Tρία χρόνια πριν, στις 11 Ιανουαρίου του 2021, έφυγε από τη ζωή ο πολυβραβευμένος συγγραφέας. Το Τάλγκο (Εξάντας, 1982) ήταν το πρώτο του έργο γραμμένο στα ελληνικά και σημείωσε μεγάλη επιτυχία.
Έγραψε τα πρώτα του βιβλία στα γαλλικά. Το Τάλγκο (Εξάντας, 1982) ήταν το πρώτο του έργο γραμμένο στα ελληνικά και σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Κυκλοφόρησε τον Ιανουάριο του 1982, βραβεύτηκε από τη Γαλλική Ακαδημία κι έχει ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 200.000 αντίτυπα. Το 1984 έγινε ταινία από τον Γιώργο Τσεμπερόπουλο με τίτλο Ξαφνικός έρωτας.
Δυο λέξεις που όταν “συναντηθούν”, αποκτούν σπουδαίο νόημα και ανατροπή για τη ζωή εκείνου που “τις βιώνει”.
Εκτός από κάποια προσωπική εμπειρία, στους περισσότερους, ίσως, έρχεται στο μυαλό το τραγούδι του Σταμάτη Σπανουδάκη που ακούστηκε για πρώτη φορά από την Ελένη Βιτάλη στο ομώνυμο έργο. “Ξαφνικός έρωτας”. Η υπέροχη μουσική του σε γαληνεύει και σε ταξιδεύει σε ένα όνειρο που ακόμα και αν δεν είναι αληθινό ή δεν κρατάει για πολύ, αξίζει να το ζήσεις.
Το εξαιρετικό αυτό τραγούδι που απέσπασε διθυραμβικές κριτικές, συνοδεύει με τον καλύτερο τρόπο την ταινία του σκηνοθέτη Γιώργου Τσεμπερόπουλου που μετέφερε το 1984 από το αριστουργηματικό βιβλίο “Τάλγκο” του Βασίλη Αλεξάκη. Ένα έργο με μια γλυκιά αισιοδοξία, μια αθωότητα, μια ελπίδα για τον έρωτα που δυστυχώς λείπει στην εποχή μας. Ο συγγραφέας του έχει κάνει μια απίστευτα εύστοχη προσέγγιση στη γυναικεία πλευρά, που είναι και η κυρίαρχη στο έργο.
Ένας απρόσμενος, δυνατός έρωτας και μια σχέση που έληξε γρήγορα γιατί οι συνθήκες δεν επέτρεπαν να συνεχιστεί. Για την ακρίβεια εκείνος δεν ήταν έτοιμος για μια σημαντική αλλαγή στη ζωή του.
Ο Γρηγόρης δεν ήθελε να αλλάξει τη ζωή του για την Ελένη . Στην ουσία δεν γνωρίζουμε αν κι η Ελένη θα μετάνιωνε ποτέ την αλλαγή αυτή. Βρεθήκανε μαζί λίγες μόνο μέρες και αλληλογραφούσαν 2,5 μήνες. Είναι ένα αρκετά σύντομο διάστημα για να αλλάξει κανείς ριζικά τη ζωή του. Αυτό που με εντυπωσίασε από το βιβλίο είναι ότι ο συγγραφέας αποδίδει εξαιρετικά την ψυχολογία της ερωτευμένης γυναίκας: το νερό που δεν τολμάει να το αφήσει να τρέξει στο μπάνιο από φόβο μήπως δεν ακούσει το τηλέφωνο, ακόμα και το ότι άρχισε να βλέπει τον κόσμο με μεγαλύτερη επιείκεια.
“Θα διάβαζα μέχρι είκοσι φορές το κάθε γράμμα σου, το διάβαζα δυο – τρεις φορές μόλις ερχόταν, το φιλούσα, το έχωνα στην τσάντα μου, το ξαναδιάβαζα στο λεωφορείο. Το κρατούσα σφιχτά στα χέρια μου, μη μου το κλέψουν, μη μου το αρπάξει κανείς, το κρατούσα όπως κρατάει η μάνα το χέρι του παιδιού της όταν διασχίζουν κεντρική λεωφόρο. Ήμασταν συνεχώς μαζί, οι άλλοι άνθρωποι γύρω μου είχαν καταντήσει ωχροί σαν αναμνήσεις. Μου έτυχε να βρεθώ με μεγάλη παρέα στο εστιατόριο χωρίς να πω ούτε ν’ ακούσω λέξη. Κάποια στιγμή το μάτι μου καρφώθηκε σε μια άδεια καρέκλα όπου σιγά σιγά εμφανίστηκες εσύ και μου χαμογέλασες. Οι άλλοι έπαψαν να υπάρχουν. Για μένα, η μόνη κατειλημμένη καρέκλα ήταν αυτή η καρέκλα, η κενή…”
«Δε μ’ ερωτεύτηκες όπως σ’ ερωτεύτηκα εγώ. Εγώ ερωτεύτηκα όλες τις πτυχές του εαυτού σου, ο έρωτάς μου, σαν την αγάπη της μάνας, σε περιέβαλε ολόκληρο, κανένα τμήμα του εαυτού σου δεν άφηνε ακάλυπτο.»
»Αν με είχες αγαπήσει κι εσύ έτσι, οι λόγοι που σ’ έκαναν να δώσεις τέλος στη σχέση μας θα είχαν μετρήσει λιγότερο, μπορεί να μην είχαν μετρήσει και καθόλου, γιατί απλούστατα δε θα μπορούσες να κάνεις χωρίς εμένα.»
Έκλεισα πίσω μου την πόρτα του διαμερίσματος, ακούμπησα το πακέτο στο τραπέζι, το κοίταξα κάμποση ώρα. Μετά βάλθηκα να λύσω τον σπάγκο, δεν τα κατάφερα, τον έκοψα μ’ ένα ψαλίδι. Μέσα στο πακέτο βρήκα ένα γυάλινο μπουκαλάκι, σαν αυτά του φαρμακείου, μ’ ένα διαφανές υγρό. Επάνω στο μπουκαλάκι είχες γράψει με σινική μελάνι: ΠΑΡΙΣΙΝΗ ΒΡΟΧΗ. Βρήκα κι αυτό το σημείωμα: Τη μάζεψα με μια κατσαρόλα, απ’ το παράθυρο. Το μανίκι μου έγινε μούσκεμα. Γρηγόρης.
Κι όταν θα πάψω να είμαι ερωτευμένη μαζί σου, Γρηγόρη, να ξέρεις ότι θα σ’ ευγνωμονώ που μου έκανες αυτό το δώρο. Μ’ ανέβασες στα ίδια μου τα μάτια, μ’ έκανες να αισθάνομαι θεά. Όταν γεράσω και με ρωτούν τι σημαντικό συνέβη στη ζωή μου, αυτό μόνο θα λέω: «Μου έκαναν κάποτε δώρο λίγη βροχή».
Είχα ξεχάσει τι ωραία που νιώθεις όταν κάνεις έρωτα. Το σώμα μου είχε καταντήσει σαν κάτι παλιά επαρχιακά σαλόνια, θλιβερά και βουβά, με τα παντζούρια μονίμως κλειστά, τα έπιπλα σκεπασμένα μ’ άσπρα σεντόνια, σαν κάτι σαλόνια όπου δεν φαίνεται να κατοικούν παρά μόνο φαντάσματα επίπλων. Εσύ άνοιξες τις πόρτες και τα παράθυρα κι ένιωσα να με διαπερνά ένα γλυκύτατο καλοκαιρινό αεράκι. Ήταν μεσημέρι. Ανακάλυψα γύρω μου ένα θεόρατο κήπο με μυριάδες πουλιά.
Θυμάσαι τι γέλια κάναμε; Ίσως γι’ αυτό να γράφω, για να επιζήσει κάτι απ’ όλα αυτά, για να μην τ’ αρπάξει όλα ο χρόνος. Προσπαθώ κάτι να του κλέψω, έστω μερικές στιγμές. Ό,τι θυμάμαι. Στο τέλος θα μας πάρει ως και τις αναμνήσεις μας. Θα είναι σαν να μην έχουμε ζήσει καν. Ίσως δεν θα ’πρεπε να βασίζομαι τόσο στις λέξεις… Τα πλήκτρα της γραφομηχανής, σε τέσσερις σειρές όπως είναι, μοιάζουν με κερκίδες σταδίου όπου κάθονται φρόνιμα τα γράμματα.
Καταλαβαίνω τους λόγους που σ’ οδήγησαν σ’ αυτή την απόφαση. Πιστεύω όμως ότι υπάρχει ένας ακόμη που δεν τον αναφέρεις, μόλο που είναι ο σοβαρότερος. Θέλω να πω, βρε Γρηγόρη, ότι δε μ’ ερωτεύτηκες όπως σ’ ερωτεύτηκα εγώ. Εγώ ερωτεύτηκα όλες τις πτυχές του εαυτού σου, ο έρωτάς μου, σαν την αγάπη της μάνας, σε περιέβαλλε ολόκληρο, κανένα τμήμα του εαυτού σου δεν άφηνε ακάλυπτο. Ερωτεύτηκα τ’ όνομά σου, ερωτεύτηκα τη φωνή σου, ερωτεύτηκα τα γόνατά σου. Αν με είχες αγαπήσει κι εσύ έτσι, οι λόγοι που σ’ έκαναν να δώσεις τέλος στη σχέση μας θα είχαν μετρήσει λιγότερο, μπορεί να μην είχαν μετρήσει και καθόλου, γιατί απλούστατα δε θα μπορούσες να κάνεις χωρίς εμένα.
(Η τελευταία παράγραφος) Κοίταξα ψηλά στον ουρανό που ήταν ακόμη φωτεινός. Είδα τα πουλιά που κάθονταν στα σύρματα του ηλεκτρικού. Τόσες και τόσες φορές έχω δει τα πουλιά στα σύρματα του ηλεκτρικού, πρώτη φορά πρόσεξα ότι τα σύρματα ήταν πέντε κι ότι τα πουλιά έμοιαζαν με νότες μουσικής.
Ήταν κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το εν λόγω βιβλίο.
Πρωταγωνιστές της ταινίας είναι η Μπέττυ Λιβανού (στον ρόλο της Ελένης), ο Αντώνης Θεοδωρακόπουλος, (στο ρόλο του Γρηγόρη), ο Νικήτας Τσακίρογλου (στον ρόλο του Κώστα, συζύγου της Ελένης), η Σοφία Σεϊρλή (στον ρόλο της Μάγδας, φίλης της Ελένης). Ο Νίκος Περάκης -καλλιτεχνικός διευθυντής- και ο Γιώργος Πανουσόπουλος – διευθυντής φωτογραφίας- συμβάλουν στο έξοχο αποτέλεσμα.