«Η ελληνική κυβέρνηση δεν είχε καμία όχληση από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία» δήλωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Παύλος Μαρινάκης κατά την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών σήμερα, Πέμπτη 4 Σεπτεμβριου, σχετικά με την ηλεκτρική διασύνδεση Ελλάδας – Κύπρου και τις χθεσινές δηλώσεις του Κύπριου προέδρου Νίκου Χριστοδουλίδη.
«Νομίζω, χθες, είχαμε τις τοποθετήσεις των καθ’ ύλην αρμόδιων Υπουργών ή εκπροσώπων των αντίστοιχων Υπουργείων. Έκανε και μια συνέντευξη ο Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, ο κύριος Παπασταύρου. Πολύ συνοπτικά, με βάση και τις επίσημες ενημερώσεις: Οι δηλώσεις του Κύπριου Υπουργού, του κυρίου Κεραυνού δημιουργούν εύλογα ερωτηματικά για την οικονομική βιωσιμότητα του έργου, αυτή είναι η διάσταση που συζητάμε, τη χρηματοδότησή του και το δίκαιο επιμερισμό του κόστους. Έχει πει -και ο Πρωθυπουργός δεν το είπε τώρα, το έχει πει εδώ και πάρα πολύ καιρό, επαναλαμβάνοντας την επιθυμία της Ελλάδας να προχωρήσει ένα πολύ σημαντικό έργο, καίριας σημασίας- ότι μια πολύ σημαντική διάσταση αυτού του έργου είναι και η οικονομική διάσταση, ο επιμερισμός, δηλαδή, του κόστους. Δεν νομίζω ότι υπάρχει κανείς που πιστεύει ή προτείνει είτε από τους δημοσιολογούντες είτε από τα πολιτικά κόμματα, ότι πρέπει το έργο αυτό να πληρωθεί μόνο από τον Έλληνα φορολογούμενο. Άρα, αυτό είναι κάτι το οποίο δεν μπορούμε να το προσπεράσουμε. Από κει και πέρα, δεν έχουν τεθεί υπ’ όψιν οι μελέτες βιωσιμότητας, στις οποίες αναφέρθηκε και ο Υπουργός της Κύπρου. Λαμβάνουμε αμφίσημα μηνύματα για την υλοποίηση του έργου. Το έργο, το οποίο χρηματοδοτείται, να υπενθυμίσω, μερικώς από την Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι μείζονος σημασίας, επαναλαμβάνω, ιδιαιτέρως για την Κύπρο. Γιατί; Γιατί αίρει την ενεργειακή απομόνωσή της και το υποστηρίζουμε και εμείς και συνεχίζουμε και το λέμε αυτό, παρά τα υπόλοιπα, τα οποία και αυτά έχουν μεγάλη αξία. Θέλουμε, λοιπόν, το έργο, θέλουμε τη συνέχιση του, όπως έχουμε δηλώσει, όπως και προ ημερών δήλωσε ο Υπουργός Εξωτερικών, ο κ. Γεραπετρίτης, αλλά στο πλαίσιο ενός συνολικού ενεργειακού σχεδιασμού που έχει ως προτεραιότητα τα έργα ηλεκτρικής διασύνδεσης των νησιών μας, της Κρήτης με την Αττική, των Δωδεκανήσων και των νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου με το ηπειρωτικό σύστημα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Έργα, που θα άρουν την απομόνωση ακριτικών νησιών της χώρας μας και θα ενισχύσουν την ενεργειακή τους ασφάλεια, περιορίζοντας το οικονομικό και περιβαλλοντικό κόστος για τους Έλληνες φορολογούμενους. Και θα πω εδώ, με βάση και την ενημέρωση από το Υπουργείο Εξωτερικών, πολύ σημαντικό για το έργο διασύνδεσης Ελλάδας – Αιγύπτου, που επίσης χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τώρα, υπάρχει και μια απάντηση την οποία λάβαμε χθες το βράδυ από το αρμόδιο Υπουργείο, σχετικά με τον ισχυρισμό περί Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Να το συμπληρώσω και εδώ. Στην ελληνική κυβέρνηση δεν έχει περιέλθει η οποιαδήποτε όχληση της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας σχετικά με τον GSI. Θέλω και αυτό να το πω δια αυτού του βήματος. Η ελληνική πλευρά θα ζητήσει περαιτέρω ενημέρωση, προφανώς από την Κυπριακή Δημοκρατία. Επιπλέον, το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας, για να σας τα πω όλα, αποφεύγοντας ίσως κάποιες διπλές και τριπλές ίδιες ερωτήσεις για οικονομία χρόνου, στο χέρι σας είναι να κάνετε όποιες θέλετε προφανώς, η ΡΑΕΚ ενέκρινε στις 31 Ιουλίου, μας ενημερώνει το Υπουργείο, το σχετικό έσοδο των 25 εκατομμυρίων ευρώ για την υλοποίησή του και συμμετέχει στις σχετικές συζητήσεις με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τη ΡΑΑΕΥ για την ολοκλήρωση του έργου, σε αντίθεση με τις εν λόγω δηλώσεις του Κύπριου Υπουργού Οικονομικών. Είναι επιτακτική ανάγκη η κυπριακή πλευρά να ξεκαθαρίσει τις θέσεις της. Αυτό και από την ενημέρωση του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας. Συμπέρασμα: Συνεχίζουμε και θεωρούμε αυτό το έργο καίριας σημασίας, στηρίζοντάς το, αλλά δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τη διάσταση του καταμερισμού του κόστους. Και το λέμε ξανά και ξανά. Δεν θα το επωμιστεί μόνο ο Έλληνας φορολογούμενος».
Σε συμπληρωματική ερώτηση με αναφορά σε φράση του Ανδρέα Παπανδρέου: «Η Λευκωσία αποφασίζει, η Αθήνα συμπαρίσταται. Η Κύπρος αποφασίζει, η Ελλάδα συμπαρίσταται», ο κ. Μαρινάκης απάντησε για το αν ισχύει το δόγμα αυτό με το οποίο πορεύτηκε 51 χρόνια τώρα η ελληνική πολιτική.
«Η Ελλάδα είναι ένα κυρίαρχο κράτος και είναι προφανές ότι με την Κύπρο μας συνδέουν στενότατοι δεσμοί και υποστηρίζουμε τις κυπριακές θέσεις για τα μεγάλα, τα εθνικά, ως απολύτως εθνικές θέσεις. Οι κυπριακές θέσεις είναι και δικές μας εθνικές θέσεις. Αυτό είναι το μείζον. Τώρα, από εκεί και πέρα, υπάρχουν ζητήματα, τα οποία έχουν τις δικές τους προεκτάσεις και τις οποίες νομίζω τις ανέλυσα στο συνάδελφό σας. Η ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να παραβλέψει πολύ σημαντικές λεπτομέρειες ενός έργου που δεν έχουν, δεν αναφέρονται στη γεωπολιτική του διάσταση, γιατί διαφορετικά δεν θα κινείτο υπέρ της προάσπισης των συμφερόντων των Ελλήνων πολιτών, των Ελλήνων φορολογουμένων. Αυτή είναι η ουσία της συζήτησης εν προκειμένω. Νομίζω ότι οι απαντήσεις που παρέθεσα από τα δύο Υπουργεία απαντάνε σε όλα τα ερωτήματα και δείχνουν ότι η χώρα μας έχει μια καθαρή και σταθερή θέση στο συγκεκριμένο ζήτημα».