«Το πλαφόν έχει και θετικές και αρνητικές εκφάνσεις. Μπορεί να βοηθά σε μία κρίση, αλλά αν κρατήσει κάτι μακροχρόνια, το πλαφόν μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα στην εξέλιξη του ανταγωνισμού» τόνισε ο Γενικός Γραμματέας Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή Σωτήρης Αναγνωστόπουλος, μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα 91,6 και 105,8 και στην εκπομπή «Πρωινές Διαδρομές στο Πρώτο» με τον Βασίλη Αδαμόπουλο και την Μαρία Γεωργίου για την απόσυρση του μέτρου του πλαφόν στο περιθώριο κέρδους σε τρόφιμα, καύσιμα και βασικά είδη διαβίωσης, έπειτα από σχεδόν πέντε χρόνια.
Ως προς το πώς αναμένεται να επηρεαστούν οι τιμές μετά την κατάργηση του πλαφόν, ο κ. Αναγνωστόπουλος σημείωσε πως αυτό που πάντοτε συγκρατεί τις τιμές σε μια οικονομία η οποία λειτουργεί με βάση τις συνθήκες της ελεύθερης αγοράς είναι ο ανταγωνισμός.
«Ο λόγος για τον οποίο είχαμε έκτακτα μέτρα τα προηγούμενα αρκετά χρόνια, είναι ότι περάσαμε μία πληθωριστική κρίση παγκόσμια, η οποία δεν είχε προηγούμενο στην κοντινή μας ιστορία. Να υπενθυμίσω ότι από τότε που εισήχθη το ευρώ ως νόμισμα στην ελληνική οικονομία αλλά και στην οικονομία της Ευρωζώνης έχουν περάσει περίπου 25 χρόνια.
Απλώς δεν είχαμε συνηθίσει αυτούς τους πληθωρισμούς. Και όταν λοιπόν είχαμε μια συναστρία άσχημων καταστάσεων, τον Covid και την εισβολή των ρωσικών στρατευμάτων στην Ουκρανία, είχαμε μια πάρα πολύ μεγάλη παγκόσμια αύξηση των τιμών. Ανταγωνισμός υπήρχε, προφανώς με τα προβλήματα που είχε και που έχει ο ανταγωνισμός, αλλά η αύξηση αυτή των τιμών έδωσε την ευκαιρία σε ορισμένες κακές επιχειρήσεις, να το πω έτσι λίγες, αλλά υπήρχαν αυτές οι περιπτώσεις, επειδή οι καταναλωτές δεν είχαν σταθερές για το ποιες θα είναι οι τιμές, όπως είχαν συνηθίσει τα προηγούμενα χρόνια που ο πληθωρισμός ήταν κάτι το οποίο πήγαινε πάρα πολύ αργά, ξαφνικά έβλεπε πολύ μεγάλες αυξήσεις και κάποιοι έβαλαν καπέλο σε αυτές τις αυξήσεις. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίον εισήχθη τότε το πλαφόν στο περιθώριο κέρδους. Όμως, υπό κανονικές συνθήκες και μακροχρόνια δεν μπορεί να υπάρχει πλαφόν για πάντα στην οικονομία. Δεν υπάρχει σε κανένα άλλο ανεπτυγμένο κράτος του κόσμου μόνιμο πλαφόν στις αγορές, οπότε και γι’ αυτό το λόγο και στη δική μας περίπτωση, από τη στιγμή που έχουμε επανέλθει σε μια σχετική κανονικότητα τιμών, θα πρέπει και εμείς να αποσύρουμε το πλαφόν» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ερωτηθείς κατά πόσο μπορεί να επανέλθει το μέτρο αν υπάρξουν νέες αυξήσεις στις τιμές, ο κ. Αναγνωστόπουλος επισήμανε πως εξαρτάται από το αν οι νέες αυξήσεις των τιμών είναι «φυσιολογικές, δηλαδή κοντά στο στόχο του 2% κατά μέσο όρο, αυτό δεν είναι λόγος για να επανέλθει το πλαφόν ή οποιοδήποτε άλλο έκτακτο μέτρο». «Το 2% και 3% δεν συνιστά μία έκτακτη κατάσταση. Είναι μία φυσιολογική αύξηση των τιμών σε μια οικονομία. Να υπενθυμίσω στο καταναλωτικό κοινό που μας ακούει ότι οι τιμές διαρκώς αυξάνονται, αλλά πρέπει να αυξάνονται με χαμηλότερο ρυθμό για να ευημερεί μία οικονομία από τον ρυθμό με τον οποίο αυξάνονται οι μισθοί μας. Άρα λοιπόν, στο μέτρο που οι μισθοί μας αυξάνονται γρηγορότερα από τις τιμές, η κοινωνία μας ευημερεί. Στο παρελθόν όμως, στο πρόσφατο παρελθόν είχαμε πολύ υψηλούς πληθωρισμούς της τάξης του 12 -15%, οι οποίοι ήταν απολύτως προβληματικοί και υπήρχε σοβαρό κίνητρο σε ορισμένες κατηγορίες επιχειρήσεων να αισχροκερδήσουν» συμπλήρωσε.
Σχετικά με τον ρυθμό του πληθωρισμού, ο κ. Αναγνωστόπουλος σημείωσε ότι τους τελευταίους αρκετούς μήνες πλέον, η χώρα μας, ειδικά στα βασικά καταναλωτικά προϊόντα και στα τρόφιμα, τα οποία αφορούν όλους τους πολίτες και κυρίως αυτούς που ανήκουν στα χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια, έχει χαμηλό πληθωρισμό και μάλιστα από τους χαμηλότερους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. «Πρέπει να θυμόμαστε ότι η Ελλάδα δεν είναι ένα περίκλειστο νησί. Είμαστε μέλος μιας διεθνούς κοινότητας στην οποία συμμετέχουμε στο διεθνές εμπόριο και ό, τι συμβαίνει εκτός της χώρας δεν μπορεί να μη μας επηρεάζει» σημείωσε.
Σε ό, τι αφορά στην ακρίβεια του καλοκαιριού, ερωτηθείς ποια είναι η εικόνα το φετινό καλοκαίρι, ο κ. Αναγνωστόπουλος σημειώνοντας ό,τι αφορά κυρίως σε περιοχές οι οποίες είναι τουριστικές και έχει να κάνει κυρίως με τις υπηρεσίες, εξήγησε ότι οφείλεται στο ότι η ζήτηση στη χώρα μας τους καλοκαιρινούς μήνες πολλαπλασιάζεται, σχεδόν τετραπλασιάζεται ή πενταπλασιάζεται σε πολλές περιπτώσεις σε σχέση με τον υπόλοιπο χρόνο. «Οι υπηρεσίες είναι κατά τι ακριβότερες. Ένα θετικό κομμάτι στην αύξηση των τιμών των υπηρεσιών τα τελευταία χρόνια και στην τουριστική βιομηχανία και στη βιομηχανία εστίασης είναι ότι ένα κομμάτι αυτών των αυξήσεων προέρχεται από τις αυξήσεις μισθών που έχουν γίνει στις συγκεκριμένες νέες αγορές και αυτό σημαίνει ότι κάποιοι συμπολίτες μας παίρνουν μεγαλύτερους μισθούς, παίρνουν περισσότερα χρήματα. Αυτό όμως αντικατοπτρίζεται τελικά στο κόστος για όλους τους υπόλοιπους. Σε κάθε περίπτωση όμως, σε ό, τι αφορά στα αγαθά που είναι πολύ κρίσιμα για τη διαβίωση των πολιτών, ευτυχώς το καλοκαίρι δεν επηρεάζει τόσο πολύ τις τιμές, με την εξαίρεση ίσως των εποχικών φρούτων τους πρώτους δύο μήνες του καλοκαιριού, δηλαδή της καλοκαιρινής σεζόν, του Μαΐου και του Ιουνίου. Τον Ιούλιο και τον Αύγουστο συνήθως υπάρχει μια αποκλιμάκωση. Αυτό το παρατηρούμε κάθε χρόνο και χωρίς καμία εξαίρεση την τελευταία περίπου δεκαπενταετία. Έτσι είναι και φέτος. Έχουμε μια σημαντική αύξηση τιμών και αυτός ο πληθωρισμός που βλέπουμε το περίπου 2,5% σε κάποιο βαθμό οφείλεται στα φρούτα, όμως αυτό αναμένεται να αλλάξει στον Ιούλιο και στον Αύγουστο» ανέφερε καταλήγοντας.
Μιλώντας στην ίδια εκπομπή, ο Γενικός Διευθυντής της Ένωσης Σούπερ Μάρκετ Απόστολος Πεταλάς, εξήγησε ότι το πλαφόν κέρδους θεσπίστηκε ουσιαστικά στην περίοδο της πανδημίας, λόγω της αβεβαιότητας που δημιουργήθηκε τότε στην εφοδιαστική αλυσίδα με τα κλειστά εργοστάσια, την διακοπή στις μεταφορές, οπότε είχε εύλογα δημιουργηθεί το ερώτημα μήπως υπάρχουν τάσεις αισχροκέρδειας.
«Ουσιαστικά αυτό το πλαφόν δεν επέτρεπε σε καμία επιχείρηση, γιατί αφορά το σύνολο των επιχειρήσεων της Ελλάδας, να μπορεί να αυξάνει τις τιμές περισσότερο από την αύξηση του κόστους που έχει στα προϊόντα αυτά. Και πάλι λέω ότι ήταν μια πολύ σωστή απόφαση για εκείνη τη στιγμή. Από κει και πέρα όμως, μέχρι και σήμερα είναι περίπου 4 χρόνια και ίσως και λίγο περισσότερο, αυτή η διάταξη έμεινε τελικά και μπορώ να πω ότι στη διάρκεια αυτής της περιόδου μάλλον δημιούργησε περισσότερα προβλήματα από αυτά που έλυσε» τόνισε ο κ. Πεταλάς.
«Ουσιαστικά αυτή η διάταξη είπε το εξής, ό, τι περιθώριο κέρδους έχει μία επιχείρηση το 2021 θα πρέπει να έχει συνέχεια, μέχρι και χθες δηλαδή που ισχύει αυτό το πλαφόν. Και να πω ένα παράδειγμα. Ας υποθέσουμε ότι υπάρχουν δύο επιχειρήσεις που παράγουν μακαρόνια και η μία επιχείρηση είχε μικτό περιθώριο κέρδους 30% το 21 και μια άλλη είχε 10%.
Επομένως, ο νόμος έλεγε ότι αυτή που είχε 30 δεν θα μπορούσε να το κάνει 31 αλλά αυτή που είχε 10 δεν θα μπορούσε να το κάνει 11. Με άλλα λόγια, αυτές οι δύο επιχειρήσεις εδώ και 4 χρόνια ανταγωνίζονται μεταξύ τους και επειδή έτυχε το 21 να υπάρχει ένα οτιδήποτε περιθώριο κέρδους που έτυχε να έχουν εκείνη τη στιγμή, αυτές οι επιχειρήσεις ήταν αδύνατο να ανταγωνιστούν και με αυτό τον τρόπο είχε πλεονέκτημα αυτή που έτυχε το 21 να έχει ένα μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους. Αυτό ισχύει και σε εταιρείες που παράγουν προϊόντα και σε εταιρίες που κάνουν λιανεμπόριο, όπως είναι και οι αλυσίδες σουπερμάρκετ. Με αυτό τον τρόπο ουσιαστικά περιορίστηκε ο ανταγωνισμός, θα έλεγα, γιατί πρώτον οι επιχειρήσεις, προϊόντα που είχαν μικρό περιθώριο κέρδους δεν μπορούσαν να κάνουν κάποια ευέλικτη τιμολογιακή πολιτική ή προσφορές, αρκετές από αυτές κατήργησαν τα προϊόντα που είχαν μικτό περιθώριο γιατί δεν μπορούσαν να συνεχίσουν να ανταγωνίζονται και βεβαίως οι αλυσίδες σουπερμάρκετ δεν μπορούσαν να μειώσουν τις τιμές σε κάποιες κατηγορίες και ταυτόχρονα ένα μέρος αυτής της μείωσης να το χρηματοδοτήσουν με μια μικρή αύξηση σε άλλη κατηγορία, δεδομένου ότι αυτό απαγορευόταν. Με άλλα λόγια λοιπόν, οι επιλογές που δόθηκαν από τις επιχειρήσεις στη διάρκεια όλης αυτής της περιόδου ήταν πολύ λιγότερες για τον καταναλωτή και γι’ αυτό το λόγο θεωρούμε και εμείς και το έχουμε συζητήσει πάρα πολλές φορές και με την πολιτική ηγεσία, με το Υπουργείο Ανάπτυξης, ότι αυτός ο νόμος είχε ένα σκοπό, τον επιτέλεσε, από κει και πέρα όμως δημιουργεί προβλήματα ανταγωνισμού.
Ως προς το ποιο αποτέλεσμα μπορεί να προκύψει τώρα που ο ανταγωνισμός θα μπορεί να λειτουργήσει ελεύθερα, ο κ. Πεταλάς ανέφερε «μπορεί να δείτε μια αλυσίδα από σήμερα, ας πούμε, να πει ότι μειώνονται τα γαλακτοκομικά μου 10% και αυξάνονται τα απορρυπαντικά μου 3% και ο καταναλωτής αποφασίζει».
Απαντώντας στη διαπίστωση ότι τα πάντα ακριβαίνουν και δεν βλέπουμε κάτι να μειώνεται, ο κ. Πεταλάς σημείωσε «βάζετε κι ένα καινούριο θέμα τώρα. Από τότε έγινε ο πόλεμος, όπως αναφέρατε κι εσείς, στην Ουκρανία και εκτινάχθηκε η τιμή της ενέργειας και σηκώθηκε ο πληθωρισμός. Ίσως αυτός είναι και ο λόγος που η πολιτική ηγεσία, ενώ γνώριζε ότι το μικτό περιθώριο περιορίζει τον ανταγωνισμό, ενώ ταυτόχρονα υπήρχε πληθωρισμός, πολιτικά ήταν πολύ δύσκολο να καταργηθεί αυτό. Αλλά ο πληθωρισμός δεν έχει να κάνει σχέση με το μικτό περιθώριο. Έχει να κάνει με το κόστος παραγωγής. Γι’ αυτό το λόγο πιστεύω ότι από σήμερα, κατά τη γνώμη μας, για τους καταναλωτές θα είναι καλύτερα και για τις επιχειρήσεις θα είναι καλύτερα διότι αυτό που κάνει τους καταναλωτές να είναι σε καλύτερη θέση είναι η λειτουργία του ανταγωνισμού».
Σχετικά με τον πληθωρισμό και τις τιμές των τροφίμων, ο κ. Πεταλάς αναφέρθηκε στην τελευταία ανακοίνωση από τη Eurostat, που όπως γίνεται κάθε τέλος του μήνα, βγήκε και για τον μήνα Ιούνιο.
«Αν δείτε την κατηγορία Τρόφιμα, σε αυτήν μπορώ εγώ να αναφερθώ, έδειξε ότι ο μέσος όρος πληθωρισμού για τα τρόφιμα στην Ευρώπη τον Ιούνιο ήταν 3,1% και το αντίστοιχο νούμερο στην Ελλάδα ήταν 2,5. Σαφώς υπολείπεται ο πληθωρισμός, αλλά δεν παύει να είναι πληθωρισμός. Και αν δείτε προσεκτικότερα τις κατηγορίες, υπάρχουν τρεις κατηγορίες τροφίμων οι οποίες πραγματικά οδηγούν τον πληθωρισμό προς τα πάνω, ενώ όλες οι άλλες είτε τον τραβάνε προς τα κάτω, όπως παραδείγματος χάρη το ελαιόλαδο, είτε είναι στα ίδια επίπεδα εδώ και 8 μήνες. Οι κατηγορίες που τον τραβάνε πάνω και το κάνουν διαρκώς τώρα, η μία είναι η μεγάλη έλλειψη κακάο διεθνώς που επηρεάζει πάρα πολύ τα προϊόντα που περιέχουν σοκολάτα και είναι πολλά τα προϊόντα που περιέχουν σοκολάτα, γιατί ταυτόχρονα και η ζήτηση σοκολάτα δεν πέφτει, ενώ η παραγωγή κακάο μειώνεται σταδιακά. Λοιπόν, αυτό είναι το ένα. Το δεύτερο έχει να κάνει με το μοσχαρίσιο κρέας, γιατί λόγω της πράσινης μετάβασης υπάρχουν περιορισμοί μεγάλοι στο ζωικό κεφάλαιο στην Ευρωπαϊκή Ένωση και μεγάλες χώρες που παράγουν μοσχαρίσιο κρέας, όπως είναι η Ολλανδία και η Ελβετία, είναι αναγκασμένες να μειώσουν το ζωικό κεφάλαιο γιατί υπάρχει θέμα μόλυνσης της ατμόσφαιρας. Αυτό λοιπόν περιορίζει την προσφορά. Γι’ αυτό το λόγο και το μοσχαρίσιο κρέας έχει σε σχέση με πέρυσι μία άνοδο περισσότερο από 20% μέχρι τώρα και όλα δείχνουν ότι αυτό θα συνεχιστεί. Και η τρίτη κατηγορία, που επίσης έχει σημαντική επίδραση, έχει να κάνει με τις ιχθυοκαλλιέργειες, όπου λόγω της Μεσογείου που η θερμοκρασία έχει ανέβει στη θάλασσα, επηρεάζεται η παραγωγή των ιχθυοκαλλιεργειών, αυξάνεται σημαντικά το κόστος και έχει αυξήσει περίπου 12% σε σχέση με πέρυσι της τις ιχθυοκαλλιέργειες και το κόστος και τις τελικές τιμές των προϊόντων. Όλες οι άλλες όμως είναι περίπου σταθερές οι τιμές» ανέφερε ο κ. Πεταλάς.