“Έχω ακούσει διάφορα. “Σε παρακαλώ, μη με χτυπάς”, “έχω βάλει καινούργια δόντια”, “δεν ακούω καλά” ή “όχι εδώ, χτύπα με εκεί”… μέχρι να φτάσει στο σημείο να με ρωτήσει γιατί”, εξομολογείται ο γνωστός στιχουργός.
«Τα λεφτά για τον φθηνότερο ξυλοδαρμό ξεκινούσαν από 300.000 δραχμές, σαν να λέμε 1.000 ευρώ σήμερα. Ερχόταν στο γυμναστήριο κάθε πικραμένη και μου έλεγε τον πόνο της. Ότι ο τάδε δεν μου δίνει διατροφή, με χτυπάει μπροστά στα παιδιά και τα λοιπά. Τη ρωτούσα: τι θέλεις από μένα; Να τον δω μια φορά να ξεφτιλίζεται, μου έλεγαν», περιγράφει ο Νίκος Γρίτσης.
«Οι συμπεριφορές των ανθρώπων με τη βία ή με τα λεφτά αλλάζουν. Μπορεί να πάει από το παρακαλετό, «σε παρακαλώ, μη με χτυπάς», «έχω βάλει καινούργια δόντια», «δεν ακούω καλά» ή «όχι εδώ, χτύπα με εκεί»… μέχρι να φτάσει στο σημείο να με ρωτήσει γιατί. Αν η άλλη μου είχε πει την ιστορία της, ήξερα πράγματα και τα είχα διαπιστώσει κιόλας, «ψηνόμουν», έμπαινα στη διαδικασία», αφηγείται ο γνωστός στιχουργός.
«Τι δεν είναι μπραβίστικο στην Ελλάδα από το 1821 και μετά; Αποδέχομαι το politically correct «ενάντια στη βία» αλλά όλα από τη βία ξεκινάνε. Δείτε τους επιχειρηματίες με πόσους κυκλοφορούν από πίσω», σημειώνει ο Νίκος Γρίτσης.
«Είναι ένα παιχνίδι δύναμης. Καταλαβαίνω να γίνεται όταν υπάρχει κίνδυνος απαγωγής και τα λοιπά αλλά τώρα σε ένα εστιατόριο να στέκονται όρθιοι τέσσερις για να φάει ένας… Πλέον δεν είμαι εκτελεστικό όργανο. Παλιά έγραφα για τη βία «με πιάνει κρίση κι άμα με πιάσει δεν μπορεί ένας ολόκληρος στρατός να με κρατήσει». Σήμερα δεν θα έμπαινα στη διαδικασία να παραδειγματίσω έναν νέο για τη βία», εξομολογείται ο Νίκος Γρίτσης στην Αθηναΐδα Νέγκα.