Με αφορμή τα 61α γενέθλια του ευρηματικού Ταραντίνο, ας θυμηθούμε την τελευταία ταινία του η οποία θα αφήσει το σημάδι της στην ιστορία του κινηματογράφου, τόσο για τα κρυμμένα νοήματά της, όσο και για το όνειρο που επιλέγει να μας δώσει ο σκηνοθέτης της.
Το 1994, όλοι μιλούσαν για το “Pulp Fiction” του ευρηματικού Κουέντιν Ταραντίνο. Του σκηνοθέτη που δεν έμαθε την τέχνη που ακολούθησε σε κάποια κινηματογραφική σχολή, αλλά παρακολουθώντας μανιωδώς πολλές ταινίες. Εντυπωσιακό είναι ότι κατάφερε με την εναλλακτική του ματιά, να ξεφύγει από τα όρια του cult και να κατακτήσει την παγκόσμια pop κουλτούρα. Σε εκείνη την επιτυχημένη του προσπάθεια συνετέλεσε ένα παλιό ελληνικό τραγούδι. Η “Mισιρλού” σε διασκευή του Ντικ Ντέηλ… Στην ένατη ταινία του, “Κάποτε στο Χόλλυγουντ” η μουσική είχε να κάνει με το ανεπανάληπτο “California Dreaming”.
Λος Άντζελες, καλοκαίρι του 1969. Σε μια αρκετά ταραγμένη δεκαετία που έμπαινε στην τελική της στροφή, αφήνοντας μια κάπως γλυκόπικρη γεύση. Τότε που η Αμερική γυρίζει νέα σελίδα σε κάθε επίπεδο και μια νέα, δυναμική γενιά περνάει στο προσκήνιο επιβάλλοντας τις δικές της αξίας σε διάφορους τομείς. Από τα σεξουαλικά ήθη έως τις ταινίες και τη μουσική. Κι ενώ κοινωνικοί αγώνες δικαιώνονται, φιλελεύθερες πολιτικές προσωπικότητες δολοφονούνται, ο Ρίτσαρντ Νίξον εκλέγεται πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, ξεσπά ο πόλεμος του Βιετνάμ, τη χρονιά που διοργανώνεται το Γούντστοκ, το «Απόλλων 11» προσσεληνώνεται και ο Τσαρλς Μάνσον γίνεται πρωτοσέλιδο με τη δολοφονία της εγκυμονούσας συζύγου του Ρόμαν Πολάνσκι, Σάρον Τέιτ..
Μπορεί κάπου στα μισά της ταινίας να γεννιέται στους θεατές η απορία : “Μα πού άραγε θέλει να καταλήξει ο σκηνοθέτης, ποιο το νόημα”, ωστόσο δε αργεί να δικαιωθεί. Ο Ταραντίνο κατά τη γνώμη μου, γράφει ιστορία με αυτήν την ταινία του όπου εστιάζει στο δελεαστικό, λαμπερό αλλά και “σκοτεινό” Χόλλυγουντ και τη βιομηχανία θεάματος. Επιλέγει ίσως τους καλύτερους ερμηνευτές για να ενσαρκώσουν τους δύο πρωταγωνιστικούς ρόλους, οι οποίοι δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό αποδεικνύοντας ότι ο χαρακτηρισμός “star” τους αξίζει και με το παραπάνω. Λεονάρντο Ντι Κάπριο και Μπραντ Πητ. ‘Η μήπως Μπραντ Πητ και Λεονάρντο Ντι Κάπριο; Μπορεί ο πρώτος να υποδύεται άψογα το ρόλο του ανήσυχου, αγχώδη αστέρα που βιώνει την κρίση του επαγγέλματος σε μια εποχή που τίποτα δεν μένει ίδιο, ωστόσο ο cool, αυθεντικός κασκαντέρ του (Πητ) θυμίζει κλασικό αντιήρωα που τα περισσότερα αγόρια θα ήθελαν να του μοιάσουν. Κι έχω την αίσθηση ότι κι ο ίδιος ο σκηνοθέτης ταυτίζεται αρκετά μαζί του. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι με εύστοχο τρόπο τον ανεβάζει στα μάτια μας μέχρι το τέλος.
Ας ξεκινήσουμε όμως την ιστορία της ταινίας από την αρχή…
Ένας πρώην τηλεοπτικός αστέρας των `50s ψάχνει να βρει μια θέση στον κινηματογράφο στα τέλη του `60. Ο Ρικ Ντάλτον, λοιπόν, πρωταγωνιστής του γουέστερν σίριαλ «Bounty law», νιώθει απογοητευμένος και κάπως ηττημένος καθώς δεν κατάφερε ποτέ να κάνει εκείνο το πολυπόθητο επιτυχημένο πέρασμα στη μεγάλη οθόνη. Τότε είναι που αποφασίζει να αποδεχθεί τη δύσκολη φάση που βρίσκεται και να “συμβιβαστεί” με την πρόταση ενός παραγωγού (Aλ Πατσίνο) να γυρίσει ένα γουέστερν σπαγγέτι στην Τσινετσιτά.
Εντωμεταξύ, ο Ταραντίνο φροντίζει να κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον της ταινίας παρουσιάζοντας ευχάριστες, νοσταλγικές σκηνές που η κάθεμία τον επηρέασε με το δικό της μοναδικό τρόπο στην κινηματογραφική διαδρομή του. Ανάμεσά τους οι φημισμένες τηλεοπτικές σειρές (“Μπονάτσα”, “Μάχη”), ο ιδιαίτερος Μπρους Λι και ο Κάσιους Κλέι, ραδιόφωνα σε παλιές Kάντιλακ που παίζουν αγαπημένες μουσικές, Βιετνάμ, κοινόβιο των χίπις που βρίσκονται σε παλιά κινηματογραφικά πλατό, η πανέμορφη, λαμπερή και γεμάτη χάρη και χαρά Σάρον Τέιτ.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι όλες οι ταινίες του ανεπανάληπτου Ταραντίνο μοιάζουν με φόρο τιμής στις ταινίες που ο ίδιος φαίνεται ότι λατρεύει. Για πολλούς, το Pulp Fiction, είναι η καλύτερη ταινία που έχουν δει ποτέ. Η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για μια ταινία που δεν προσπερνάς σε καμία περίπτωση. Την απολαμβάνεις και συνειδητοποιείς τί σημαίνει κινηματογραφική τέχνη. Έχει όλα τα απαραίτητα στοιχεία για να θέλεις να την ξαναδείς.
Ο Ταραντίνο, παρουσιάζει τους χαρακτήρες του με έναν ιδιαίτερο, μοναδικό τρόπο… Κι ας είναι περιθωριακοί χαρακτήρες… Σε κάνει να θέλεις να μάθεις γι`αυτούς και να λατρεύεις τις ιδιαιτερότητές τους… Σε βάζει τόσο πολύ στο κλίμα της ατμόσφαιρας της ταινίας, που δεν θέλεις να τελειώσει… Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και στο “Kάποτε στο… Χόλλυγουντ”.
Ο Ταραντίνο περιγράφει με το αξεπέραστο ταραντινικό του στυλ το πώς ήταν η ζωή “κάποτε στο… Χόλλυγουντ”. Την ποπ κουλτούρα τη λατρεύει, ωστόσο δεν διστάζει να την σχολιάσει με ιδιαίτερα καυστικό τρόπο. Με τη δική του ματιά μοιάζουν όλα τόσο χαλαρά, και κωμικοτραγικά. Σατιρίζει εύστοχα, όπως στην σκηνή όπου ο Κλιφ Μπουθ συναντά απρόσμενα τον Μπρους Λι. Ο πρώτος καταφέρνει να απομυθοποιήσει με ξεκαρδιστικό τρόπο τον δεύτερο, δίχως όμως να “προσβάλει” το μύθο του. Kι ας μίλησε με σκληρά λόγια η κόρη του Λι για τον Ταραντίνο και την επιλογή του.
Κι εκεί μέσα στο χιούμορ και στο cine-trash, αποκαλύπτει ότι μια συνάντηση με ένα μικρό κορίτσι είναι αρκετή για να νιώσει ο Ντάλτον την αλλαγή μέσα του και να αναζητήσει τις εκπληκτικές υποκριτικές του δυνατότητες. Ένας διάλογος είναι αρκετός για να νιώσει ότι αξίζει ως καλλιτέχνης, να αφεθεί ελεύθερος στην έκφρασή του, να αυτοσχεδιάσει και να καταπλήξει.
Όσο για την Τέιτ (Μάργκοτ Ρόμπι), μια καλλονή που μοιάζει να είναι παγιδευμένη στην εκθαμβωτική ομορφιά της, με ελάχιστες προοπτικές να κάνει ένα βήμα παραπέρα στην επαγγελματική της ζωή, αποθεώνεται με χιουμοριστικό τρόπο από τον σκηνοθέτη. Κι ας διασκεδάζει χαζεύοντάς την να απολαμβάνει την αφελή ευχαρίστησή της καθώς θαυμάζει τον εαυτό της στη μεγάλη οθόνη. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι εκείνη είναι ικανοποιημένη με τον εαυτό της κι ας πιστεύουν ό,τι θέλουν οι άλλοι.
Στις ταινίες του Ταραντίνο, υπάρχει πάντα και ένα κρυφό θέμα, πίσω από το εμφανές. Στο Pulp Fiction το κρυφό θέμα είναι η Θεία παρέμβαση στις ζωές μας. Στο Kill Bill το κρυφό θέμα είναι η ερωτική πίστη και η ερωτική εκδίκηση. Στο Djanko οι φυλετικές διακρίσεις.
Στο Resrvoir Dogs, το κρυφό θέμα είναι η φιλία και η “μπέσα”. Όπως και στο “Kάποτε στο… Χόλλυγουντ”.
Ο Ταραντίνο πετυχαίνει τα εξής σημαντικά: να αναδυθεί μέσα από τις εκκεντρικές εικόνες του και τα αστεία, η αλήθεια που κρύβεται καλά μέσα σε όλα αυτά, αξίες και ιδανικά. Μια εποχή τελειώνει και μια νέα έρχεται. Αυτό όμως που μπορεί να παραμείνει αναλλοίωτο στο χρόνο είναι οι ανθρώπινες σχέσεις και πιο συγκεκριμένα η ουσιαστική φιλία που δεν ερμηνεύεται με βαρύγδουπες φράσεις ή υποσχέσεις. Γιατί οι αυθόρμητες πράξεις είναι υπέραρκετές να την ορίσουν.
Ο Ταραντίνο παρουσιάζει ένα διαφορετικό, αφανή ήρωα. Έναν χαρακτήρα που σπάνια περνάει από το μυαλό μας ενώ βλέπουμε ταινίας δράσης. Και όμως, αυτός ο “αόρατος πρωταγωνιστής” δουλεύει ίσως πιο σκληρά από τον καθένα σε αυτό που λέμε show biz. Ο λόγος για τον κασκαντέρ, φίλο του Ρικ Ντάλτον. Ο Κλιφ Μπουθ, όπως τον υποδύεται ο Μπράντ Πητ που είναι και ο αληθινός πρωταγωνιστής της ταινίας, παρ` όλο που υποτίθεται, ότι είναι ο “δεύτερος” ρόλος. Ένας πρώην βετεράνος του πολέμου που είναι πάντα δίπλα στο αφεντικό του, σε ό,τι κι αν χρειαστεί. Από το να τον οδηγεί με το αμάξι στο πλατό ή στα διάφορα ραντεβού του, κάνοντας μερεμέτια στη βίλα του στο Μπέβερλι Χιλς ( δίπλα στην έπαυλη του Ρομάν Πολάνσκι και της συζύγου του), ταίζοντας τον σκύλο του, μέχρι να παίζει το ρόλο του συμβουλάτορα- ψυχολόγου κάθε φορά που τον βλέπει να λυγίζει . Ένας αληθινός σούπερ-ήρωας, που ακόμη και στις πιο δύσκολες περιστάσεις, δέχεται τη ζωή όπως έρχεται χωρίς να χάνει ούτε την ψυχραιμία ούτε το χιούμορ του.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν πως οι ταινίες του Ταραντίνο κινούνται μόνο σε ένα επίπεδο. Στο επίπεδο της ευρηματικής δράσης. Είναι αλήθεια ότι η δράση στις ταινίες του Ταραντίνο πήρε άλλη μορφή, αφού η βιαιότητα των σκηνών και των φονικών, πραγματοποιείται με μια αμεσότητα, που επηρέασε σχεδόν όλους του κινηματογραφιστές βίαιων ταινιών. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχει η π.Τ. (προ Ταραντίνο) και η μ.Τ.(μετά Ταραντίνο) κινηματογραφική βία. Στις παλιότερες ταινίες του Χόλλυγουντ η δράση, είχε και μελοδραματικούς τόνους. Στις ταινίες του Ταραντίνο, η βία είναι και άμεση, αλλά έχει πάντα και μια δόση χιούμορ.
Εδώ, η ταινία κορυφώνεται με εκείνη τη φρικτή, διαβόητη νύχτα με τους φόνους του Μάνσον. Κι ενώ οι περισσότεροι ίσως αναμένουμε με πικρή αγωνία να δούμε μέσα από την ταινία, την εγκυμονούσα Τέιτ να δολοφονείται, ο ευρηματικός Ταραντίνο έχει άλλη γνώμη… Επιλέγει να ξαναγράψει την ιστορία, παρουσιάζοντας την με τον πιο γλυκόπικρα μακάβριο, αγωνιώδες, αστείο τρόπο. Ακόμα κι εγώ που τρομάζω ιδιαίτερα με τέτοιες σκηνές και συνήθως κλείνω ερμητικά τα μάτια μέχρι να τελειώσουν, μπόρεσα να απολαύσω και να γελάσω με το πώς διαχειρίστηκε ο σκηνοθέτης την “εξολόθρευση” των δολοφόνων… Δεν μπορώ να μην σχολιάσω την εκπληκτική ερμηνεία του Μπραντ Πητ που για λίγη ώρα με έκανε να ξεχάσω ότι παρακολουθώ ταινία, αλλά είχα την ψευδαίσθηση ότι διαδραματιζόταν μια αληθινή σκηνή.
“Kάποτε στο… Χόλλυγουντ”… Μια διαφορετική ταινία από τις άλλες, όπου παρουσιάζει εναλλασσόμενους χαρακτήρες και περιθωριακές ιστορίες με ταχύτατους ρυθμούς κι εκεί που νομίζεις ότι έχεις “χαθεί”… ξαφνικά, ενώνονται οι ιστορίες και όλα πια έχουν νόημα… Το σπουδαιότερο; Μας δίνεται ταυτόχρονα η ευκαιρία και να γνωρίσουμε αλήθειες αλλά και να ονειρευτούμε ότι κάποια πράγματα δεν συνέβησαν… Γιατί όπως και στα παραμύθια με το happy end, το ίδιο λέει κι ο Ταραντίνο… Once upon a time in Hollywood…