Οι επιστολές αγάπης και το υπέροχο ποίημα της Μαρίας Πολυδούρη : Μόνο γιατί σ`αγάπησα. Ο Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου του 1896.
Εκείνη…σπουδαία Ελληνίδα ποιήτρια της νεορομαντικής σχολής. Μια χαρισματική γυναίκα που έφυγε δυστυχώς πολύ νέα – μόλις 28 ετών- έχοντας ζήσει ένα συναρπαστικό, αλλά και «ασύδοτο» για την εποχή της βίο. Έφυγε από ένεση μορφίνης στην κλινική Χρηστομάνου στα Πατήσια.
Εκείνος…Σπουδαίος ποιητής και πεζογράφος. Μία από τις σπουδαιότερες λογοτεχνικές μορφές που ανέδειξε η γενιά του `20 . Από τους πρώτους που εισήγαγαν στοιχεία του μοντερνισμού στην ελληνική ποίηση και που κατάφερε να επηρεάσει πολλούς ποιητές στη συνέχεια, ανάμεσά τους: το Γιώργο Σεφέρη, το Γιάννη Ρίτσο και το Νικηφόρο Βρεττάκο. Με το τέλος, δε, που έδωσε στη ζωή του δημιούργησε τον “Καρυωτακισμό”, που πλημμύρισε τη νεοελληνική ποίηση.
Πολλοί τον θυμούνται και για τον έρωτά του με τη Μαρία Πολυδούρη.
Ήταν το 1921 όταν η Πολυδούρη μετατέθηκε στη Νομαρχία Αθηνών και παράλληλα εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στην υπηρεσία της εργαζόταν και ο ομότεχνός της Κώστας Καρυωτάκης. Η μοίρα έμελλε να έρθουν αυτές οι δύο σπουδαίες προσωπικότητες κοντά.
Γνωρίστηκαν και μεταξύ τους αναπτύχθηκε ένας μεγάλος έρωτας, που μπορεί να είχε μικρή διάρκεια, ωστόσο επηρέασε καθοριστικά τη ζωή και το έργο της.
Ο Καρυωτάκης ήταν ένας μελαγχολικός νέος, με χαμηλή αυτοεκτίμηση και πολλές ανασφάλειες. Ζούσε ήσυχα και παράλληλα με το επάγγελμά του, έγραφε ποιήματα. Η Πολυδούρη ήταν μια χειραφετημένη νεαρή, με φεμινιστικές ιδέες. Ο τρόπος ζωής της ήταν αρκετά προκλητικός για την εποχή της, αν σκεφτεί κανείς ότι συναναστρεφόταν συνέχεια με άντρες, και ότι συμμετείχε στις συζητήσεις τους σαν ίση….
Ο ποιητής, αν και όπως φάνηκε από ποιήματά του, που είδαν αργότερα το φως της δημοσιότητας, αγάπησε πολύ την Πολυδούρη, αρνήθηκε τον έρωτά της. Στην αρχή χρησιμοποίησε σαν πρόσχημα την καχεκτική του εμφάνιση. Όταν μάλιστα δέχτηκε την επίσημη πρόταση από την αγαπημένη του, δεν τόλμησε να την παντρευτεί, γιατί έπασχε από αφροδίσιο νόσημα- όπως της αποκάλυψε. Η Πολυδούρη δεν τον πίστεψε και θεώρησε ότι ήταν αυτή ήταν απλά μια δικαιολογία για να χωρίσουν….
Το ποίημα του «Ωχρά Σπειροχαίτη» ( το όνομα του μικροβίου που προκαλεί τη σύφιλη), είναι σύμφωνα με τους μελετητές του έργου του, η απόδειξη ότι ο ποιητής έπασχε από αυτήν την ασθένεια.
Ο Καρυωτάκης πρότεινε στην Πολυδούρη να συνεχίσουν τη φιλία τους κι εκείνη δέχτηκε. Οι συναντήσεις τους όμως, έγιναν πιο αραιές. Αργότερα η Πολυδούρη, απογοητευμένη από το άδοξο τέλος της σχέσης της, έφυγε για το Παρίσι, όπου συνέχισε την αντισυμβατική ζωή. Ένα βράδυ τη βρήκαν πεσμένη σε ένα σοκάκι του Παρισιού. Διαγνώστηκε πως είχε φυματίωση και μεταφέρθηκε στην Ελλάδα, στο τότε σανατόριο Σωτηρία. Τον Ιούλιο του 1928, η Πολυδούρη πληροφορήθηκε το τραγικό γεγονός για τον αγαπημένο της Κώστα Καρυωτάκη. Είχε δώσει τέλος στη ζωή του…
Όταν έμαθε πως ο αγαπημένος της αυτοκτόνησε, κλονίσθηκε και η ήδη άσχημη κατάσταση της υγείας της, επιδεινώθηκε. Στις 29 Απρίλιου του 1930, φεύγει κι εκείνη από τη ζωή….
«Η Μαρία δραπετεύει από παντού. Από το σπίτι της, από τον έρωτα, από τη δουλειά της, από την Ελλάδα, από τα νοσοκομεία, από την παραδοσιακή ποίηση κι από την ίδια τη ζωή. Υπερτιμά τις δυνάμεις της, γιατί δεν τις διαχωρίζει από τις ανησυχίες της, που ’ναι ακατάλυτες. Ενώ η ίδια αισθάνεται πως ζει πολύ σοβαρά και με πάθος, εμείς, παρακολουθώντας τη ζωή της, έχομε την εντύπωση ότι παίζει, διασκεδάζει, βαριέται και φεύγει», γράφει για εκείνη η Λιλή Ζωγράφου.
Δυο άνθρωποι που μπορεί να έφυγαν πολύ νέοι, μας άφησαν ωστόσο σπουδαίο έργο.Ακολουθούν οι επιστολές τους που εκφράζουν την αγάπη που είχε ο ένας για τον άλλο…
Επιστολή της Πολυδούρη, από την Καλαμάτα, στον Καρυωτάκη:
Σάββατο βράδυ
Τάκη αγαπημένε μου! Πόσο μου φαίνεται χρόνος κάθε ώρα που περνώ μακριά σου!
Επίστευα, πριν φύγω, πως δε θα σε θυμόμουν έτσι πολύ και με τόσο πόνο· υπέθετα πως θα έβρισκα λίγα πράγματα,στον τόπο που κλείνει τη μισή μου ζωή, που θα μπορούσαν να μ`απασχολήσουν οπωσδήποτε ευχάριστα. Τίποτε δεν έχει ενδιαφέρον για μένα που δεν είναι από σένα, που δεν μιλεί για σένα, Τάκη.
Ετοιμαζόμουν για να βγω έξω, στον καθρέφτη δε βλέπω το δικό μου, βλέπω το δικό σου πρόσωπο· κατεβαίνω τη σκάλα, στέκω, μου φαίνεται πως σε βλέπω να ανεβαίνεις· στο δρόμο συναντώ έναν γνωστό μου, με σταματά και μου μιλεί, γελώ, και σε μια στιγμή που τον κοιτάζω φεύγει το κεφάλι του, και το δικό σου πηγαίνει στη θέση του… Γελάς;
Τα ψηλά δέντρα, ο ουρανός, η θάλασσα, μόλις φθάνουν να χωρέσουν την εικόνα σου· όταν τρώω, βρίσκω ευκαιρία να καταπιώ και λίγα δάκρυά μου. Τάκη, με θυμάσαι καμιά φορά; Πες μου, πονείς λίγο στη σκέψη ότι η αγάπη μου σε σένα είναι μεγάλη σαν ένας μεγάλος πόνος; Γιατί όχι; Πώς μπορεί; Η ψυχή η δική σου,που είναι όμοια πονεμένη με τη δική μου, πώς δε θα μ`ένιωθε; δε θα συμπονούσε;
Το βραδάκι σήμερα είναι γλυκό, μελαγχολικό και η πνοή του απαλή σαν χάδι καλοσύνης… Πού είσαι;
Μαρίκα (28-5-22)
Επιστολή του Καρυωτάκη προς την Πολυδούρη
Μαρίκα μου,
Έλαβα χθες το γράμμα σου του Σαββάτου. Μου μετέδωσε όλη τη λύπη σου.
Γιατί να υποφέρεις έτσι; Πρέπει να υπομείνεις αυτό το χωρισμό, αφού δε θα διαρκέσει πολύ. Προσπάθησε να διασκεδάζεις. Βγαίνε όσο μπορείς συχνότερα έξω.
Πήγαινε με τις φίλες σου. Θα φύγεις και θα νοσταλγήσεις πάλι την ωραία πατρίδα σου.
Χρυσή μου, γιατί με ρωτάς αν πονώ στη σκέψη ότι μ` αγαπάς έτσι; Πονώ επειδή σ` αγαπώ περσότερο από όσο εφαντάστηκα ότι μπορούσα ν` αγαπήσω. Τι έχω κάμει λοιπόν για να μη με πιστεύεις ακόμη;
Πόσο καλό μου κάνουν τα γράμματά σου, όσο κι αν είναι γεμάτα από τη μελαγχολία σου εκείνη! Και πόσο είναι όμορφα γραμμένα! Ένα «Τάκη!» ή ένα «πού είσαι;», καθώς τα βάζεις εκεί που πρέπει, φτάνουν βαθιά ως την καρδιά μου.
Ήθελα πράγματι να ήμαστε, έστω και πουλιά, στο θαυμάσιο εκείνο τοπίο, όπως ήθελα να `μαστε στο χωριό αυτό των Άλπεων, καλύτερα όμως — το ομολογώ — άνθρωποι, αλλά πιο απλοϊκοί, πιο ελεύθεροι από τώρα. Εν ανάγκη δε και Φρατέλοι. Τότε τουλάχιστο θα είχαμε την όμορφη αυτή γλώσσα σα να λέμε την αγάπη μας.
Με χίλια φιλιά
Κ.
01-06-1922
Μόνο γιατί σ`αγάπησα… Είναι ένα από τα ωραιότερα ποιήματα της Μαρίας Πολυδούρη.
Στο ποίημα αυτό ζωή και τέχνη αναζητούν δικαίωση. Αυτή, βρίσκεται στην αγάπη. Η Πολυδούρη χαρακτηρίζεται από έναν πρωτογενή λυρισμό. Η ποίησή της έχει λόγο ύπαρξης μόνον όταν απευθύνεται σε ένα “εσύ”.Τα ποιήματά της μοιάζουν με σελίδες ημερολογίου-όπως γράφει και ο ποιητής Κώστας Στεργιόπουλος- ή με ερωτικές επιστολές που έχουν συγκεκριμένο αποδέκτη. Μοιάζουν σαν να έχουν γραφτεί για να υπάρξει ανταπόκριση στο ερωτικό τους κάλεσμα. Ίσως όμως και για ακόμα ένα λόγο… Για να βιώσει η ίδια η ποιήτρια με περισσότερη ένταση και με περισσότερη ποιότητα το μοναδικό ερωτικό της συναίσθημα….Όλα όσα ένιωσε για τη μεγάλη της αγάπη..
Μόνο γιατί μ` ἀγάπησες
Δέν τραγουδῶ, παρά γιατί μ` ἀγάπησες
στά περασμένα χρόνια.
Καί σέ ἥλιο, σέ καλοκαιριοῦ προμάντεμα
καί σέ βροχή, σέ χιόνια,
δέν τραγουδῶ παρά γιατί μ` ἀγάπησες.
Μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου
μιά νύχτα καί μέ φίλησες στό στόμα,
μόνο γι` αὐτό εἶμαι ὡραία σάν κρίνο ὁλάνοιχτο
κι ἔχω ἕνα ρῖγος στήν ψυχή μου ἀκόμα,
μόνο γιατί μέ κράτησες στά χέρια σου.
Μόνο γιατί τά μάτια σου μέ κύτταξαν
μέ τήν ψυχή στό βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα τό ὑπέρτατο
τῆς ὕπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τά μάτια σου μέ κύτταξαν.
Μόνο γιατί μ` ἀγάπησες γεννήθηκα
γι` αὐτό ἡ ζωή μου ἐδόθη
στήν ἄχαρη ζωή τήν ἀνεκπλήρωτη
μένα ἡ ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ` ἀγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα γιατί τόσο ὡραῖα μ` ἀγάπησες
ἔζησα, νά πληθαίνω
τά ὀνείρατά σου, ὡραῖε, πού βασίλεψες
κι ἔτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ὡραῖα μ` ἀγάπησες.