Liberté, Égalité, Fraternité , δηλαδή Ελευθερία, Ισότης, Αφελφοσύνη, είναι οι έννοιες που συμβολίζουν τα τρία χρώματα της γαλλικής σημαίας και αυτό που αναρωτιόμουν χθες, είναι αν στην σημερινή ταραγμένη εποχή, οι έννοιες αυτές είναι ακόμη ζωντανές.
Οι έννοιες της ελευθερίας, της ισότητας και της αδελφοσύνης ήταν πολύ δημοφιλείς κατά τη διάρκεια του Διαφωτισμού, ιδιαίτερα από τον Φενελόν, τον Ζαν-Ζακ Ρουσσώ και τον Τζων Λοκ. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης ενώθηκαν σε τρίπτυχο και έγιναν σύνθημα.
Το σύνθημα έγινε δημοφιλές σταδιακά και το 1793 τυπώθηκε σε επίσημα ή δημόσια έγγραφα. Το πρώτο ήταν μια εντολή της Κομμούνας του Παρισιού προς τους Παριζιάνους να χαράξουν στις προσόψεις των σπιτιών τους τη φράση «Η Δημοκρατία μία και αδιαίρετη – Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα ή ο Θάνατος». Το διάταγμα εστάλη στο Υπουργείο Εσωτερικών για διάδοση σε ολόκληρη τη γαλλική επικράτεια και το σύνθημα όχι μόνο χαράχτηκε ή ζωγραφίστηκε σε πολλά δημόσια και ιδιωτικά κτήρια και μνημεία, αλλά και σε πολλές διατάξεις της Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας, σε αφίσες, επιστολές υπαλλήλων και εκδόσεις όλων των ειδών. Οι κάτοικοι άλλων πόλεων το εφάρμοσαν γρήγορα. Ωστόσο, μετά την πτώση του Ροβεσπιέρου και κατά την Θερμιδοριανή Αντίδραση αφαιρέθηκε το τελευταίο μέρος του συνθήματος, η λέξη Θάνατος, καθώς θύμιζε έντονα την περίοδο της Τρομοκρατίας που όλοι ήθελαν να ξεχάσουν.
Ομολογώ πως χθες το βράδυ δεν κατάφερα να παρακολουθήσω την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών αγώνων στο Παρίσι, από την αρχή, οπότε ίσως και να είχα χάσει κάποια ενδιαφέροντα σημεία. Άρχισα να παρακολουθώ, κάπου από την μέση της παρέλασης των εθνικών ομάδων με πλοιάρια στον Σηκουάνα. Όπως είδαμε όλοι, αυτή η παρέλαση των πλοιαρίων, διακοπτόταν κάθε τόσο, από κάποια “σκετς” που διαδραματίζονταν πάνω στις γέφυρες του Σηκουάνα και οι οποίες συνοδεύονταν από κάποια πολύ περιληπτικά σχόλια αυτών που εμτέδιδαν την τελετή και που για να πω την αλήθεια δεν με βοηθούσαν να καταλάβω και πολύ τι ήθελε να πει ο “ποιητής”, δηλαδή ο Τομά Ζολί, που είχε αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση της τελετής και τα μηνύματα που ήθελε να στείλει σε όλους μας.
Ήταν και η βροχή που συχνά χαλούσε το σκηνικό και έδινε μια μελαγχολική νότα σε όλη την εικόνα. Η πρώτη σκηνή που μου έδωσε μια πρώτη ιδέα για τό ότι κάτι άλλο ήθελαν να που όλα αυτά και που ακόμη δεν μπορούσα να καταλάβω το νόημα. Ήταν η σκηνή που πάνω σε ένα πλοιάριο, όπου βρίσκονταν ένας πιανίστας και μια τραγουδίστρια που ερμήνευσαν το “Imagine” του Τζον Λένον. Ήταν για μένα και συγκινητικό και μελαγχολικό αυτό που αισθάνθηκα, καθώς ο κόσμος από τότε που έγραψε τους στίχους του ο Τζον Λένον, έχει κάνει και αρκετά βήματα μπροστά, αλλά και πάρα προς τα πίσω.
Και καθώς η τελετή συνεχιζόταν δεν έπαψα να σκέφτομαι κατά πόσο τα χρώματα της γαλλικής σημαίας και οι έννοιες που συμβολίζουν είναι ακόμη ζωντανά.
Δυστυχώς δεν είναι ζωντανά, ούτε στην Γαλλία ούτε και πουθενά αλλού. Ζούμε σε έναν κόσμο που παρά την πρόοδο της επιστήμης και της τεχνολογίας, αλλά και στις ανθρώπινες σχέσεις, δημιουργεί συνεχώς καινούργια αδιέξοδα. Αδιέξοδα που κάποια στιγμή θα φτάσουν σε σημείο έκρηξης, χωρίς κανείς να μπορεί να προβλέψει τι είδους έκρηξη θα είναι και τι είδους κόσμος θα τον διαδεχθεί. Είναι ένας κόσμος που απολαμβάνει κάποια σχετική Ελευθερία μόνο στις χώρες της Δύσης, αλλά τόσο η Ισότητα, όσο και η Αδελφοσύνη, σπανίζουν όσο πάει και περισσότερο. Είναι ένας κόσμος “προεπαναστατικός”, στον οποίον όμως δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα επανάστασης.
Για να επιστρέψω στην χθεσινή τελετή όμως, νομίζω πως τόσο εγώ όσο και πολλοί άλλοι, αδικήσαμε τις προθέσεις και το νόημα όσων ήθελε να πει ο Τομά Ζιλό, με το σύνολο αυτών που είχε σχεδιάσει και που μάλλον χάθηκε, από την τηλεοπτική κάλυψη του θέματος.
Γι’ αυτό θα αναδημοσιεύσω ένα πολύ εμπεριστατομένο άρθρο της Κατερίνας Ανέστη που δημοσεύτηκε στην ηλεκτρονική iefimerida:
Tην μισώ, την λατρεύω -Κι όμως η τελετή έναρξης στο Παρίσι ήταν ιστορική και βαθιά πολιτική
Τα τοτέμ της γαλλικής ελίτ και τα λεπενικά γκαρκγόιλ έχασαν το έδαφος κάτω από τα πόδια τους με την τόσο διαφορετική, αλλά και τόσο σύγχρονη και πολιτική τελετή έναρξης που διοργάνωσε ο Τομά Ζολί, για τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Παρίσι. Μια τελετή που δίχασε όπως ο Σηκουάνας χωρίζει την πόλη στα δυο, όσο την στεφανώνει ο ιπτάμενος βωμός της ολυμπιακής φλόγας.
Ωχ Παναγία μου, ήταν η πρώτη σκέψη που έκανα μετά τα πρώτα δέκα λεπτά της τελετής έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων στο Παρίσι. Και Αστερίξ και Ζιντάν και λίγο La La Land όταν ο Ζιζού τρέχει στους μπλοκαρισμένους δρόμους του Παρισιού και το φάντασμα της όπερας στις κατακόμβες και ο νεόκοπος Λουπέν του Netflix να τρέχει στις σκεπές του Παρισιού και οι καπνοί με τα χρώματα της γαλλικής σημαίας να σβήνουν το Παρίσι από το πλάνο και ο τηλεσκηνοθέτης να κρύβει τον Γιάννη Αντεντοκούμπο.
Χρειάστηκε να μπούμε στο καθηλωτικό Conciergerie, το μουσείο τόπο φυλάκισης (και η Μαρία Αντουανέτα εκεί βρέθηκε πριν την γκιλοτίνα) με το χέβι μέταλ γαλλικό συγκρότημα Gojira σε ένα υπέροχο μουσικό ξέσπασμα για να νιώσω ότι εδώ κάτι υπάρχει.
Όλα θα πάνε καλά, θα κρεμάσουμε τους αριστοκράτες
Ο πρώτος σπινθήρας. Τραγουδούν το Ça ira, το τραγούδι ύμνο της Γαλλικής Επανάστασης που ακούστηκε για πρώτη φορά το 1790. Όλα θα πάνε καλά είναι ο τίτλος και το βασικό μοτίβο του ρεφρέν. «Όλα θα πάνε καλά, θα κρεμάσουμε τους αριστοκράτες».
Μπαμ, οι προθέσεις είναι εδώ. Η Μαρία Αντουανέτα κρατά το κομμένο κεφάλι της στα χέρια της, ο πίνακας Liberty του Ντελακρουά ζωντανεύει. Ενδιάμεσα αστραφτερά περήφανα πρόσωπα αθλητών από τις συμμετέχουσες χώρες κουνάνε σημαίες καθώς τα σκάφη τους πλέουν πάνω στον εξαγνισμένο πια Σηκουάνα, με κεφαλές από εμβληματικούς πίνακες του Λούβρου να υψώνονται μέσα από τα νερά. Μα είναι θεότρελος αυτός ο Ζολί;
Όχι, δεν είναι θεότρελος. Είναι ένας δημιουργός που έκανε την πιο τολμηρή και δύσκολη από τεχνικής πλευράς τελετή Ολυμπιακών Αγώνων στην ιστορία. Με όλο του το συναίσθημα και την λογική του, με μια πολιτική σκέψη στιβαρή και ελεύθερη, κλώτσησε στερεότυπα, στεγανά και δυνάμεις που κρατάνε την Γαλλία εγκλωβισμένη στην κεκτημένη της φήμη. Αλλά κυρίως που την βυθίζουν στον βόθρο της ακροδεξιάς και του άκρατου ρατσισμού προς μετανάστες, queer, προς κάθε τι διαφορετικό.
Ναι, έχει ενδιαφέρον να διαβάζουμε για την Λεπέν, τις ανισότητες μεταξύ Παρισιού και προαστίων, κουνώντας το κεφάλι μας αποδοκιμαστικά και νοσταλγώντας στιγμές στο Παρίσι σε καφέ και μπιστρό. Όμως αυτό που ζουν οι Γάλλοι είναι αληθινό. Πικρό, σκληρό, απέλπιδο. Και όσο και αν οι μεσήλικες έχουν συνηθίσει μοιρολατρικά σε αυτό, οι νέοι θέλουν ένα νεύμα, ένα σπρώξιμο: δεν είναι αυτός ο τρόπος, μπορούμε να συνυπάρξουμε όλοι μαζί. Το δικαιούμαστε.
Η Ζαν ντ΄Άρκ καλπάζει στον Σηκουάνα
Αυτό είναι το πνεύμα που αναδύθηκε από την τελετή. Που όσο διάθεση πάρτι, κιτς αναφορές, στιγμές Τζεφ Κουνς όπως αυτή με τον Διόνυσο και αν είχε, άλλο τόσο ποίηση είχε στο τέλος της. Η Ζαν ντ’Αρκ καλπάζει με το άλογό της πάνω στα νερά του Σηκουάνα που πήρε το όνομά του από μια θεά του κέλτικου πολιτισμού.
Στα νερά από που ανυψώθηκαν 10 χρυσά αγάλματα Γαλλίδων γυναικών που πάλεψαν για τα δικαιώματα του ανθρώπου και τη δημοκρατία. Θα τοποθετηθούν σε όλο το Παρίσι όπου αυτή τη στιγμή υπάρχουν 160 αγάλματα ανδρών και μόνο 40 γυναικών.
Η Ζαν ντ’Αρκ καλπάζει. Η ολυμπιακή φλόγα γίνεται αερόστατο και στεφανώνει την πόλη. Ο βωμός είναι ιπτάμενος, ένα οπτικό ποίημα.
Όπερα και χέβι μέταλ μαζί
Καμπαρέ και ακορντεόν στους δρόμους, ζογκλέρ, ακροβάτες, μπερέδες και μαρινιέρες όλα τα στερεότυπα που υπάρχουν παγκοσμίως για την Γαλλία ήταν εδώ για να αποδομηθούν ουσιαστικά. Ο Ζολί άνοιξε τη σκηνή σε διασημότητες από όλο τον κόσμο, ακομπλεξάριστα με πρώτη την θεά Lady Gaga.
Έβαλε όπερα και χέβι μέταλ. Ο εθνικός ύμνος ακούστηκε δυο φορές από την μέτζο σοπράνο Αxelle Saint-Cirel: η πρώτη σε μια διασκευή λιγότερο πολεμική και γεμάτη συναίσθημα, η δεύτερη στην κλασική εκδοχή.
Η Αya Nakamura, η συγκλονιστική περφόμερ, η πιο γνωστή ανά τον κόσμο Γαλλίδα τραγουδίστρια αυτή τη στιγμή, τραγουδά μαζί με την ορχήστρα της προεδρικής φρουράς -πόσα εγκεφαλικά προκάλεσε αυτή η εικόνα σε παραδοσιακούς Γάλλους.
Η Σελίν Ντιόν, στο υπέροχα φωτισμένο νυχτερινό Παρίσι, υπό βροχή, τραγουδά τον ύμνο στην αγάπη που γνωρίζουμε από τη φωνή της Εντίθ Πιάφ. Νιώθουμε την καρδιά μας να βουλιάζει, δημοσιογράφοι που σχολιάζουν την τελετή στην αμερικανική τηλεόραση δακρύζουν.
Έβγαλε ο Ζολί τη γλώσσα στην επιβολή της Louis Vuitton;
Στο Παρίσι των μεγαλύτερων οίκων μόδας, ο Τομά Ζολί ανεβάζει στην πασαρέλα του μοντέλα -άνδρες, γυναίκες, queer, άτομα με κινητικά προβλήματα, από όλες τις φυλές και τις ηλικίες- που φοράνε δημιουργίες όχι καθιερωμένων αλλά νέων δημιουργών.
Σκέφτομαι ότι αυτό το τρομερό παιδί που έφαγε χοντρό bullying στο σχολείο του στην Ρουέν γιατί ήταν διαφορετικός και φορούσε και κίτρινα Dr Martens, πήρ έτσι και τημ εκδίκησή του για την προφανή υποχρέωση να προβληθεί τόσο πολύ η Louis Vuitton στην έναρξη. Σε σημείο άχαρο και βεβιασμένο – το ότι είναι μεγάλος χορηγός της τελετής δεν το δικαιολογεί.
Ο Ζολί έβγαλε τη γλώσσα του στο σύστημα για το οποίο δούλεψε και έδωσε την φωνή και την οθόνη σε όσους είναι στο περιθώριο. Εδώ είμαστε.
Αν και μελέτησε εντατικά τις τελετές του παρελθόντος, αυτός τόλμησε να μην ακολουθήσει τα κάπως επιβεβλημένα αισθητικά και ακαδημαϊκά κριτήρια. Εβαλε δικά του. Νέα. Που ίσως δεν κατανοούμε εμείς, αλλά που μιλάνε στην καρδιά των νέων. Αυτών που καθορίζουν το μέλλον, το αν η Λεπέν θα ξεπεράσει ποτέ το τελευταίο εμπόδιο για την ανάληψη της εξουσίας στη Γαλλία.
Είκοσι χρόνια μετά, τι θα έκανε ο Παπαϊωάννου;
Ένα πολιτικό μανιφέστο, επιτέλους ξανά από τη Γαλλία, μετά την Γαλλική Επανάσταση, μετά το 1968. Με τη μορφή μίας τελετής που δεν πόνταρε στο πομπώδες και μεγαλειώδες και υπερλυρικό που έχουν συνήθως οι τελετές. Επένδυσε στον πυρήνα, το πολιτικό μήνυμα, την απάντηση στον ολοκληρωτισμό, τον εθνικισμό. Πήρε ο Τομά Ζολί την μεγαλύτερη δυνατή πλατφόρμα που θα μπορούσε να έχει και διακήρυξε ότι όλοι μαζί μπορούμε, ότι η χαρά βρίσκεται στη συνύπαρξη όλων.
Είκοσι χρόνια μετά την τελετή σταθμό στην ιστορία των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, αυτή του Δημήτρη Παπαϊωάννου, η τελετή του Ζολί αποτελεί έναν νέο σταθμό. Σε έναν κόσμο που έχει αλλάξει δραματικά, που βρίσκεται σε μια ρωγμή της ιστορίας με αβέβαιο το μέλλον, πολέμους να μαίνονται, την κλιματική κρίση να μας απειλεί, την τεχνολογία να έχει αλλάξει ριζικά τη ζωή μας. Κάθε τελετή οφείλει να συνομιλεί με την εποχή της.
Διαβάζω να μνημονεύουν τον Δημήτρη Παπαϊωάννου και την ομάδα του ως επιχείρημα. Μα πραγματικά, 20 χρόνια μετά, πιστεύει κανείς ότι αυτός ο σπουδαίος δημιουργός θα έκανε την ίδια τελετή;
Η νοσταλγία είναι βαρβιτουρικό που δεν επιτρέπει να λειτουργούμε όπως αρμόζει στο επείγον της στιγμής. Και η τέχνη ήταν αυτή που πάντα μας τραβούσε από τον λήθαργο και μας έβαζε να κοιτάξουμε στον καθρέπτη. Χωρίς τα ψέματα που μας ψιθυρίζει η νοσταλγία.