιτιολογικό σου παραδίνω αυτήν την κεντουρία ξύλινων σονέτων , που μπόρεσαν να σταθούν στα πόδια τους γιατί εσύ τους έδωσες ζωή”. Αυτά είναι τα λόγια με τα οποία ολοκληρώνει ο σπουδαίος Χιλιανός ποιητής Πάμπλο Νερούδα την αφιέρωση του στη αγαπημένη του Ματίλντε Ουρρούτια στο έργο του “Εκατό ερωτικά σονέτα”. Σύμφωνα με τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, θεωρείται ο σημαντικότερος ποιητής του 20ού αιώνα. Το πραγματικό του όνομα ήταν Νεφταλί Ρικάρντο Ρέγιες Μπασσάλτο. Στην προσωπική του ζωή αλλά και στην ποίηση, υπήρξε μια πληθωρική μορφή και θεωρούσε ότι δεν διαχωρίζεται η ποίηση από τη πολιτική.
Ένας όλο πάθος θερμός εραστής, δεν μπορούσε παρά για τη γυναίκα που ένιωσε μεγάλο έρωτα, να γράψει τα συναισθήματά του, στα “Εκατό ερωτικά σονέτα”. Ο τρόπος που απέδωσε όλα όσα αισθάνθηκε για τη Ματίλντε, είναι μοναδικός…
Τον Οκτώβρη του 1959 πρωτοεκδίδονται τα Εκατό ερωτικά σονέτα, τα οποία χωρίζονται στις τέσσερις περιόδους της ημέρας : πρωί, μεσημέρι , απόγευμα και νύχτα.
Καθώς κινούμαστε στα στάδια της ημέρας, παρατηρούμε ότι η ερωτική εξομολόγηση του ποιητή κορυφώνεται.
Το πρωί, το αντικείμενο της λατρείας του Νερούδα ντύνεται με τα βασικά συστατικά της ζωής. Γίνεται, λοιπόν, νερό, αέρας, γη, σιτάρι.
“Μεσημεριάζοντας…” το όνειρο του δημιουργού γίνεται πραγματικότητα και η αγαπημένη του αποκτά σάρκα και οστά. Τότε είναι που η λυρικότητα και η μουσικότητα των σονέτων γίνεται ακόμα πιο έντονη.
Το απόγευμα, τα σονέτα του Νερούδα αποδεικνύουν τον έρωτα που νιώθει για τη Ματίλντε. Οι ζωές και των δύο περιπλέκονται και με ισορροπία , σεβασμό , αξιοπρέπεια και ιδιαίτερη τρυφερότητα παρουσιάζει αυτό που δημιουργείται ανάμεσα στο ζευγάρι.
Η ωραιότερη, όμως, στιγμή της αγάπης τους, έρχεται “βραδιάζοντας…” όταν οι δύο εραστές σμίγουν. Η ένωσή τους είναι σωματική και ψυχική. Παράλληλα όμως, υπάρχουν και οι φόβοι του ποιητή. Για τον Νερούδα, το βράδυ είναι κόλαση και ο παραδείσος. Ενώ εκφράζει την απόλυτη αφοσίωση του στο πρόσωπο της Ματίλντε, καθώς πλησιάζει το ξημέρωμα, για το Νερούδα ξεκινάει ο εφιάλτης του χωρίς εκείνη.
Ακολουθούν αποσπάσματα από το έργο του…
“Κυρά μου πολυαγαπημένη, μεγάλη λαχτάρα πέρασα γράφοντας ετούτα τα κακώς λεγόμενα σονέτα που πολύ με πόνεσαν και μου στοίχισαν, αλλά η χαρά να στα προσφέρω είναι πιο μεγάλη κι από να λιβάδι. Όταν το πρωτοσκέφτηκα, ήξερα καλά πως στο πλάι του καθενός, από εκλεκτική στοργή και κομψότητα, οι ποιητές όλων των εποχών έβαλαν ομοιοκαταληξίες που ήχησαν σαν ασημικό, κρύσταλλο ή κανονιά. Εγώ με πολλή ταπεινοσύνη, έφτιαξα ετούτα τα σονέτα από ξύλο, τους έδωσα τον ήχο απ αυτήν την αδιάφανη και καθάρια ουσία, κι έτσι πρέπει να φτάσουν ως τα αυτιά σου. Εσύ κι εγώ περπατώντας σε δάση κι αμμουδιές, σε λίμνες χαμένες, σε στάχτινα πλάτη, μαζέψαμε κομμάτια από καθάρια ξυλεία, από τάβλες αφημένες στο πηγαινέλα του νερού και της αλλαξοκαιριάς. Από τέτοια απαλότατα απομεινάρια κατασκεύασα, με τσεκούρι, μαχαίρι, σουγιά, ετούτα τα ξυλουργήματα του έρωτα και σκάρωσα μικρά σπιτάκια των δεκατεσσάρων σανιδιών για να ζουν μέσα σ αυτά τα μάτια σου που λατρεύω και υμνώ.
Με τέτοιο ερωτικό αιτιολογικό σου παραδίνω αυτήν την κεντουρία ξύλινων σονέτων, που μπόρεσαν να σταθούν στα πόδια τους γιατί εσύ τους έδωσες ζωή.”
Σονέτο 1
ΜΑΤΙΛΝΤΕ, όνομα από κρασί ή φυντάνι ή πέτρα,
απ’ ότι η γη γεννάει κι ότι κρατάει,
λέξη που στ’ άξαιμά της ξημερώνει,
που σκάει στο καλοκαίρι της των λεμονιών το φέγγος.
Στ’ όνομα αυτό ξύλινα τρέχουν πλοία
ζωσμένα από μελίσσια φωτιάς γαλάζιο σκούρο,
κι αυτά τα γράμματα είναι νερό ενός ποταμιού
που στη καμένη ξεχειλάει καρδιά μου.
Ώ ξέσκεπο όνομα κάτω από κάποιο αγιόκλημα
καθώς η πύλη μιας στοάς αγνοημένης
που με την ευωδιά συγκοινωνεί του κόσμου!
Κατάκλυσέ με, με το πύρινό σου στόμα,
ψάξε με αν θες με τα νυχτιάτικά σου μάτια,
μα άσε με στ’ όνομά σου να πλέω και να κοιμάμαι.
Σονέτο 66
ΔΕ ΣΕ ΘΕΛΩ παρά γιατί σε θέλω,
μα απ’ το θέλω στο δε σε θέλω πέφτω
κι απ’ το καρτέρα, όταν δε σε προσμένω,
περνώ απ’ το παγερό στο πυρωμένο.
Σε θέλω μόνο γιατί εσένα θέλω,
σε μισώ μα γι’ αγάπη σου προσπέφτω,
κι είν’ της αθώας αγάπης μου το μέτρο
σαν τυφλός που αγαπά να μη σε βλέπω.
Το σκληρόψυχο του Γενάρη φέγγος
την καρδιά μου θα σιγολιώσει εφέτος,
ανοίγοντάς μου στα κρυφά το στέρνο.
Μόνος στην ιστορία αυτή πεθαίνω
και πεθαίνω απ’ αγάπη αφού σε θέλω,
σε θέλω αγάπη, ως το αίμα κι ως το τέλος.
” Σ’ αγαπώ καθώς κάποιο φυτό που δεν ανθίζει,
μα που μέσα του κρύβει το λουλουδόφως όλο,
και ζει απ’ τον έρωτα σου σκοτεινό στο κορμί μου
τ’ άρωμα που σφιγμένο μ’ ανέβηκε απ’ το χώμα.
Σ’ αγαπώ μη γνωρίζοντας πως, από που και πότε,
σ’ αγαπώ στα ίσια δίχως πρόβλημα ή περηφάνια :
σ’ αγαπώ έτσι γιατί δεν ξέρω μ’ άλλον τρόπο,
παρά μ’ ετούτον όπου δεν είμαι μήτε είσαι,
που το χέρι σου πάνω μου το νιώθω σα δικό μου,
που όταν κοιμάμαι κλείνουν και τα δικά σου μάτια”.
Αν με ξεχάσεις…
Ένα θέλω να ξέρεις.
Ξέρεις πώς είν’αυτό:
Αν κοιτάξω το κρυστάλλινο φεγγάρι,
το κόκκινο κλαδί του αργού φθινοπώρου
στο παράθυρό μου,
αν αγγίξω πλάι στη φωτιά
την ατάραχη στάχτη
ή το ρυτιδωμένο σώμα του ξύλου,
όλα με φέρνουν σε σένα,
λες και ό,τι υπάρχει,
αρώματα, φως, μέταλλα,
είναι μικρά πλεούμενα που ταξιδεύουν
προς τα νησιά σου
που με περιμένουν.
Μα.. Αν λίγο λίγο πάψεις πια να μ’αγαπάς,
θα πάψω κι εγώ να σ’αγαπώ…
λίγο λίγο.
Κι αν ξαφνικά με ξεχάσεις,
μην ψάξεις να με βρεις
θα σ’έχω ήδη λησμονήσει.
Αν θεωρήσεις ότι κρατάει πολύ
κι είναι τρελός ο άνεμος
από σημαίες που περνάει απ’τη ζωή μου
κι αποφασίσεις να με αφήσεις
στην όχθη της καρδιάς
που έχω ρίζες,
σκέψου πως εκείνη τη μέρα,
την ώρα εκείνη,
θα σηκώσω τα χέρια
και θα βγουν οι ρίζες μου
για να βρούνε άλλη γη.
Όμως αν κάθε μέρα,
κάθε ώρα, νιώθεις προορισμένη
για μένα με γλυκύτητα αψεγάδιαστη…
Αν κάθε μέρα ανεβαίνει
ένα λουλούδι στα χείλη σου για να με βρει…
Αχ αγάπη μου, δικιά μου,
μέσα μου όλη τούτη η φωτιά
θα επαναλαμβάνεται.
Μέσα μου τίποτα δε θα σβήσει
ούτε θα ξεχαστεί…
Η αγάπη μου τρέφεται από την αγάπη σου,
αγαπημένη, κι όσο θα ζεις,
θα είναι μες στην αγκαλιά σου,
χωρίς απ’τη δική μου να φύγει.