Μέχρι πρόσφατα μια θεμελιώδης αρχή της διατροφής ήταν ότι όταν πρόκειται για την απώλεια βάρους, όλες οι θερμίδες είναι ίσες. Ανεξάρτητα από το τι τρώτε, το κλειδί είναι να παρακολουθείτε τις θερμίδες σας και να καίτε περισσότερο από ό,τι καταναλώνετε. Αλλά μια μεγάλη νέα μελέτη αμφισβητεί τη συμβατική σοφία.
H επιστροφή κάποιων ανεπιθύμητων κιλών μετά από μια περίοδο απώλειας βάρους είναι ένα πολύ συνηθισμένο πρόβλημα και δεν σημαίνει μόνο ότι η θέλησή μας φθίνει. Ακόμη και όταν ακολουθούμε κατά γράμμα το πλάνο και της διατροφής και της γυμναστικής, δεν είναι ασυνήθιστο ο οργανισμός μας να προσαρμοστεί σε αυτά τα κιλά που έχει χάσει, επιβραδύνοντας το μεταβολισμό του και καίγοντας λιγότερες θερμίδες. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε επιβράδυνση της προόδου, ή ακόμα και σε μια αντιστροφή από απώλεια σε αύξηση βάρους. Για χρόνια οι διαιτολόγοι υποστήριζαν ότι μια θερμίδα είναι μια θερμίδα, αλλά μια νέα έρευνα υποδεικνύει ότι οι άνθρωποι μπορούν να κάψουν περισσότερες θερμίδες με μια δίαιτα χαμηλών υδατανθράκων παρά με μια άλλη που είναι πλούσια σε αυτούς. “Αυτά τα ευρήματα έδειξαν ότι όλες οι θερμίδες δεν είναι ίδιες για το σώμα”, δήλωσε ο Δρ. David Ludwig, ένας από τους συγγραφείς της μελέτης, ο οποίος διευθύνει το Κέντρο Πρόληψης της Παχυσαρκίας του Ιδρύματος New Balance στο νοσοκομείο παιδιών της Βοστόνης.
“Ο περιορισμός των υδατανθράκων μπορεί να είναι μια καλύτερη στρατηγική από τον περιορισμό των θερμίδων μακροπρόθεσμα.”
Η νέα μελέτη δεν επικεντρώθηκε στην απώλεια πολλών κιλών, αλλά σε έναν παράγοντα που καθιστά δύσκολη τη διατήρηση της απώλειας βάρους: το γεγονός ότι το σώμα προσαρμόζεται στα κιλά που χάνει επιβραδύνοντας τον μεταβολισμό του, με αποτέλεσμα να καίει λιγότερες θερμίδες. Και στις περισσότερες περιπτώσεις, αυτό σημαίνει ότι το βάρος επανέρχεται. Ο Ludwig προσυπογράφει μια θεωρία, γνωστή ως το μοντέλο υδατάνθρακα-ινσουλίνης, η οποία υποδηλώνει ότι οι αυξήσεις στην κατανάλωση των αποκαλούμενων υψηλών γλυκαιμικών τροφίμων – που αυξάνουν σημαντικά το σάκχαρο στο αίμα αμέσως μετά την κατανάλωσή τους – προκαλούν ορμονικές αλλαγές που αυξάνουν την πείνα και οδηγούν σε αύξηση του βάρους. Για να διαπιστώσει εάν ο μεταβολισμός και η πείνα μπορεί να μετατοπιστούν από τους τύπους των τροφών που καταναλώνουν οι άνθρωποι, ο Ludwig και οι συνεργάτες του χρησιμοποίησαν 164 υπέρβαρους ενήλικες ηλικίας 18 έως 65 ετών, οι οποίοι είχαν ήδη χάσει το 10% του σωματικού βάρους τους, τους χώρισαν τυχαία σε ομάδες και τους έδωσαν να ακολουθήσουν μια από τις παρακάτω τρεις δίαιτες με υδατάνθρακες για 20 εβδομάδες. Τα γεύματα των εθελοντών, που παρείχαν οι ερευνητές, είχαν τον ίδιο ημερήσιο αριθμό θερμίδων και όλα περιείχαν 20% πρωτεΐνη. Αλλά η διατροφή της μιας ομάδας αποτελούνταν από 20% λίπος και 60% υδατάνθρακες, η δεύτερη ομάδα πήρε μια δίαιτα με 40% λίπος και 40% υδατάνθρακες και η τρίτη έτρωγε 60% λίπος και 20% υδατάνθρακες.
Μετά την παρακολούθηση του βάρους των εθελοντών και τη μέτρηση της δαπάνης ενέργειας κατά την περίοδο της μελέτης, ήταν σαφές ότι όσοι είχαν καταναλώσει τα χαμηλότερα επίπεδα υδατανθράκων είχαν κάψει τις περισσότερες θερμίδες. Ίσως εξίσου σημαντικό, είναι ότι τα επίπεδα των ορμονών που ρυθμίζουν την πείνα, της γκρελίνης και της λεπτίνης δηλαδή, ήταν επίσης χαμηλότερα. Οι εθελοντές στην ομάδα των χαμηλών υδατανθράκων έκαψαν 209 έως 278 θερμίδες περισσότερες κάθε μέρα από εκείνους που ακολούθησαν τη διατροφή με υψηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες, πράγμα που σημαίνει ότι έκαψαν 50 έως 70 θερμίδες περισσότερο την ημέρα για κάθε 10% μείωση των υδατανθράκων στη συνολική πρόσληψη ενέργειας. Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο The BMJ.
Οι εθελοντές με την υψηλότερη έκκριση ινσουλίνης στην αρχή της μελέτης είχαν ακόμη πιο δραματική διαφορά στην ενεργειακή δαπάνη: εκείνοι στη διατροφή με τη χαμηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες έκαιγαν έως και 478 θερμίδες την ημέρα περισσότερο από όσους κατανάλωναν το υψηλότερο επίπεδο υδατανθράκων. Αυτό το είδος δαπάνης επιπλέον θερμίδων θα μπορούσε να μεταφραστεί “σε περίπου 9 κιλά απώλεια βάρους σε ένα χρόνο μεταξύ αυτών που ακολούθησαν τη δίαιτας με χαμηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες σε σύγκριση με εκείνους στην ομάδα υψηλών υδατανθράκων”, δήλωσε ο Ludwig. Τα ευρήματα προσφέρουν ελπίδα ότι η τροποποίηση των θρεπτικών ουσιών στη διατροφή θα μπορούσε να επηρεάσει την ενεργειακή δαπάνη και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως “άλλο εργαλείο” σε προγράμματα απώλειας βάρους.
Φωτεινή Πουρνάρα
itrofi.gr