Ο άνθρωπος που καθόρισε το θέατρο, γεννήθηκε σαν σήμερα στις 17 Ιανουαρίου του 1860.
Το διάβασα για πρώτη φορά όταν ήμουν ακόμα μαθήτρια λυκείου. Η καθηγήτριά μου των αγγλικών, με είχε πείσει ότι πρόκειται για ένα αριστουργηματικό βιβλίο που θα έπρεπε οπωσδήποτε να μελετήσω. “The Seagull”… “Ο γλάρος”… του Αντόν Τσέχωφ.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για ένα από τα σπουδαιότερα θεατρικά του έργα του ανθρώπου που καθόρισε το θέατρο. Μια “Κωμωδία σε 4 πράξεις” όπως το ονόμασε ο ίδιος. “Γράφω αυτό το έργο όχι χωρίς ευχαρίστηση, παρόλο που αισθάνομαι ότι παραβιάζω σημαντικά τις θεατρικές παραδοσιακές συμβάσεις. Είναι μια κωμωδία με τρεις γυναικείους και έξι αντρικούς ρόλους, με τέσσερις πράξεις, ένα τοπίο με λίμνη, πολλή συζήτηση περί λογοτεχνίας, λίγη δράση και πέντε τόνους έρωτα”. είναι τα λόγια του μετριόφρονα Τσέχωφ προς τον εκδότη του.
Οι συνθήκες, στις οποίες ανέβηκε ο «Γλάρος», δεν ήταν ευνοικές. Αντιθέτως ήταν εξαιρετικά δύσκολες και πολύπλοκες. Ο Αντόν Πάβλοβιτς Τσέχωφ εκείνη την περίοδο είχε φυματίωση που εμφάνισε επιπλοκή. Δεν ήταν σε καλή ψυχική κατάσταση ώστε να αντέξει να περάσει για δεύτερη φορά μια αποτυχία του «Γλάρου» παρόμοια με εκείνη, στο πρώτο του «ανέβασμα» στην Αγία Πετρούπολη. Η πρεμιέρα του «Γλάρου» πραγματοποιήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 1896 στο «Θέατρο Αλεξαντρίισκι» (Александрийский театр) στην Πετρούπολη.
Η πλοκή του έργου…
H Αρκάντινα είναι μια καταξιωμένη και δημοφιλής ηθοποιός του κατεστημένου θεάτρου η οποία συνδέεται με έναν επιτυχημένο συγγραφέα, τον Τριγκόριν. Ο γιος της Αρκαντίνα, Τρέπλιεφ, αναζητάκάτω από την “σκιά” της μητέρας του, νέους τρόπους έκφρασης στην ποίηση και στο θέατρο. “Χρειαζόμαστε νέους τρόπους έκφρασης. Χρειαζόμαστε νέους τρόπους, κι αν δεν μπορούμε να τους δημιουργήσουμε καλύτερα να μην κάνουμε τίποτα.” λέει ο Τσέχωφ δια στόματος Τρέπλιεφ. Παρουσιάζει το πρώτο του θεατρικό έργο στους ανθρώπους που βρίσκονται στο κτήμα, με πρωταγωνίστρια την κοπέλα που αγαπά, τη Νίνα. Η Αρκάντινα και η Νίνα είναι δύο από τους πλέον δημοφιλείς ρόλους του παγκόσμιου δραματολογίου.
Η παράσταση θα τελειώσει τόσο άδοξα…
Η Νίνα επιθυμεί να γίνει ηθοποιός και αποφασίζει να εγκαταλείψει το σπίτι της και να ακολουθήσει τον Τριγκόριν.
Περνάνε δυο χρόνια κι ενώ ο Τρέπλιεφ εξακολουθεί να ζει στο κτήμα του Σόριν, παρακολουθεί από μακριά την προσωπική ζωή και την καριέρα της Νίνας. Η επιδείνωση της υγείας του Σόριν θα φέρει πάλι στο κτήμα την Αρκάντινα και τον Τριγκόριν. Στο ίδιο μέρος, λοιπόν, θα επιστρέψει “τσακισμένη”, όπως ακριβώς ο νεκρός γλάρος που κάποτε είχε αποθέσει στα πόδια της ο Τρέπλιεφ. Εκείνη η συνάντησή της μαζί του θα συμβάλει στο να δώσει τέρμα στη ζωή του.
Αξίζει να αναφερθώ στη συμβολική εκείνη σκηνή όπου ο Τριγκόριν δείχνει στη Ζαριέτσνα τον γλάρο, που σκότωσε ο Τρέπλιεφ. Μπορεί ο Τριέπλεφ να σκότωσε το πουλί, ο Τριγκόριν, όμως, σκοτώνει την ψυχή της Νίνα…
«Ο Γλάρος» -που γράφτηκε στο Μέλιχοβο- δικαιωματικά θεωρείται το πλέον αυτοβιογραφικό θεατρικό έργο του Τσέχωφ. Εδώ μπορεί κανείς να διακρίνει τις απόψεις του για τη ζωή, για την αισθητική εμφανίζοντας μέσα σ’αυτές ανθρώπους της τέχνης. Μιλά ανοιχτά για τους προβληματισμούς του γύρω από την τέχνη, τη μάχη με την ρουτίνα της καθημερινότητας, την αναζήτηση νέων μορφών για τα βάσανα της δημιουργίας καθώς και για την ευθύνη του ταλέντου μπροστά στις απαιτήσεις της ζωής.
Ο Άγγλος δραματουργός, Πρίστλι, κάνει μια πραγματικά ενδιαφέρουσα παρατήρηση. Κατανέμει την ίδια του την προσωπικότητα ανάμεσα σε τρία πρόσωπα: «Τον Τριγκόριν, ένα δημοφιλή συγγραφέα – λογοτέχνη, γεγονός το οποίο όμως τον έχει κουράσει, τον Τρέπλεφ, ο οποίος αγωνίζεται, όπως και ο ίδιος, για νέους τρόπους έκφρασης και τον Dr. Ντορν, γιατρό, σαν και τον ίδιο, ο οποίος, όχι τυχαία, δείχνει συμπάθεια στις αναζητήσεις του Τρέπλεφ».
Ο Τσέχωφ δεν περιγράφει τα πάθη, τις ελπίδες, τις απογοητεύσεις μόνο του κεντρικού ήρωα, αλλά μιας ομάδας ανθρώπων που είναι πραγματικά ή ψυχολογικά “κολλημένοι” δίπλα σε μια μικρή λίμνη. Είναι το έργο για τους νέους καλλιτέχνες και για την μεγαλύτερη γενιά που είναι πια κορεσμένη και περιφρουρεί τα κεκτημένα της.
Είναι το έργο όπου οι ήρωές του διακατέχονται από “αγάπη” -που αποτελεί την κύρια υπόθεση του «Γλάρου» -και συγχρόνως από έλλειψη κατανόησης και ουσιαστικού ενδιαφέροντος μεταξύ τους. Σχεδόν όλους οι ήρωες «Λίγη δράση, 5 πούντες αγάπης» έλεγε ο Τσέχωφ χαριτολογώντας.
Τέλος, είναι το έργο για τις βασανιστικές αναζητήσεις του αληθινού νοήματος της ζωής, του λόγου ύπαρξής μας.
«Ο Γλάρος» συναρπάζει παγκοσμίως τους πάντες: δημιουργούς, θεατές και αναγνώστες. Ίσως γιατί οι χαρακτήρες του μαζί με τις ανάγκες τους είναι τόσο διαχρονικές που καθένας μας μπορεί να βρει κάπου “εκεί” τον εαυτό του…