Οι γυναίκες που κακοποίησε ο Τζέφρι Επστάιν απαιτούν να ακουστούν.
Και οι φωνές τους — που είχαν κατασταλεί για χρόνια, αλλά τώρα αναδύονται δυναμικά και με θάρρος — μπορεί να τροφοδοτήσουν περαιτέρω τη δίνη γύρω από τον Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και τους συνεργάτες του, οι οποίοι βυθίζουν το σκάνδαλο ακόμη περισσότερο κάθε φορά που προσπαθούν να το τερματίσουν.
Πρόκειται για γυναίκες που έχουν απογοητευθεί επί σειρά ετών, σε πολλαπλά επίπεδα, από μια κυβέρνηση που υποτίθεται ότι θα τις προστάτευε. Θύματα είναι και οι οικογένειές τους, καθώς η κακοποίηση σπέρνει τραύματα που περνούν από γενιά σε γενιά.
Και αυτό επαναλαμβάνεται, καθώς η κυβέρνηση Τραμπ αρνείται να δημοσιοποιήσει τα αρχεία για τη ζωή του Επστάιν, τα οποία αρκετά μέλη της είχαν υποσχεθεί να κάνουν δημόσια. Το CNN μετέδωσε ότι η Γενική Εισαγγελέας Παμ Μπόντι ενημέρωσε τον Τραμπ τον Μάιο ότι το όνομά του αναφερόταν στα αρχεία, μαζί με εκείνα άλλων υψηλόβαθμων προσώπων.
Ο Τραμπ δεν έχει ποτέ ερευνηθεί ή κατηγορηθεί για οποιαδήποτε υπόθεση που σχετίζεται με τον Επστάιν, τον οποίο γνώριζε τη δεκαετία του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Ο Λευκός Οίκος λέει ότι ο Τραμπ τον απέβαλε από το Mar-a-Lago επειδή ήταν «απαίσιος τύπος».
Ωστόσο, ελάχιστοι στον Λευκό Οίκο αναφέρονται ποτέ στις νεαρές γυναίκες που εκμεταλλεύτηκε και κακοποίησε ο Επστάιν.
«Αυτό που πραγματικά χρειάζονται είναι να τελειώσει αυτή η υπόθεση», δήλωσε ο Σκάι Ρόμπερτς, αδελφός ενός από τα πιο γνωστά θύματα του Επστάιν, της Βιρτζίνια Τζιούφρε, στην Έριν Μπέρνετ του CNN την Πέμπτη.
«Υπάρχει έλλειψη διαφάνειας εδώ και αυτό που δεν ακούμε είναι… δεν ακούμε τις φωνές των επιζώντων να ακούγονται», πρόσθεσε ο Ρόμπερτς. «Πρόκειται για ένα ανθρώπινο ζήτημα, και νομίζω ότι πρέπει να το επαναφέρουμε, γιατί αφαιρούμε την ανθρώπινη διάσταση από τους επιζώντες, όταν δεν απονέμεται δικαιοσύνη». Η Τζιούφρε έβαλε τέλος στη ζωή της στην Αυστραλία, όπου ζούσε, νωρίτερα φέτος.
Σε ένδειξη των πολιτικών προτεραιοτήτων της κυβέρνησης, καμία από τις επιζήσασες του Επστάιν δεν ήταν παρούσα σε συνάντηση που πραγματοποιήθηκε το βράδυ της Τετάρτης στον Λευκό Οίκο για την κρίση, σύμφωνα με το CNN. Στη συνάντηση συμμετείχαν ο Αντιπρόεδρος JD Βανς, η Γενική Εισαγγελέας Παμ Μπόντι και ο Διευθυντής του FBI Κας Πατέλ. Η συνάντηση μεταφέρθηκε από την κατοικία του αντιπροέδρου λόγω της πίεσης από τα μέσα ενημέρωσης.
Η έμφαση σε αυτές τις συνομιλίες του Λευκού Οίκου φαίνεται να δόθηκε στην επίλυση ενός πολιτικού προβλήματος, αντί στην ανακούφιση του πόνου όσων οι ζωές καταστράφηκαν από τον Επστάιν και τη Μάξγουελ.
Μία από τις κατηγόρους του Επστάιν, η Άνι Φάρμερ, δήλωσε στην Κέιτλαν Κόλινς του CNN την Πέμπτη ότι είχε επικοινωνήσει με τον αναπληρωτή Γενικό Εισαγγελέα Τοντ Μπλανς — ο οποίος πέρασε δύο ημέρες τον περασμένο μήνα παίρνοντας συνέντευξη από την έγκλειστη συνεργό του Επστάιν, Μάξγουελ — αλλά δεν έλαβε καμία απάντηση. Ορισμένα θύματα και οικογένειες θεωρούν τη συνάντηση ως πολιτική κίνηση για να στραφεί η προσοχή μακριά από τον Τραμπ.
«Μισώ το γεγονός ότι έχει πολιτικοποιηθεί με αυτόν τον τρόπο, γιατί νομίζω ότι χάνουμε την ευρύτερη εικόνα», είπε η Φάρμερ στην εκπομπή “The Source”.
«Νομίζω ότι πρόκειται πραγματικά για ανθρώπους που χρησιμοποιούν την εξουσία τους για να βλάψουν άλλους, και αυτό δεν είναι πολιτικό ζήτημα», τόνισε, αναφερόμενη στις πράξεις του Επστάιν. «Πιστεύω ότι άνθρωποι και από τις δύο πλευρές νοιάζονται για την ασφάλεια των παιδιών και πραγματικά ελπίζω ότι ο Τραμπ κατανοεί πως στέλνεται ένα μήνυμα, πέρα από τα άτομα που εμπλέκονται σε αυτή την υπόθεση, στην ευρύτερη κοινωνία, για τη σοβαρότητα αυτών των εγκλημάτων».
Το ερώτημα τώρα είναι αν οι επιζώντες και οι οικογένειές τους μπορούν να οργανωθούν ως πολιτική δύναμη, με στόχο να επηρεάσουν τις αποφάσεις της κυβέρνησης — ακόμη κι αν σπάνια αναφέρονται από τα φιλοτραμπικά μέσα.
Μπορούν να εξασφαλίσουν την αναγνώριση που τους στερήθηκε τόσες φορές από το σύστημα δικαιοσύνης; Θα περιπλέξει η δράση τους μια διαμάχη που ο Λευκός Οίκος έχει υποβαθμίσει και απορρίψει, αλλά που συνεχίζει να διογκώνεται; Και θα μπορούσε να προσθέσει μια νέα διάσταση πολιτικής έκθεσης για έναν Λευκό Οίκο που μέχρι τώρα ενδιαφέρεται κυρίως να σβήσει ένα σκάνδαλο ιδιαίτερα επικίνδυνο για τον Τραμπ — επειδή έχει δημιουργήσει ρήγμα με τη βάση του; Θα μπορούσε αυτή η αυξημένη προσοχή να δυσκολέψει ακόμη περισσότερο τον Τραμπ να απονείμει χάρη στη Μάξγουελ, αν αυτό είναι η πρόθεσή του;
Τα θύματα έχουν αγνοηθεί για χρόνια
Δεν είναι κάτι νέο ότι οι ισχυροί αγνοούν τα θύματα.
Αυτό επαναλαμβάνεται συνεχώς εδώ και χρόνια.
Ως νεαρά κορίτσια, αυτές οι γυναίκες υπήρξαν θύματα του Επστάιν, ενός ατιμασμένου χρηματιστή, μέσα σε ένα βρώμικο δίκτυο στρατολόγησης, κακοποίησης και σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκων.
Θύματά του υπήρξαν και εξαιτίας της Μάξγουελ, πρώην συντρόφου του, η οποία καταδικάστηκε σε 20 χρόνια φυλάκισης για το ότι στρατολογούσε τα νεαρά θηλυκά θύματα του Επστάιν — και για την κακοποίηση κάποιων από αυτές.
Θύματά του έγιναν και εξαιτίας της ελαστικής συμφωνίας που του εξασφάλισε ποινή το 2008 στη Φλόριντα, επιτρέποντάς του να αποφύγει ομοσπονδιακές κατηγορίες και πιθανή μακρά φυλάκιση. Ο χρόνος που κέρδισε χρησιμοποιήθηκε για να διαπράξει κι άλλα φρικτά εγκλήματα.
Στερήθηκαν τη δικαιοσύνη όταν ο Επστάιν αυτοκτόνησε στη φυλακή αντί να δικαστεί.
Μια ελάχιστη αναγνώριση ήρθε με την καταδίκη της Μάξγουελ. Όμως αυτή η δικαίωση απειλείται λόγω της πολιτικής διάστασης.
Οι συνωμοσιολόγοι που έκαναν την υπόθεση κεντρικό ζήτημα της ακροδεξιάς ρητορικής ισχυρίζονται ότι νοιάζονται για την εμπορία ανηλίκων, αλλά τα περιθωριακά δεξιά μέσα σπάνια αναφέρονται στον αγώνα των θυμάτων.
Χρήση του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την προστασία του Τραμπ, όχι των θυμάτων
Τώρα, κορυφαίοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι χρησιμοποιούν τη δύναμη του Υπουργείου Δικαιοσύνης σε σχέδιο που φαίνεται να αποσκοπεί στη μείωση της πολιτικής πίεσης στον Τραμπ για το παρελθόν του με τον Επστάιν. Η ουσία βρίσκεται στο όνομα — Υπουργείο Δικαιοσύνης. Υποτίθεται ότι παρέχει δικαιοσύνη στα θύματα και τιμά τον πόνο τους. Αντί γι’ αυτό, χρησιμοποιείται για την προστασία ενός προέδρου.
Όταν ο Τραμπ ρωτήθηκε για την Τζιούφρε, είπε ότι θυμόταν πως ο Επστάιν «την έκλεψε», λες και ήταν αντικείμενο, από τη δουλειά της στο σπα του Mar-a-Lago. Η απανθρωπιά του σχολίου οδήγησε την οικογένειά της να μιλήσει δημόσια, ενθαρρύνοντας και άλλες οικογένειες να ακολουθήσουν. «Δεν “κλάπηκε”, την παγίδευσαν στην ιδιοκτησία του, στην ιδιοκτησία του Προέδρου Τραμπ… το “κλάπηκε” ακούγεται πολύ απρόσωπο. Νιώθουμε ότι μας αντιμετωπίζουν σαν αντικείμενα· οι γυναίκες δεν είναι αντικείμενα», δήλωσε ο Ρόμπερτς στην Κόλινς του CNN τον περασμένο μήνα.
Ελάχιστοι στον Λευκό Οίκο έχουν εκφράσει δημόσια ανησυχία για όσους βρέθηκαν στο επίκεντρο αυτών των διαβόητων εγκλημάτων.
Αντίθετα, ο Τραμπ, όλο και πιο εκνευρισμένος καθώς το σκάνδαλο του Επστάιν επισκιάζει την προεδρία του, αποκαλεί επανειλημμένα όλη την υπόθεση «φάρσα», χαρακτηρισμός που επιτείνει την οδύνη. Την Τετάρτη την αποκάλεσε «B.S.».
«Δεν είναι φάρσα», είπε ο Ρόμπερτς στην Μπέρνετ την Πέμπτη, με σπασμένη φωνή.
«Νομίζω ότι είναι ξεκάθαρο ότι οι επιζώντες δεν είναι φάρσα. Είναι άνθρωποι. Πονάει. Ακόμα γιατρεύονται. Τους πήραν κάτι που δεν μπορούν ποτέ να πάρουν πίσω».
Ο Λευκός Οίκος έχει δοκιμάσει και άλλους τρόπους για να εξαφανίσει το σκάνδαλο.
Ζήτησε από δικαστή να δημοσιοποιήσει καταθέσεις ενόρκων στην υπόθεση Επστάιν, ελπίζοντας προφανώς να κατευνάσει τις απαιτήσεις για διαφάνεια από φιλοτραμπικούς σχολιαστές. Όμως το υλικό αυτό είναι μόνο ένα μικρό μέρος από όσα ελέγχει το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Στη συνέχεια, ο Μπλανς, πρώην προσωπικός δικηγόρος του Τραμπ, πήρε συνέντευξη από τη Μάξγουελ. Κατόπιν, η Μάξγουελ μεταφέρθηκε ξαφνικά σε φυλακή με καλύτερες συνθήκες, μια εξαιρετικά ασυνήθιστη μεταχείριση για καταδικασμένο δράστη σεξουαλικών εγκλημάτων. Αυτό ενίσχυσε τις υποψίες συγκάλυψης, καθώς η Μάξγουελ έχει κίνητρο να βοηθήσει πολιτικά τον Τραμπ: εκείνος έχει την εξουσία να της απονείμει χάρη ή να βελτιώσει τις συνθήκες κράτησής της.
Η περιφρόνηση προς τα θύματα είναι «εξοργιστική», δήλωσε η δικηγόρος Τζένιφερ Φρίμαν, που εκπροσωπεί ορισμένα από τα θύματα της Μάξγουελ, στην Κόλινς του CNN την Τετάρτη. «Όταν οι φωνές είναι τόσο δυνατές από όλους εκτός από αυτά. Δεν τους δίνεται καμία προσοχή». Η Φρίμαν εξέφρασε τη λύπη της που όσοι εμπλέκονται στην πολιτική διάσταση της υπόθεσης Επστάιν «αγνοούν τους επιζώντες ξανά και ξανά… σε μία από τις μεγαλύτερες αποτυχίες της επιβολής του νόμου στην ιστορία των ΗΠΑ».
Η ασέβεια συνεχίζεται.
Σε συνέντευξή του στο Newsmax την περασμένη εβδομάδα, ο Τραμπ ρωτήθηκε γιατί ο Μπλανς συναντήθηκε με τη Μάξγουελ. «Θέλουμε να τα δημοσιοποιήσουμε όλα, αλλά δεν θέλουμε να πληγούν άνθρωποι που δεν πρέπει να πληγούν, και υποθέτω ότι αυτός ήταν ο λόγος που ήταν εκεί», απάντησε. Η δήλωσή του ήταν ασαφής, αλλά φάνηκε να δίνει προτεραιότητα σε πρόσωπα που είχαν επαφή με τον Επστάιν, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου, αντί για εκείνους που έχουν ήδη πληγωθεί — τα θύματα. Το CNN μετέδωσε αυτή την εβδομάδα ότι υπάρχουν ηχητικά από τη συνέντευξη της Μάξγουελ και ότι εξετάζεται η δημοσιοποίηση απομαγνητοφώνησης.
Δεν υπάρχουν ενδείξεις για παράνομες ενέργειες του Τραμπ στις σχέσεις του με τον Επστάιν, τη Μάξγουελ ή σε οποιαδήποτε άλλη πτυχή της υπόθεσης. Ωστόσο, αυξάνεται η προσοχή στο πόσο συχνά αναφέρεται στα αρχεία του Επστάιν που διατηρεί το Υπουργείο Δικαιοσύνης.
Ορισμένα θύματα ζητούν τη δημοσιοποίηση όλων των αρχείων, ώστε οποιοσδήποτε άνδρας που συνδέθηκε με τον κατηγορούμενο για σεξουαλική εκμετάλλευση να λογοδοτήσει για όσα γνώριζε.
Ανησυχούν, όμως, για το ενδεχόμενο χάριτος στη Μάξγουελ, την οποία ο Τραμπ συνεχίζει να λέει ότι έχει τη συνταγματική εξουσία να απονείμει.
Μια τέτοια εξέλιξη θα αποτελούσε ακόμη μία προδοσία για όσους έχουν ήδη υποφέρει τόσο πολύ.