Όταν ορκιζόταν για τη δεύτερη θητεία του τον Ιανουάριο, ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Ντόναλντ Τραμπ δήλωνε ότι θα πιέσει για να «σταματήσουν όλοι οι πόλεμοι» και ότι θέλει να αφήσει την κληρονομιά ενός «ειρηνοποιού».
Έξι μήνες μετά, πύραυλοι ίπτανται πάνω από τη Μέση Ανατολή και μετά την επίθεση του Ισραήλ στο Ιράν υπάρχει κίνδυνος να ξεσπάσει ένας ολοκληρωτικός περιφερειακός πόλεμος που θα μπορούσε να παρασύρει τα αμερικανικά στρατεύματα στο πεδίο της μάχης.
Πλέον, οι ισραηλινές επιθέσεις στο Ιράν δοκιμάζουν όχι μόνο την υπόσχεση του Αμερικανού προέδρου να αποτελέσει έναν «άγγελο της ειρήνης», αλλά και διχάζουν τη βάση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, με πολλούς συντηρητικούς πολιτικούς και σχολιαστές να τονίζουν ότι η άνευ όρων υποστήριξη προς το Ισραήλ έρχεται σε αντίθεση με το σύνθημα «Πρώτα η Αμερική» (“America First”) με το οποίο εξελέγη ο Τραμπ.
«Υπάρχει ένα πολύ έντονο αίσθημα προδοσίας και οργής σε μεγάλα τμήματα της βάσης του «Πρώτα η Αμερική», επειδή έχουν πραγματικά στραφεί ενάντια στην ιδέα της εμπλοκής ή της υποστήριξης των ΗΠΑ σε τέτοιους πολέμους», δήλωσε η Τρίτα Πάρσι, εκτελεστική αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου Quincy, μια αμερικάνικη δεξαμενή σκέψης που προωθεί τη διπλωματία. Η Πάρσι εξηγεί ότι αυτοί οι άνθρωποι «στέκονται σε μεγάλο βαθμό σκεπτικοί απέναντι στο Ισραήλ και πιστεύουν ακράδαντα ότι αυτού του είδους οι πόλεμοι προκαλούν αποτυχίες στις Ρεπουμπλικανικές προεδρίες, θέτοντας σε κίνδυνο και την ευρύτερη εθνική τους ατζέντα».
«Αφήστε το Ισραήλ μόνο του»
Αρκετοί συντηρητικοί αμφισβήτησαν τις ισραηλινές επιδρομές την Παρασκευή, προειδοποιώντας ότι οι ΗΠΑ δεν πρέπει να παρασυρθούν σε έναν πόλεμο που δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους.
Ο επιδραστικός συντηρητικός σχολιαστής Τάκερ Κάρλσον —που θεωρείται σημαντική προσωπικότητα στο κίνημα MAGA (“Make America Great Again” – «Κάντε Ξανά Μεγάλη την Αμερική») του Τραμπ— δήλωσε ότι οι ΗΠΑ δεν πρέπει να υποστηρίξουν την «πολεμοχαρή κυβέρνηση» του Ισραηλινού πρωθυπουργού Μπενιαμίν Νετανιάχου.
«Αν το Ισραήλ θέλει να διεξάγει αυτόν τον πόλεμο, έχει κάθε δικαίωμα να το κάνει. Είναι μια κυρίαρχη χώρα και μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Αλλά όχι με την υποστήριξη της Αμερικής», έγραψε ο Κάρλσον την Παρασκευή, προσθέτοντας ότι ένας πόλεμος με το Ιράν θα μπορούσε να «τροφοδοτήσει την επόμενη γενιά τρομοκρατίας» ή να οδηγήσει στη δολοφονία χιλιάδων Αμερικανών στο όνομα μιας ξένης ατζέντας.Ο Ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής Ραντ Πολ, σε μια ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, προειδοποίησε επίσης κατά ενός πολέμου με το Ιράν: «Ο αμερικανικός λαός αντιτίθεται συντριπτικά στους ατελείωτους πολέμους που έχουμε εμπλακεί και γι’ αυτόν τον λόγο ψήφισε τον Ντόναλντ Τραμπ το 2024». Στη συνέχεια, κάλεσε τον πρόεδρο Τραμπ «να παραμείνει στην πορεία του, να συνεχίσει να βάζει την Αμερική πάνω απ’ όλα και να μην εμπλακεί σε κανέναν πόλεμο άλλων χωρών».
Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Τσάρλι Κερκ, βασικός Ρεπουμπλικάνος ακτιβιστής και σχολιαστής, ένθερμος κατά τα άλλα υποστηρικτής του Ισραήλ, εξέφρασε επίσης σκεπτικισμό σχετικά με την εμπλοκή σε έναν πόλεμο με το Ιράν: «Μπορώ να σας πω αυτή τη στιγμή ότι η βάση μας στο MAGA δεν θέλει καθόλου πόλεμο. Δεν θέλουν οι Ηνωμένες Πολιτείες να εμπλακούν σε αυτό» είπε στο podcast του.
«Όσοι αντιτίθενται πραγματικά αντιπροσωπεύουν ένα μεγάλο ποσοστό εντός του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, ειδικά αν κοιτάξετε στα νεότερα άτομα», δήλωσε ο Τζον Χόφμαν, ερευνητής σε θέματα άμυνας και εξωτερικής πολιτικής στο Ινστιτούτο Cato, μια φιλελεύθερη δεξαμενή σκέψης, επιβεβαιώνοντας τα λεγόμενά του με την παρουσίαση μιας πρόσφατης έρευνας του Pew Research Center , η οποία έδειξε ότι το 50% των Ρεπουμπλικανών κάτω των 50 ετών έχουν αρνητική άποψη για το Ισραήλ.
Τα γεράκια της εξωτερικής πολιτικής που τάσσονται υπέρ των στρατιωτικών επεμβάσεων κυριάρχησαν στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Τζορτζ Μπους του νεότερου, ο οποίος ξεκίνησε τις εισβολές στο Ιράκ και το Αφγανιστάν μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001.
Όμως αυτές οι συγκρούσεις αποδείχθηκαν καταστροφικές. Χιλιάδες Αμερικανοί στρατιώτες σκοτώθηκαν και πολλοί περισσότεροι έμειναν με μακροχρόνια σωματικά και ψυχολογικά τραύματα. Οι επικριτές επίσης αμφισβητούν σφοδρά το κατά πόσον οι πόλεμοι προώθησαν τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην περιοχή ή στην πραγματικότητα είχαν το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα.
Το έργο της εθνικής ανοικοδόμησης του Ιράκ, για παράδειγμα, οδήγησε στην άνοδο μιας κυβέρνησης φιλικής προς το Ιράν και στην εμφάνιση οργανώσεων που θεωρούνται απειλή για την παγκόσμια ασφάλεια, συμπεριλαμβανομένου του ISIS.
Στο Αφγανιστάν, εν τω μεταξύ, οι Ταλιμπάν επέστρεψαν στην εξουσία το 2021, σχεδόν δύο δεκαετίες αφότου η ισλαμιστική είχε εκδιωχθεί από τις αμερικανικές δυνάμεις. Η υποστηριζόμενη από τις ΗΠΑ αφγανική κυβέρνηση κατέρρευσε πολύ γρήγορα μετά τη στιγμή που τα αμερικανικά στρατεύματα αποσύρθηκαν από τη χώρα.
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας το 2024, ο Τραμπ αξιοποίησε συστηματικά την οργή που είχαν προκαλέσει στον αμερικανικό λαό αυτές οι συγκρούσεις. Σε πολλές περιπτώσεις, σκιαγράφησε ένα εναλλακτικό χρονοδιάγραμμα όπου, αν ήταν πρόεδρος όπως έλεγε, η κατάρρευση της αφγανικής κυβέρνησης δεν θα είχε συμβεί ποτέ.
Και ασφαλώς όλο αυτό το κλίμα που ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος καλλιέργησε για το ρόλο της χώρας του στη διεθνή σκηνή δεν μπορεί να αντιστραφεί όταν ανώτατοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι, όπως η επικεφαλής των υπηρεσιών πληροφοριών του Ντόναλντ Τραμπ, Τούλσι Γκάμπαρντ , κατέθετε μόλις τον Μάρτιο ότι «οι ΗΠΑ συνεχίζουν να εκτιμούν ότι το Ιράν δεν κατασκευάζει πυρηνικά όπλα».
Πηγή: Al Jazeera