36 χρόνια πριν, στις 14 Φεβρουαρίου του 1987, έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος δάσκαλος του θεάτρου.
“Η αφετηρία και η βάση του θεάτρου, όπως και κάθε μορφής τέχνης, είναι η ποίηση και η μαγεία. Αν λείψουν αυτά, δεν υπάρχει θέατρο.”
Ο Κάρολος Κουν γεννήθηκε στις 13 Σεπτεμβρίου του 1908 στην Προύσα. Ο πατέρας του ήταν ένας πάμπλουτος έμπορος και κοσμοπολίτης-κατά το ήμισυ Έλληνας χριστιανός και κατά το άλλο ήμισυ Γερμανοπωλονοεβραίος. Ο Ερρίκος Κοέν, Η μητέρα του ήταν Ελληνίδα χριστιανή ορθόδοξη. Η Μελπομένη Παπαδοπούλου.
Από μικρή ηλικία άρχισε να δείχνει τα καλλιτεχνικά του χαρίσματα. Σχημάτιζε μελωδίες στην πιανόλα του σαλονιού. Έκοβε τα μοντέλα από τα περιοδικά μόδας της που είχε η μητέρα του κι έκανε θέατρο. Έπλαθε το σκηνικό του στη φαντασία του, με τα έπιπλα του σαλονιού. Για εκείνον, οι πολυθρόνες γίνονταν βράχοι και τα χαλιά θάλασσα. Αυτό όμως που του άρεσε περισσότερο από όλα, ήταν να ζωγραφίζει με νερομπογιές.
Ο Κουν φοίτησε στη Ροβέρτειο Σχολή της Κωνσταντινούπολης και αργότερα συνέχισε με σπουδές αισθητικής στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης.
Διορίστηκε καθηγητής της αγγλικής γλώσσας στο Κολλέγιο Αθηνών, το 1929. Εμφανίστηκε ως σκηνοθέτης για πρώτη φορά, στο “Τέλος του ταξιδιού του Σέριφ” και με μαθητές του από το Κολλέγιο, παρουσίασε έργα του Αριστοφάνη και του Σαίξπηρ. Την περίοδο 1934-1936 ίδρυσε τη Λαική Σκηνή και συνεργάστηκε με διάφορους θιάσους, όπως της Κατερίνας Κοτοπούλη.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1942, ίδρυσε το Θέατρο Τέχνης όπου και ανέβασε Ίψεν, Τζορτ Μπέρναρντ, Πιραντέλλο. Μετά την απελευθέρωση, ανέβασε για πρώτη φορά στην Ελλάδα, Λόρκα, Μίλερ, Τένεσι Ουίλιαμς και άλλους.
Την ίδια χρονιά ίδρυσε τη Δραματική Σχολή του θεάτρου του, όπου μαθήτευσαν οι σπουδαιότεροι σημαντικότεροι σκηνοθέτες και ηθοποιοί της μεταπολεμικής γενιάς.
Η διάλυση του Θεάτρου Τέχνης ήταν μονόδρομος εξαιτίας οικονομικών δυσχερειών, το 1949. Πέντε χρόνια αργότερα, άνοιξε και πάλι σε μορφή κυκλικού θεάτρου. Τη περίοδο 19950-1953, ο Κουν συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο, σκηνοθετώντας Τσέχωφ(Ο θείος Βάνιας, Οι τρεις αδερφές), Πιραντέλλο (Ερρίκος Δ΄), και έργα άλλων κορυφαίων συγγραφέων.
Μετά τη συγκρότηση του Θεάτρου Τέχνης, το 1954, με μαθητές της Δραματικής Σχολής, παρουσίασε τα καινούργια ρεύματα του ξένου μεταπολεμικού θεάτρου. Ανάμεσά τους : Μπρεχτ, Ιονέσκο, Μπέκετ, Πίντερ, Ντάριο Φο, Αραμπάλ. Παρουσίασε και έργα αρκετών νέων Ελλήνων συγγραφέων που ξεχώριζαν για το ταλέντο τους. Ανάμεσά τους: Σεβαστίκογλου, Καμπανέλλη, Κεχαίδη, Σκούρτη, Αναγνωστάκη και Ευθυμιάδη. Μέσω εκείνων, επέστρεψε σε έργα των αρχαίων τραγικών και του Αριστοφάνη.
Ξεκίνησε να ανεβάζει αρχαίο δράμα από το 1957. Πρώτα, στο θέατρό του του παρουσίασε τον Πλούτο και δύο χρόνια αργότερα, το 1959, τους Όρνιθες του Αριστοφάνη. Για την εποχή, η συγκεκριμένη παράσταση θεωρήθηκε παράσταση-σκάνδαλο, κι αυτό λόγω της πρωτοποριακής της μορφής. Συνέχισε στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου και στο “Θέατρο των Εθνών” του Παρισιού, Λονδίνο, Ζυρίχη Μόνακο και άλλων μεγάλων πόλεων.
Παρουσίασε έργα ξένων συγγραφέων, όπως την “Μικρή μας πόλη” του Ουάιντερ, “Κεκλεισμένων των θυρών” του Σαρτρ, “Αυγουστιάτικο φεγγάρι” του Πάτρικ, του Ουίλιαμς (Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι, Τριαντάφυλλο στο στήθος, Καλοκαίρι και καταχνιά), του Μπρεχτ (Ο κύκλος με την κιμωλία, Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν), το “Ρινόκερο” του Ιονέσκο, “Θάνατο του εμποράκου” του Μίλλερ, “Ο παγοπώλης έρχεται” του Ο `Νηλ και πολλά ακόμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι οιι περισσότεροι από τους συγγραφείς πρωτοπαρουσιάστηκαν στην Ελλάδα από το Θέατρο Τέχνης.
Επίσης, σκηνοθέτησε έργα νέων Ελλήνων θεατρικών συγγραφέων, όπως των Καμπανέλλη, Κεχαΐδη, Σκούρτη, Σεβαστίκογλου, Αρμένη, Λ. Αναγνωστάκη
Το 1984 το ελληνικό κράτος του παραχώρησε παραχώρησε έναν χώρο στην Πλάκα για την ανέγερση του θεάτρου του.
Έγραψε δύο μελέτες:”Η αρχαία τραγωδία-κωμωδία” και “Ο σκηνοθέτης και το αρχαίο δράμα”.
Οι τιμητικές διακρίσεις για τον σπουδαίο Κάρολο Κουν ήταν:
Το παράσημο Φοίνικα, το Αργυρό Μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών, το βραβείο Θεάτρου των Εθνών.
Προς τιμήν του θεσμοθετήθηκε το”Βραβεία Κάρολος Κουν”
Ο Κάρολος Κουν είπε για την Τέχνη και το Θέατρο…
“Η Τέχνη είναι μεγάλη. Θα την πλησιάσουμε με ευλάβεια και σεβασμό. Δεν έχουμε το δικαίωμα να την κατεβάζουμε στο ανάστημά μας.”
“Δεν κάνουμε θέατρο για το θέατρο. Δεν κάνουμε θέατρο για να ζήσουμε. Κάνουμε θέατρο για να πλουτίσουμε τους εαυτούς μας, το κοινό που μας παρακολουθεί κι όλοι μαζί να βοηθήσουμε να δημιουργηθεί ένας πλατύς, ψυχικά πλούσιος και ακέραιος πολιτισμός στον τόπο μας.”
Η σπουδαία αυτή προσωπικότητα πέρασε στο Πάνθεον των Αθανάτων, στις 14 Φεβρουαρίου του 1987, την ώρα ακριβώς που θα δινόταν η πρεμιέρα του έργου “Ο ήχος του όπλου” της Λούλας Αναγνωστάκη. Ένα έργο που λίγο καιρό πριν, είχε αρχίσει να σκηνοθετεί στο “Υπόγειο”, στο Θέατρο Τέχνης.
Τον τίτλο Θέατρο Τέχνης κληροδότησε στους Γ. Λαζάνη, Μ. Κουγιουμτζή, Γ. Αρμένη, προτρέποντάς τους να συνεχίσουν τη συνεργασία τους στο θέατρο τέχνης.