Μαθαίνουμε τα σημάδια, αποδομώντας το βιβλίο καθώς διαβάζουμε. Βλέπουμε πώς ο λαβύρινθος λειτουργεί σε περισσότερα από ένα επίπεδα – στη μιμητική μας πράξη να βρούμε το δρόμο μας μέσα και έξω. Ο συγγραφέας του, Umberto Eco γεννήθηκε στις 5 Ιανουαρίου του 1932.
Το διάβασα για πρώτη φορά μόλις λίγο μετά την ενηλικίωσή μου. Δεν είχα ιδέα για την υπόθεσή του και προσπαθούσα να βγάλω συμπεράσματα από τον τίτλο του. Il nome della rosa. (Το όνομα του ρόδου) Δεν ξέρω γιατί, αλλά ο συγκεκριμένος τίτλος με γοήτευε και με παρακινούσε να το διαβάζω.
Ο ακαδημαικός, δοκιμιογράφος και στοχαστής Umberto Eco δημιούργησε το 1980, λίγο πριν μπει στα πενήντα του χρόνια, ένα πραγματικά αριστουργηματικό βιβλίο. Ήταν το πρώτο του μυθιστόρημα. Μου είναι κάπως δύσκολο να ορίσω αν πρόκειται για μεσαιωνικό χρονικό, αστυνομικό μυθιστόρημα, γοτθική νουβέλα, ιδεολογικό αφήγημα…
Το σίγουρο είναι πως είναι ένα μυθιστόρημα που έχει φτιαχτεί από άλλα βιβλία. Κάτι σαν συρραφή άλλων κειμένων.
Είναι εντυπωσιακό ότι ενώ ο εκδοτικός οίκος είχε υπολογίσει πωλήσεις έως τα 30.000 αντίτυπα, ξεπέρασαν τελικά τα 9.000.000 αντίτυπα παγκοσμίως κάνοντας τον Έκο γνωστό στον εξωακαδημαϊκό κόσμο.
” Το γέλιο ελευθερώνει τον αγροίκο από τον φόβο του διαβόλου, γιατί μες στη γιορτή των τρελών και ο διάβολος φαίνεται φτωχός και ηλίθιος, κι επομένως ελέγξιμος. Αυτό το βιβλίο, όμως, μπορεί να διδάξει ότι η απελευθέρωση από τον φόβο του διαβόλου είναι σοφία” είναι ένα απόσπασμα από το βιβλίο που έχει μείνει χαραγμένο στη μνήμη μου. Για τον Αριστοτέλη, η τάση του γέλιου είναι αγαθή δύναμη, καθώς κι ελευθερία από τα δεσμά της εξουσίας.
Θεωρεί ότι οι άνθρωποι πρέπει να γελάνε και πως μέσα από το γέλιο και τη διακωμώδηση, θα πρέπει να ασκούν κριτική στις εξουσίες, στους φαντασμένους, στον ίδιο τους τον εαυτό.
Πρόκειται για ένα είδος μυθιστορήματος που μας αλλάζει γνώμη, αντικαθιστά την πραγματικότητά μας με τη δική του. Ζούμε σε έναν νέο κόσμο αφού τον έχουμε διαβάσει. Ο Umberto Eco, ο διάσημος σημειολόγος της Μπολόνια και μελετητής του Joyce, μας φέρνει έναν νέο κόσμο στην παράδοση του Rabelais, του Cervantes, του Sterne, του Melville, του Dostoevsky, του ίδιου του Joyce και του Garcia-Marquez.
Αναγνωρίζουμε τον ισχυρισμό -ή την αποποίηση ευθυνών- του συγγραφέα στον πρόλογο της «τρομερής ιστορίας του Adso of Melk»: ότι είναι μια βιαστική μετάφραση ενός χαμένου αντιγράφου μετάδοσης, ότι είναι αβέβαιος για την αξία του και για την ανάγκη δημοσίευσής του. Αρνείται να επιτρέψει στον αναγνώστη του να αναστείλει εύκολα τη δυσπιστία γιατί σκοπός του είναι να διερευνήσει τη σχέση μεταξύ πεποίθησης και αφήγησης.
Γεμάτο με την καλοσυνάτη πολύγλωσση κοροϊδία των υπερβολικά μορφωμένων, “Το Όνομα του Ρόδου” θα μπορούσε να θεωρηθεί μόνο ως ένα εφέ «Canterbury Tales» εκτός από ενδεικτικά σημάδια στους τοίχους της μεσαιωνικής μοναστηριακής βιβλιοθήκης του. Μαθαίνουμε τα σημάδια, αποδομώντας το βιβλίο καθώς διαβάζουμε. Βλέπουμε πώς ο λαβύρινθος λειτουργεί σε περισσότερα από ένα επίπεδα – στη μιμητική μας πράξη να βρούμε το δρόμο μας μέσα και έξω. Ο Eco κάνει τους διανοητικούς του γρίφους προσβάσιμους υφαίνοντάς τους σε μια συναρπαστική αστυνομική ιστορία. Μια σειρά από φρικιαστικές δολοφονίες μετατρέπει τον αδελφό Γουλιέλμο του Μπάσκερβιλ και τον βοηθό του Adso (τον αφηγητή μας) σε Sherlock Holmes και Watson.
Ένας γηραίος μοναχός της Μονής των Μονεδικτών, θέλει να κρατήσει μυστικό το κείμενο του Αριστοτέλη – το οποίο είναι αφιερωμένο στην κωμωδία- φοβούμενος μήπως ανατραπεί η πίστη του κόσμου.
Το μυθιστόρημα μεταφέρει τον αναγνώστη σε ένα ιταλικό μοναστήρι των Βενεδικτίνων και, γύρω από την αναζήτηση ενός χειρόγραφου του Αριστοτέλη.
Η πλοκή του αναπτύσσεται με φόνους, άνομες σχέσεις μεταξύ μοναχών και το κυνήγι των αιρετικών εν έτει 1327. Ο γηραιός βενεδικτίνος μοναχός – του αδελφού Άντσο (Adso) της Μελκ, καταγράφει τις αναμνήσεις του ενώ ήταν ακόμα νεαρός δόκιμος μοναχός. Ο Γουλιέλμος της Μπάσκερβιλ είναι το κεντρικό πρόσωπο στο έργο, ο οποίος όμως είναι ένα φανταστικό πρόσωπο και σύμφωνα με τον Ουμπέρτο Έκο, υποκαθιστά τον Γουλιέλμο Όκαμ. Στην ιστορία εμπλέκονται όχι μόνο φανταστικά αλλά και ιστορικά πρόσωπα, όπως ο ιεροεξεταστής Μπερνάρντο Γκι και ο μοναχός Ουμπερτίνο της Καζάλε,ο Φραγκίσκος της Ασίζης, ο Ρογήρος Βάκων και ο Άγιος Θωμάς Ακινάτης. Ο συγγραφέας, μέσα από αυτό το έργο βρίσκει την ευκαιρία να κάνει μια εκτενή παρουσίαση της Σχολαστικής Μεθόδου που κυριαρχούσε στη μεσαιωνική σκέψη. Εκτός από αυτά τα πρόσωπα υπήρξαν και άτομα με τα οποία ο Eco ασχολήθηκε και σε ακαδημαϊκό επίπεδο με τα έργα και τις ιδέες τους, όπως με την περίπτωση του Θωμά Ακινάτη. Αυτός ήταν ο πιο ευρηματικός τρόπος να συνδυάσει την επιστημονική με τη λογοτεχνική εργασία του.
Πολλές οι απορίες και τα ερωτηματικά γύρω από τον τίτλο του βιβλίου. Ο Έκο είχε δηλώσει ότι πρόθεσή του ήταν να βρει έναν “τελείως ουδέτερο τίτλο”. Έγραψε, μαλιστα ότι του άρεσε ο συγκεκριμένος τίτλος “γιατί το ρόδο είναι ένα σύμβολο τόσο πλούσιο σε νοήματα, που είναι ζήτημα εάν έχει μείνει κάποιο νόημα που να μην του έχει αποδοθεί”. Στο “Επιμύθιο στο Όνομα του Ρόδου”, αναφέρει “Η ιδέα του Ονόματος του ρόδου μου ήρθε σχεδόν τυχαία και μου άρεσε γιατί το ρόδο είναι ένα συμβολικό σχήμα, τόσο βεβαρημένο με νοήματα που δεν του έχει απομείνει πια σχεδόν κανένα: μυστικό ρόδο, και το ρόδο έζησε όσο ζουν τα ρόδα, ο πόλεμος των δύο ρόδων, ένα ρόδο είναι ένα ρόδο είναι ένα ρόδο είναι ένα ρόδο, ο ροδόσταυρος, ευχαριστώ για τα υπέροχα ρόδα, δροσερό και μυρωμένο ρόδο. Δίκαια ο αναγνώστης κατέληγε σε σύγχυση, αδυνατούσε να επιλέξει ερμηνεία έστω κι αν είχε συλλάβει τις πιθανές νομιναλιστικές αναγνώσεις του τελικού στίχου, ήταν ακριβώς στο τέλος που έφτανε εκεί, όταν ήδη είχε κάνει ποιος ξέρει πόσες άλλες επιλογές. Ο τίτλος πρέπει να συγχέει τις ιδέες και όχι να τις συγκροτεί.”
Το 1986, το μυθιστόρημα μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο σε σκηνοθεσία του Ζαν-Ζακ Ανό και πρωταγωνιστές τους Σον Κόνερι (Γουλιέλμος της Μπάσκερβιλ) και Κρίστιαν Σλέιτερ (Άντσο).