Οι τελευταίες μέρες του ανθρώπου που πολλοί θεωρούσαν ως το καλύτερο ανδρικό πρότυπο, ήταν το αντίθετο από τους δυναμικούς ρόλους που ενσάρκωνε στην οθόνη, όπως του πιο εμβληματικού Τζέιμς Μποντ
Το 2020, ο Σον Κόνερι περνούσε τις μέρες του στις Μπαχάμες, μακριά από τον θόρυβο μιας βιομηχανίας που είχε από καιρό εγκαταλείψει. Σε μια ήσυχη κατοικία στο νησί Νιου Πρόβιντενς, προτιμούσε τους αργούς περιπάτους δίπλα στη θάλασσα, τα ήρεμα πρωινά στον κήπο, και τη συντροφιά της κλασικής μουσικής κάθε απόγευμα. Η υγεία του είχε αρχίσει να επιδεινώνεται ήδη από το 2017. Η μνήμη του τον πρόδιδε, το σώμα του αντιστεκόταν. Όμως ακόμη κι έτσι, παρέμενε αξιοπρεπής, επιλέγοντας τη σιωπή αντί για τη δημόσια μάχη.
Δίπλα του, η σύζυγός του, Μισελίν Ροκεμπρύν, στάθηκε βράχος. Από το 1975 ήταν σύντροφοι, αλλά στα τελευταία κεφάλαια της ζωής του έγινε κάτι πολύ περισσότερο: η φωνή του, ο φύλακάς του, η καθημερινή του συντροφιά. Δεν υπήρχε πηγαινοέρχομενος κόσμος στο σπίτι· μόνο λίγα πολύ κοντινά πρόσωπα, ο γιος του Τζέισον, κάποια εγγόνια, κι ελάχιστοι φίλοι από τα πρώτα του χρόνια στο θέατρο. Δεν αναζητούσε τη δημοσιότητα. Αναζητούσε απλώς γαλήνη.
Ξυπνούσε νωρίς, με το πρώτο φως, και καθόταν στη βεράντα να αφουγκραστεί το θρόισμα των φοινίκων. Ένας φροντιστής τον βοηθούσε στο πρωινό μπάνιο, στο ντύσιμο, σε ήπιες ασκήσεις για τη δυσκαμψία. Ύστερα, άκουγε τζαζ ή ξεφύλλιζε αγαπημένα βιβλία του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον. Δεν μιλούσε συχνά για την καριέρα του. Αλλά όταν το έκανε, έλεγε λίγα και ουσιαστικά: «Οι Αδιάφθοροι» και «Το Όνομα του Ρόδου». Αυτοί ήταν οι ρόλοι που ένιωθε πως τον άφησαν να δείξει κάτι βαθύτερο από γοητεία ή δύναμη.
Το 2019, η κατάστασή του χειροτέρεψε. Οι λέξεις άρχισαν να χάνουν τη συνοχή τους. Κοιτούσε για ώρα πριν απαντήσει, ξυπνούσε τη νύχτα αποπροσανατολισμένος. Κι όμως, όταν αναγνώριζε τη Μισελίν, όλα άλλαζαν: της έσφιγγε το χέρι, της ψιθύριζε στα γαλλικά φράσεις από τα παλιά, χαμογελούσε σ’ ένα παλιό τους στιγμιότυπο δίπλα στο κομοδίνο. Εκείνες τις στιγμές, ο χρόνος λύγιζε. Ο Τζέιμς Μποντ γινόταν πάλι άνθρωπος.
Δεν αγαπούσε τα νοσοκομεία. Και δεν τα δέχτηκε ποτέ. «Όταν φύγω, θα φύγω από το σπίτι», είχε πει στη Μισελίν στις αρχές του 2020. Κι έτσι έγινε. Φρόντιδα υπήρχε —νοσοκόμες σε 24ωρη βάση— αλλά το σπίτι παρέμεινε ίδιο. Γεμάτο φως, θαλασσινό αέρα και ήχους τζαζ από το σαλόνι.
Το καλοκαίρι του 2020, ο Κόνερι ήταν πια κλινήρης. Δεν μιλούσε σχεδόν καθόλου. Κι όμως, υπήρχαν μέρες που έπιανε το χέρι της Μισελίν με αναπάντεχη δύναμη ή γνέφε στο γιο του, όταν του διάβαζε από παλιά σενάρια. Μια μέρα, όταν τον ρώτησε η εγγονή του τι του έλειπε πιο πολύ, εκείνος σταμάτησε για λίγο και απάντησε: «Η βροχή στη Σκοτία».
Στις 31 Οκτωβρίου 2020, σε ηλικία 90 ετών, ο Σον Κόνερι πέθανε στον ύπνο του. Η Μισελίν καθόταν δίπλα του, με το χέρι της επάνω στο δικό του. Στο σπίτι επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Μόνο ο άνεμος περνούσε απ’ τα ανοιχτά παράθυρα και από ένα παλιό ραδιόφωνο έπαιζε χαμηλόφωνα μια μελωδία. Λίγες ώρες πριν, είχε ανοίξει τα μάτια του, κοίταξε τη γυναίκα του και της ψιθύρισε: «Μου χάρισες ειρήνη.»
Ήταν τα τελευταία του λόγια. Ήρεμα, καθαρά, γεμάτα νόημα. Δεν υπήρξαν φώτα, κάμερες, ούτε φανταχτερές κηδείες. Μόνο οικογένεια, αγάπη και σιωπή.
Στο τέλος, ο Σον Κόνερι διάλεξε την απλότητα. Την αγάπη. Την ησυχία. Μακριά απ’ τα φώτα της δημοσιότητας που κάποτε κυριάρχησε.