Ο 59χρονος που έκαψε τη σορό του πατέρα του στα Λιόσια μιλάει αποκλειστικά στη δημοσιογράφο Έφη Φανάρα και εξηγεί τους λόγους που τον οδήγησαν να φτάσει αυτή την φρικτή και μακάβρια πράξη.
Σήμερα Δευτέρα (03/06/2024) ο 59χρονος που έκαψε τη σορό του πατέρα του στα Λιόσια, αφέθηκε ελεύθερος με τη δίκη του να αναβάλλεται για τις 12 Ιουνίου, ώστε να προσκομιστούν στο δικαστήριο η έκθεση της νεκροψίας καθώς και τα αποτελέσματα των τοξικολογικών εξετάσεων.
Ο 59χρονος επέστρεψε στο σπίτι του στα Λιόσια μετά το δικαστήριο και μίλησε αποκλειστικά στο newsit.gr, όπου θα περιγράψει την σχέση με τον πατέρα του και τους λόγους πουν τον οδήγησαν να κάψει τη σορό του.
Όπως τόνισε αρχικά o 59χρονος άνδρας «θέλω να πω ότι ούτε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα είχα ούτε οτιδήποτε. Απλά εδώ και πολλά χρόνια με βαραίνουν πολλά προβλήματα, οικονομικά κυρίως και προσωπικά και μετά το θάνατο της θετής μου μητέρας το 2011 αναγκάστηκα να φροντίζω και τον πατέρα μου παρόλο που δεν είχαμε χωριστεί ποτέ.
Κάποια στιγμή που δούλευα στη Χίο απολύθηκα ξαφνικά χωρίς να μου δώσουν αποζημίωση και μάλιστα μου οφείλανε γύρω στις 35.000 ευρώ. Από αυτά μου δώσανε 5.000 ευρώ και μάλιστα υπογράψανε χαρτί που δεν υπέγραψα εγώ ο ίδιος ότι δεν απαιτώ και τα υπόλοιπα 30000 ευρώ.
Αποτέλεσμα λοιπόν με τη μείωση της σύνταξης του πατέρα μου να διαμαρτυρηθεί το δάνειο που είχε πάρει για το σπίτι, να αρχίζουν να συσσωρεύονται τα χρέη, να μην μπορώ να αντέξω».
«Τα φροντιστήρια λέγανε είσαι μεγάλος»
Όπως περιέγραψε βρέθηκε σε δύσκολη οικονομική κατάσταση: «Απολυμένος να μην μπορώ να βρω δουλειά. Τα φροντιστήρια λέγανε είσαι μεγάλος, θέλανε πιο μικρότερες ηλικίες και λόγω της εμπειρίας που είχα θα αναγκαζόντουσαν να πληρώσουν πιο πολλά λεφτά. Όταν προσπαθούσα να βρω δουλειά αλλού είτε δεν είχα εμπειρία είτε ήμουν μεγάλος σε ηλικία. Ήταν πάρα πολύ δύσκολο να βρω δουλειά.
Εκείνο το διάστημα ο πατέρας μου ήταν σε σχετικά καλή κατάσταση παρόλο που είχε ταλαιπωρηθεί πολύ γιατί η μητέρα μου ήταν για 5-6 χρόνια με αλτσχάιμερ και την φρόντιζε μόνος του χωρίς καμιά βοήθεια.
Όταν πέθανε Μεγάλη Τετάρτη το βράδυ καθώς γύριζα από την Χίο με ειδοποίησε ο πατέρας μου ότι κατέληξε η θετή μου μητέρα και τρέξαμε να προλάβουμε να την θάψουμε».
«Έπαθε σοκ μετά τον θάνατο της γυναίκας του»
Στη συνέχεια ο 59χρονος τονίζει πως «από εκεί και πέρα ο πατέρας μου ήταν πολύ κουρασμένος από την φροντίδα της είχε πάθει σοκ που έχασε την γυναίκα του που ήταν 30 χρόνια μαζί οπότε αναγκάστηκα να τον φροντίσω μέχρι να συνέλθει.
Μετά έμεινε μόνος του στο χωριό και τα τελευταία χρόνια που ήμουν άνεργος πηγαινοερχόμουν και εγώ. Φτάνουμε λοιπόν στη στιγμή που άρχισαν οι πλειστηριασμοί για το σπίτι. Οι πρώτοι βγήκαν άγονοι. Εγώ ανησυχούσα πάρα πολύ ήταν και τα δικαστήρια και είχα και αυτό το βάρος. Τον τελευταίο χρόνο ο πατέρας μου έπεσε σε βαριά κατάσταση άνοιας, είχε χάσει την νόησή του, χανόταν πάρα πολλές φορές χρειαζόταν να τον ψάξω για να τον βρω. Ήμασταν πολύ δεμένοι δεν ήθελα να τον χάσω για αυτό και κλείδωσα την πόρτα της αυλής να μην μπορεί να φεύγει».
«Κλείστηκα μια εβδομάδα στο δωμάτιό μου μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι πέθανε»
Η περιγραφή του σοκάρει: «Στο τέλος του Δεκεμβρίου είχε λήξει η σύμβασή μου. Από τον Οκτώβρη ήταν σχεδόν κατάκοιτος. Τον Γενάρη δεν σηκωνόταν καθόλου από το κρεβάτι. Προσπαθούσα να τον ταΐσω και να του δώσω τα φάρμακα. Κάποια στιγμή τις πρώτες εβδομάδες του Φλεβάρη μεταξύ Σαββάτου και Κυριακής τον βλέπω στο κρεβάτι και δεν διαπιστώνω ότι έχει πεθάνει. Στις 8 το πρωί που σηκώθηκα για να του φτιάξω καφέ τον είδα στο κρεβάτι που ήταν ήρεμος, δεν έδωσα σημασία του έφτιαξα καφέ και πήγα να του το δώσω. Ήταν ακίνητος και δεν μύριζε.
Μόλις τον άγγιξα και είδα ότι δεν αναπνέει έπαθα ένα σοκ, ήταν μεγάλο σοκ. Παρόλο που ήταν βαριά άρρωστος δεν περίμενα να πεθάνει εκείνη την στιγμή. Από το σοκ έκλεισα την πόρτα της κρεβατοκάμαρας και πήγα στο δικό μου το δωμάτιο και κλείστηκα για μια εβδομάδα μέχρι να συνειδητοποιήσω τι έγινε».
«Επικοινώνησα με γραφεία τελετών αλλά δεν είχα χρήματα»
«Μετά επικοινώνησα με κάποια γραφεία κηδειών και ρώτησα τιμές και μου είπαν κάτι μεγάλα ποσά, εγώ δεν είχα τα χρήματα γιατί με τα δικαστήρια μου έφυγαν όλα. Δεν σκέφτηκα καθόλου να απευθυνθώ στο Δήμο δεν μου πέρασε καθόλου από το μυαλό να ρωτήσω τι κάνουμε σε αυτές τις περιπτώσεις, είχα θολώσει ήμουν πολύ πιεσμένος δεν μπορούσα να το πιστέψω, τον έκλεισα στο δωμάτιο και δεν έμπαινα για πολλούς μήνες, ένα δυο μήνες».
«Είχα σκεφτεί να τον θάψω στο βουνό αλλά δεν ήθελα να τον αποχωριστώ»
Με τρεμάμενη φωνή περιγράφει πως θόλωσε και αποφάσισε να τον κάψει: «Κάποια στιγμή μαθαίνω ότι το σπίτι έχει χαθεί σε πλειστηριασμό και τότε κατάλαβα ότι έπρεπε να το καθαρίσω. Δεν ήξερα τι να κάνω με τον πατέρα μου δεν ξέρω πως μου ήρθε πάνω στο στρες, πάνω στο άγχος δεν μπορούσα να βρω λύση.
Είχα σκεφτεί να πάω να τον θάψω στο βουνό αλλά δεν ήθελα να τον αποχωριστώ καθώς ήμασταν πολύ δεμένοι. Πως μου ήρθε να τον κάψω, πρέπει να θόλωσα εκείνη την στιγμή δεν σκέφτηκα λογικά θα ήταν πιο λογικό να τον πάρω, να τον δέσω να τον βάλω σε ένα πάπλωμα και να τον θάψω κάπου αλλού. Θόλωσε το μυαλό μου πάνω στον πανικό μου, πάνω στην αδυναμία μου, δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο».