Τρεις Αυστριακές μοναχές, ηλικίας 80 και άνω, διέφυγαν από το γηροκομείο όπου είχαν τοποθετηθεί και επέστρεψαν στο παλιό τους μοναστήρι.
Η αδελφή Μπερναδέτ, 88 ετών, η αδελφή Ρεγγίνα, 86, και η αδελφή Ρίτα, 82, είναι οι τελευταίες τρεις μοναχές στο μοναστήρι Kloster Goldenstein στο Έλσμπεθεν, κοντά στο Σάλτσμπουργκ. Κατάφεραν να ξαναμπουν στο μοναστήρι με τη βοήθεια παλαιών μαθητριών και ενός κλειδαρά.
Οι εκκλησιαστικές αρχές δεν είναι ευχαριστημένες — αλλά οι μοναχές είναι.
«Είμαι τόσο χαρούμενη που είμαι στο σπίτι», είπε η αδελφή Ρίτα. «Πάντα ένιωθα νοσταλγία στο γηροκομείο. Είμαι τόσο ευτυχισμένη και ευγνώμων που επέστρεψα.» Το τρίο δηλώνει ότι απομακρύνθηκαν από το μοναστήρι χωρίς τη θέλησή τους τον Δεκέμβριο του 2023.
«Δεν μας ρώτησαν», είπε η αδελφή Μπερναδέτ. «Είχαμε το δικαίωμα να μείνουμε εδώ μέχρι το τέλος της ζωής μας και αυτό παραβιάστηκε.» Το Schloss Goldenstein, το οποίο λειτουργεί ως μοναστήρι και ιδιωτικό σχολείο κοριτσιών από το 1877, εξακολουθεί να λειτουργεί ως σχολείο, έχοντας δεχτεί αγόρια από το 2017. Η αδελφή Μπερναδέτ ήταν μαθήτρια στο σχολείο, φτάνοντας εκεί ως έφηβη το 1948, και μεταξύ των συμμαθητριών της ήταν η αυστριακή ηθοποιός Ρόμι Σνάιντερ.
Η αδελφή Ρεγγίνα ήρθε στο μοναστήρι το 1958 και η αδελφή Ρίτα τέσσερα χρόνια αργότερα. Και οι τρεις εργάστηκαν για χρόνια ως δασκάλες στο σχολείο, με την αδελφή Ρεγγίνα να είναι διευθύντρια.
Ωστόσο, ο αριθμός των μοναχών μειωνόταν.
Το 2022 το κτίριο πέρασε στην αρμοδιότητα της Αρχιεπισκοπής Σάλτσμπουργκ και της Μονής Reichersberg, με τον Πρωτοπρεσβύτερο Markus Grasl να αναλαμβάνει την εποπτεία των μοναχών.
Η κοινότητα διαλύθηκε επίσημα στις αρχές του 2024, με τις τελευταίες μοναχές να λαμβάνουν δικαίωμα διαμονής για όλη τους τη ζωή, όσο η υγεία και η πνευματική τους κατάσταση το επέτρεπαν. Τον Δεκέμβριο του 2023 αποφασίστηκε η μεταφορά τους σε καθολικό γηροκομείο, όπου όμως ένιωθαν δυστυχισμένες.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου, με τη βοήθεια πρώην μαθητριών όπως αναφέρει το BBC, οι αδελφές Μπερναδέτ, Ρίτα και Ρεγγίνα επέστρεψαν στο μοναστήρι.
«Πάντα ήμουν υπάκουη, αλλά αυτό ήταν υπερβολικό», είπε η αδελφή Μπερναδέτ. Ωστόσο οι κλειδαριές στα διαμερίσματά τους είχαν αλλάξει, οπότε κλήθηκε κλειδαράς.
Κατά την άφιξή τους δεν υπήρχε ηλεκτρικό ή νερό. Ο Πρωτοπρεσβύτερος Grasl δήλωσε ότι η απόφαση των μοναχών να επιστρέψουν είναι «απολύτως ακατανόητη» και «κλιμάκωση». «Τα δωμάτια στο μοναστήρι δεν είναι πλέον κατοικήσιμα και δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για κατάλληλη φροντίδα», είπε.
Εξήγησε ότι οι «επισφαλείς συνθήκες υγείας» των μοναχών καθιστούν αδύνατη την ανεξάρτητη διαβίωση στο μοναστήρι.
Το γηροκομείο τους παρείχε «απόλυτα απαραίτητη, επαγγελματική και καλή ιατρική φροντίδα», πρόσθεσε.
Πολλές από τις επιθυμίες των μοναχών σχετικά με το μέλλον του μοναστηριού έχουν ληφθεί υπόψη, συμπεριλαμβανομένης της συνέχισης της λειτουργίας του σχολείου.
Οι παροχές ηλεκτρισμού και νερού έχουν εν μέρει αποκατασταθεί, οι υποστηρικτές φέρνουν τρόφιμα και οι μοναχές έχουν εξεταστεί από γιατρούς ενώ δηλώνουν αποφασισμένες να μείνουν.
«Πριν πεθάνω σε εκείνο το γηροκομείο, προτιμώ να πάω σε ένα λιβάδι και να μπω στην αιωνιότητα έτσι», είπε η αδελφή Μπερναδέτ.