Τα εκλογικά αποτελέσματα είναι μια αφορμή για να κριθεί η εξυπνάδα του Ελληνικού λαού, που
πολλές φορές έχει αναχθεί σε έναν λαό ιδιαίτερης ευφυίας.
Είναι ο Ελληνικός λαός, ο πιο έξυπνος λαός του κόσμου; Φυσικά και όχι, αφού η οξύτητα
πνεύματος είναι κάτι που μόνο σε προσωπικό επίπεδο μπορεί να διαγνωστεί και η περίπτωση
ένας λαός να αποτελείται στο μεγάλο τμήμα του από οξύνοες πολίτες, είναι μάλλον
ψευδαίσθηση παρά πιθανή συνθήκη.
Όμως σε συλλογικό επίπεδο, ο Ελληνικός λαός στις πρόσφατες εκλογές, κινήθηκε σε πολύ καλά
επίπεδα πολιτικής οξυδέρκειας.
Ας δούμε τι κατάφερε ο Ελληνικός λαός με βάση τα εκλογικά αποτελέσματα.
Οι Έλληνες έζησαν μια 10ετία με επιβαλλόμενη οικονομική δυσπραγία, με αβεβαιότητα για την
επόμενη μέρα, μέσα στην οποία αναπτύχθηκαν οξύτατες αντιπαλότητες. Είχε ακούσει το ‘τους
τελειώνουμε ή μας τελειώνουν’, είχε χωριστεί σε ‘βαστασοϊμπλέδες’ και ‘αντισυστημικούς’, είχε
ζήσει capital controls και είχε νιώσει απειλή από το μεταναστευτικό.
Από το 2019 και μετά, είδε τα πράγματα να ηρεμούν αρκετά.
Λογικό το ότι έδωσε στη ΝΔ την Κυβέρνηση με μια σταθερή πλειοψηφία ώστε να συνεχίσει το
έργο της, αφού η Κυβέρνηση είχε με επιτυχία αντιμετωπίσει την κρίση του μεταναστευτικού, την
επιδημία και την ακρίβεια λόγω της επίθεσης της Ρωσίας στην Ουκρανία. Ταυτόχρονα ο λαός
εξέφρασαε την ικανοποίησή του για τις θετικές εξελίξεις στην Ανάπτυξη, στις Επενδύσεις, στην
ανεργία. Και – για μια φορά επιτέλους – για το ότι υλοποίησε κάποια από όσα υποσχέθηκε. Όχι,
δεν τα έκανε όλα η προηγούμενη Κυβέρνηση, αλλά για πρώτη φορά ο Ελληνικός λαός είδε μια
κυβέρνηση που έκανε ‘τσεκ’ κάποια πράγματα που υποσχέθηκε.
Ταυτόχρονα έδειξε στον ΣΥΡΙΖΑ πως απευθυνόμενος σε ένα ‘αριστερό υποσυνείδητο’ που
όμως, 49 χρόνια μετά την Μεταπολίτευση της οποίας ήταν παράγωγο, δεν λειτουργεί πλέον, είχε
μείνει στο παρελθόν. Ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε ένα ακόμα λάθος: αντί να μιλά για το τα δικά του σχέδια
για το μέλλον, επικεντρώθηκε στο να καθυβρίζει τον αντίπαλο και να καταδικάζει τα πεπραγμένα
του. Η διαχείριση της πανδημίας ήταν -για τον ΣΥΡΙΖΑ – καταστροφική, η περίπτωση Λιγνάδη
αναβαθμίστηκε στο εκτός κάθε λογικής ‘ΝΔ_παιδεραστές’, τα Τέμπη αποδώθηκαν αποκλειστικά
στη παρούσα Κυβέρνηση. Μέχρι και υβριστικό σύνθημα τρεντάρισε προσωπικά προς τον
Πρωθυπουργό. Όταν όμως αυτός συγκεντρώνει μεγάλα ποσοστά αποδοχής στην κοινή γνώμη,
το να τον βρίζεις προσωπικά είναι μάλλον αυτοκτονικό. Ο ΣΥΡΙΖΑ είχε επίσης να αντιμετωπίσει
και ένα ενδογενές πρόβλημα: το σημαντικό έλλειμα που έδειξε ως Κυβέρνηση – αφού όχι μόνο
δεν υλοποίησε καμία από τις υποσχέσεις του, αλλά έκανε και εντελώς αντίθετα προς αυτές – το
συνέχισε, με αποτέλεσμα να αποτιμάται αρνητικά από τους ψηφοφόρους και ως Αντιπολίτευση.
Άλλωστε είναι η μόνη φορά που η φθορά της Αντιπολίτευσης ήταν μεγαλύτερη από αυτή της
Κυβέρνησης. Μια από τις αιτίες για αυτό ήταν το ότι και σε αυτή τη περίπτωση ακολούθησε την
ίδια προσέγγιση που είχε και κατά τις διαπραγματεύσεις το 2015 με την ΕΕ: Οι δημοσκοπήσεις
έδειχναν την πτώση, αλλά στον ΣΥΡΙΖΑ επιτίθονταν στις εταιρείες δημοσκοπήσεων αντί να
αναλύσουν το πρόβλημα. Μια ακόμα φορά στον ΣΥΡΙΖΑ βασίζονταν στην δικής τους αντίληψη
περί των καταστάσεων και όχι στην ίδια την πραγματικότητα. Και για μια ακόμα φορά, κέρδισε η
πραγματικότητα.
Το ΠΑΣΟΚ είναι η περίπτωση ‘ το δράμα του ενός, είναι η τύχη του άλλου’. Με τον ΣΥΡΙΖΑ
ανερμάτιστο και απαξιωμένο, οι παραδοσιακοί κεντροαριστεροί, αυτοί που ‘δεν ψηφίζω
Μητσοτάκη με τίποτα’, έμειναν ορφανοί από δόκιμες επιλογές. Και τότε το θυμικό λειτούργησε,
το ΠΑΣΟΚ θύμισε λίγο ‘Karmina Burana’ και αρκετοί είπαν να δώσουν μια ακόμα ευκαιρία. Δεν
πέτυχε την ανατροπή που ήθελαν οι εκπρόσωποί του, αλλά διατήρησε την πιθανότητα να το
καταφέρει στο μέλλον.
Το ΚΚΕ κινήθηκε στα γνωστά πλαίσια ενός δογματικά πιστού κοινού. Με την αυξημένη
επικοινωνιακή ικανότητα του Γ.Γ του Π.Σ. του ΚΚΕ (έτσι γράφουν οι πιστοί κομμουνιστές!),
βελτίωσε τα ποσοστά του.
Τα υπόλοιπα κόμματα αξιοποίησαν την σιγουριά που απέπνεε ο χάρτης ‘με όλη την Ελλάδα
γαλάζια’. Η σιγουριά για κυβερνησιμότητα απελευθέρωσε τα αισθήματα της διαμαρτυρίας και
του θυμού. Ας μην ξεχνάμε επίσης πως το ‘αντισυστημικό’ είναι πάντα ‘γενναία επιλογή’. Οπότε
αναπτύχθηκε ένα ευνοϊκό περιβάλλον για να εκφραστούν κάποιες ακραία συντηρητικά απόψεις
σε επιμέρους θέματα όπως πχ το μεταναστευτικό, γενικά κοινωνικά θέματα (δικαιώματα
ΛΟΤΑΚΙ+, σχέσεις φύλων, κλπ). Τα μικρά, ακραία κόμματα εμφανίστηκαν ακριβώς επειδή οι
‘συστημικά αντίθετοι’ και οι οργισμένοι ένιωσαν την ασφάλεια της επιλογής τους. Με το αριστερό
‘συναίσθημα’ σε περιδίνηση εύκολα εξηγείται γιατί μετατοπίστηκαν στα άκρα δεξιά, είτε με το
περιτύλιγμα θρησκευτικής αφοσίωσης, είτε του άρρωστου εθνικισμού, είτε του φόβου απέναντι
στο μεταναστευτικό. Η επιλογή τους έγινε αποκλειστικά επί αυτών των θεμάτων – σκεφτείτε αν
έχετε ακούσει κάτι από τις θέσεις αυτών των κομμάτων για οικονομία, παιδεία, εξωτερική
πολιτική κλπ, από τους εκπροσώπους των κομμάτων που μπήκαν στη Βουλή με ποσοστά περί
το 4%.
Ο Ελληνικός λαός δεν μπορεί να απαιτήσει τα εύσημα ‘του πιο έξυπνου λαού’, αλλά στις
πρόσφατες εκλογές, λειτούργησε με ευφυία: εξέλεξε σταθερή Κυβέρνηση – αλλά όχι
παντοδύναμη. Έδειξε πως θέλει μια πιό ικανή Αντιπολίτευση – που δεν θα βρίζει την
Κυβέρνηση, αλλά θα την ελέγχει. Τήρησε για μια ακόμα φορά την ‘χωρίς ανάγκη ερμηνείας’
εμπιστοσύνη στο ΚΚΕ. Και έκανε και τον χαβαλέ του, δίνοντας παρουσία σε γραφικούς τύπους
που δεν γνωρίζει σχεδόν τίποτα για αυτούς. Προφανώς ελπίζοντας σε λίγο γέλιο.
Γιατή η πολιτική χωρίς εκπλήξεις, γίνεται βαρετή και διώχνει τον κόσμο!