Από τη στιγμή που πάτησε το πόδι του στη Μόσχα, ο Φρανσίσκο Γκαρσία συνειδητοποίησε ότι είχε διαπράξει το μεγαλύτερο λάθος της ζωής του.
Στα 37 του χρόνια, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη φτώχεια της Κούβας, παρασυρμένος από διαφημίσεις στο Facebook που υποσχέθηκαν καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας σε οικοδομές, επισκευάζοντας κτίρια που είχαν υποστεί ζημιές από τους βομβαρδισμούς στην Ουκρανία. Μαζί του, εκατοντάδες άλλοι Κουβανοί, όλοι κυνηγοί μιας ψευδούς υπόσχεσης. Ωστόσο, η «δουλειά» αυτή αποδείχθηκε εισιτήριο για την πρώτη γραμμή της Ουκρανίας. Σε λίγες μόνο ημέρες, ο πρώην τραυματιοφορέας με το πενιχρό μεροκάματο στην Αβάνα βρέθηκε να κρατά όπλο για πρώτη φορά, εκπαιδευόμενος σε πεδία μάχης μαζί με άλλους Κουβανούς, Βορειοκορεάτες και Αφρικανούς, ακούγοντας τους Ρώσους διοικητές να τον μετατρέπουν σε αναλώσιμο πιόνι.
Ο Φρανσίσκο Γκαρσία, που εξαπατήθηκε και στρατολογήθηκε στον ρωσικό στρατό, περιγράφει: «Δεν μας επέτρεπαν να δείχνουμε φόβο. Έπρεπε να είμαστε ρομπότ. Αν κάποιος έδειχνε αδυναμία, τον χτυπούσαν με το κοντάκι του όπλου στο κεφάλι και στα πλευρά». Βρέθηκε στην πρώτη γραμμή, σε θέσεις πυροβολικού, φορώντας εκτοξευτές ρουκετών στον ώμο και κουβαλώντας χειροβομβίδες. Σχεδόν οι μισοί από τους συμπατριώτες του σκοτώθηκαν μέσα σε έναν χρόνο. Τα drones αποτέλεσαν τον μεγαλύτερο εφιάλτη – πολλοί δεν άντεξαν την ψυχολογική πίεση και αυτοκτόνησαν. «Η ζωή ενός στρατιώτη είναι θλιβερή. Μόνος, νηστικός και περιμένοντας λίγα λεπτά wifi για να μιλήσεις στην οικογένειά σου. Και ανάμεσα σε όλα αυτά, να σκοτώνεσαι ή να σκοτώνεις», λέει με κατηφία.
Ο Γκαρσία τραυματίστηκε δύο φορές, φροντίζοντας μόνος του τις πληγές του – μια σοβαρή βολή στο χέρι και θραύσματα από έκρηξη στα πόδια και στο άλλο χέρι. Ωστόσο, το μεγαλύτερο τραύμα είναι ψυχικό: η φωνή που τον ρωτά αν τελικά τραυμάτισε κάποιον για να γλιτώσει. Όταν πήρε την «άδεια» του, με ένα μετάλλιο στο χέρι και τον τρόμο ότι δεν θα ξαναδεί ποτέ τους δικούς του, πλήρωσε έναν διακινητή. Ταξίδεψε από Λευκορωσία σε Αζερμπαϊτζάν, από τα Εμιράτα στην Αίγυπτο και έφτασε στην Αθήνα – με μοναδικό έγγραφο το κουβανέζικο διαβατήριό του. Ένας Ρώσος αξιωματικός τον είχε προειδοποιήσει: «Αν γίνεις Ρώσος πολίτης, δεν θα φύγεις ποτέ». Αυτός δεν το έκανε – και κατάφερε να φύγει.
Σήμερα, κοιμάται σε μια σκηνή στην κλειστή δομή της Αμυγδαλέζας. Το κουβανικό κράτος τον έχει αποκηρύξει, αρνούμενο να τον δεχτεί πίσω γιατί υπηρέτησε άλλη χώρα. Ζει με τον φόβο του τι μπορεί να κάνει η Ρωσία σε έναν «προδότη». Ορισμένοι, όπως Ουκρανοί βουλευτές, τον θεωρούν απειλή: «Συμφώνησε να σκοτώσει Ουκρανούς για 2.500 δολάρια το μήνα», λένε. Εκείνος απαντά ότι ποτέ δεν ήξερε τι τον περίμενε. Οι αρχές στην Ελλάδα σιωπούν, ενώ οι αρχές στην Κούβα αποποιούνται τις ευθύνες τους. Ο ίδιος ζει και αναπνέει στους δρόμους της Αθήνας – ελεύθερος αλλά καταδιωγμένος από μνήμες, τύψεις και φόβο. «Αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, δεν θα το έκανα ποτέ», δηλώνει. «Η ζωή είναι πολύτιμη και αυτό δεν αξίζει τίποτα»