Η μόνη αγάπη που είχα ποτέ ήταν με την μουσική, είπε κάποτε ο Γάλλος συνθέτης και κύριος εκπρόσωπος του μουσικού ιμπρεσιονισμού. Στις 22 Νοεμβρίου 1928, το αριστούργημά του ανέβηκε για πρώτη φορά στην όπερα των Παρισίων.
O διάσημος Γάλλος συνθέτης, Maurice Ravel, έχει αφήσει πίσω του σπουδαίο έργο. Τα έργα του για πιάνο, αποτελούν αγαπημένα κομμάτια του κλασικού ρεπερτορίου. Δεν είναι λίγα εκείνα, που απαιτούν ιδιαίτερη δεξιοτεχνία από τους εκτελεστές τους. Ανάμεσά τους : Jeux d`eau, Miroirs, Le tombeau de Couperin και το Gaspard de la nuit. Έχει γράψει επίσης, σπουδαία έργα για ορχήστρα όπως το Δάφνις και Χλόη.
Εκείνο όμως, που είναι πιο γνωστό – αν και ο ίδιος το θεωρούσε ασήμαντο- είναι το περίφημο “Μπολερό”. Το έγραψε το 1928 και το είχε περιγράψει ως “ένα κομμάτι για ορχήστρα χωρίς μουσική”.
Η εισαγωγή των οργάνων της ορχήστρας, γίνεται σταδιακά από το συνθέτη ενώ το κυρίως θέμα επαναλαμβάνεται. Εδώ, γύρω από το θέμα χτίζεται η μελωδία με αρμονικές και ορχηστρικές εναλλαγές. Το αποτέλεσμα δεν μπορούσε παρά να είναι συναρπαστικό, καθώς αναδεικνύεται η πολυμορφία και η πολυχρωμία των μουσικών οργάνων της ορχήστρας.
Ποιά είναι όμως η ιστορία του ;
Το “Μπολερό” γράφτηκε για μπαλέτο, ύστερα από παραγγελία της ρωσίδας μπαλαρίνας Ίντα Ρουμπινστάιν, έγινε όμως, γνωστό από τις ορχηστρικές του εκτελέσεις.
Η Ρουμπινστάιν ζήτησε από τον Ραβέλ να ενορχηστρώσει 6 κομμάτια από την πιανιστική σύνθεση του Αλμπένιθ “Ιμπέρια”. Προηγήθηκε, όμως, ο ισπανός μαέστρος Ενρίκε Αρμπός, ο οποίος απέκτησε και τα σχετικά πνευματικά δικαιώματα. Ο Ραβέλ, σκέφτηκε τότε, να ενορχηστρώσει μια δικιά του παλιά σύνθεση. Ωστόσο, άλλαξε γρήγορα γνώμη και αποφάσισε να γράψει μια καινούργια σύνθεση.
Εμπνεύστηκε το καλοκαίρι του 1928, ενώ βρισκόταν σε διακοπές στο παραλιακό θέρετρο του Σεν Ζαν ντε Λιζ. Με το ένα χέρι ξεκίνησε να παίζει μια μελωδία στο πιάνο για τον φίλο του Γκιστάβ Σαμαζέιγ. Του λέει ξαφνικά: “Δεν νομίζεις ότι το θέμα αυτό έχει μια επίμονη ποιότητα; Σκοπεύω να το επαναλάβω μερικές φορές χωρίς καμία εξέλιξη, αυξάνοντας βαθμιαία την ορχήστρα, όσο μπορώ.” Ο αρχικός τίτλος της σύνθεσης ήταν “Φαντάνγκο” και στη συνέχεια «Μπολέρο» (γαλλιστί «Μπολερό»). Στο άκουσμα και των δύο αυτών ονομασιών, μπορεί κάλλιστα να σκεφτέί κάποιος, τους ισπανικούς λαϊκούς χορούς του 18ου αιώνα.
Η εισαγωγή των οργάνων της ορχήστρας, γίνεται σταδιακά από το συνθέτη ενώ το κυρίως θέμα επαναλαμβάνεται. Εδώ, γύρω από το θέμα χτίζεται η μελωδία με αρμονικές και ορχηστρικές εναλλαγές. Το αποτέλεσμα δεν μπορούσε παρά να είναι συναρπαστικό, καθώς αναδεικνύεται η πολυμορφία και η πολυχρωμία των μουσικών οργάνων της ορχήστρας.
Στις 14 Νοεμβρίου του 1929, γίνεται η πρεμιέρα στην Αμερική με ασύγκριτο ενθουσιασμό, από το μουσικόφιλο κοινό της Νέας Υόρκης. Παρουσιάστηκε από τον Αρτούρο Τοσκανίνι και βασικό στοιχείο της επιτυχίας του έργου ήταν η διάδοσή του μέσω του γραμμοφώνου. Στις 8 Ιανουαρίου του 1930, γίνεται η πρώτη ηχογράφηση του “Μπολερό”.
Μπορεί να μην είναι ένα από τα σπουδαιότερα έργα του Ραβέλ, αλλά σίγουρα είναι το πιο δημοφιλές. Αποτελεί μια εκπληκτική ενορχηστρωτική πραγματεία όπου εισάγονται ένα-ένα τα διαφορετικά όργανα της ορχήστρας και βασίζονται απλώς και μόνο στην επανάληψη ενός κυρίου θέματος, το οποίο είναι χωρισμένο σε δύο μουσικές φράσεις. Το έργο ξεκινά με τον ρυθμό του μπολερό, παιγμένο από το ταμπούρο, ενώ οι βιόλες και τα βιολοντσέλα υποστηρίζουν τον ρυθμό. Ο ανατρεπτικός Ραβέλ, πέτυχε με το δικό του, μοναδικό τρόπο, να αναδείξει έναν ερωτικό, σπανιόλικο ρυθμό, δίνοντάς του έναν ήρεμο, επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα που σταδιακά φτάνει στην κορύφωση…Κι εκεί, γίνεται το θαύμα…