Υπέροχα λόγια-μαθήματα ζωής από μια σπουδαία συγγραφέα που πιστεύει ότι η ζωή δε μαθαίνεται από δεύτερο χέρι.
Αλκυόνη Παπαδάκη. Μία ιδιαίτερα ταλαντούχα κι ευρηματική συγγραφεάς που όταν διαβάζεις λόγια της, δεν μπορείς παρά να γοητευτείς από την ομορφιά και το νόημά τους.
Αφηγείται όλες τις ιστορίες της με μια γλυκιά μελαγχολία. Οι ήρωες στην αφήγηση της είναι τόσο αληθινοί που ο καθένας μας μπορεί να ταυτιστεί μαζί τους. Η πένα της καταφέρνει να μας ταξιδεύει με μοναδικό τρόπο… Γεννήθηκε στο Νιο Χωριό του νομού Χανίων της Κρήτης. Ο πατέρας της ήταν δάσκαλος με παράσημο από τον πόλεμο της Αλβανίας. Τα παιδικά χρόνια της χρόνια ήταν δύσκολα. Μπήκε εσωτερική στη Γαλλική Σχολή Saint Joseph των Χανίων και ύστερα ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Ωστόσο, δεν το τελείωσε ποτέ, επειδή άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα δημοσιογραφίας στην Ελληνοαμερικανική Ένωση. Εκείνη την περίοδο, έγραφε το πρώτο της βιβλίο, με τίτλο “Κόκκινο σπίτι” και το οποίο εξέδωσε με δικά της χρήματα. Με επιστολή ζήτησε να εργαστεί στον Χρήστο Λαμπράκη, ο οποίος τότε διηύθυνε το περιοδικό “Ταχυδρόμος” και εξέδιδε, μεταξύ άλλων, τις εφημερίδες “Το Βήμα” και “Τα Νέα”. Μαθήτευσε κοντά στον δημοσιογράφο Νίκο Κακαουνάκη στα “ΝΕΑ” και με πρόσκληση του Τάσου Βουρνά στην εφημερίδα “Αυγή”.Τότε, διαμόρφωσε αριστερή συνείδηση. Συζούσε εκείνη την περίοδο με έναν δημοσιογράφο, τον οποίο ακολούθησε στο Παρίσι εξαιτίας της χούντας. Όταν δε, επέστρεψε στην Ελλάδα, της πήραν το διαβατήριο επειδή είχε φάκελο στην αστυνομία λόγω αριστερών πεποιθήσεων. Ήταν αρχές του `70 όταν συνάντησε τον σημερινό σύντροφό της με τον οποίο απέκτησε ένα γιο. Από τα 45 της χρόνια, κάθε δεύτερη χρονιά εκδίδει από ένα μυθιστόρημα.
“Να δίνεσαι αλλά μη σκορπίζεσαι…” γράφει η αγαπημένη Αλκυόνη Παπαδάκη. Πόσο εύκολο είναι άραγε, να μη χαθεί αυτήν την λεπτή ισορροπία, όταν αγαπάς αληθινά; Αν νοιάζεσαι και δεν υπάρχει ανταπόκριση, υπάρχει λόγος να συνεχίσεις να δίνεσαι;
Eπέλεξα κάποια αγαπημένα μου αποσπάσματα από τα έργα της Αλκυόνης Παπαδάκη και σας τα παραθέτω…
“Το μόνο που κερδίζεις όταν νοιάζεσαι συνέχεια τους άλλους, είναι να κάνεις άσκοπους σταθμούς. Προχώρα μανάρι μου και μη φλυαρείς.
Αυτοί που δεν μπορούν να σ’ακολουθήσουν είναι μάταιο να προσπαθείς να τους πείσεις.
Κι αν υποκριθούν μια στιγμή πως σε κατάλαβαν, αυτοί είναι που θα στη φέρουν χειρότερα…
Να δίνεσαι, αλλά να μη σκορπίζεσαι…”
“Τι χρώμα έχει η λύπη; Ρώτησε το αστέρι την κερασιά και παραπάτησε στο ξέφτι κάποιου σύννεφου που περνούσε βιαστικά. Δεν άκουσες; Σε ρώτησα τι χρώμα έχει η λύπη;
Έχει το χρώμα που παίρνει η θάλασσα την ώρα που γέρνει ο ήλιος στην αγκαλιά της. Ένα βαθύ άγριο μπλε.
Τι χρώμα έχουν τα όνειρα;
Τα όνειρα; Τα όνειρα έχουν το χρώμα του δειλινού.
Τι χρώμα έχει η χαρά;
Το χρώμα του μεσημεριού, αστεράκι μου.
Και η μοναξιά;
Η μοναξιά έχει χρώμα μενεξελί.
Τι όμορφα που είναι τα χρώματα! Θα σου χαρίσω ένα ουράνιο τόξο, να το ρίχνεις επάνω σου όταν κρυώνεις.
Το αστέρι έκλεισε τα μάτια του και ακούμπησε στο φράχτη. Έμεινε κάμποσο εκεί και ξεκουράστηκε.
Και η αγάπη; Ξέχασα να σε ρωτήσω, τι χρώμα έχει η αγάπη;
Το χρώμα που έχουν τα μάτια του Θεού, απάντησε το δέντρο.
Τι χρώμα έχει ο έρωτας;
Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, όταν είναι πανσέληνος.
Έτσι, ε; Ο έρωτας έχει το χρώμα του φεγγαριού, είπε τ’ αστέρι…
Κοίταξε μακριά στο κενό… και δάκρυσε…”
Μια ζωή θυμάμαι τον εαυτό μου να φτιάχνει στέκια και καταφύγια για την ψυχή μου. Κι εκεί που είναι όλα έτοιμα κι έχω αρχίσει να βολεύομαι, εκεί που είναι τα πάντα τακτοποιημένα και κάθομαι λίγο να ξεκουραστώ και να κάμω τσιγαράκι, μπαίνει ο διάολος μέσα μου και μου την ανάβει. -Τι ναι τούτα δω τα σκιάχτρα; μου λέει. Δεν είναι για σένα η λούφα, κορίτσι μου. Πάλι πλαστογραφίες κάνεις; Και βροντάω τότε ένα ασιχτίρ και τα κάνω όλα κεραμιδαριό. Ύστερα κάθομαι σταυροπόδι και γλείφω τις πληγές μου σαν το σκυλί. Δεν πειράζει, λέω. Πάμε γι άλλα.