To τέλος του πολέμου στην Ουκρανία, εκτός από την ενίσχυση της σταθερότητας στην ευρύτερη περιοχή, θα δημιουργούσε νέες οικονομικές ευκαιρίες για ΗΠΑ και Ευρώπη, καθώς θα συμμετείχαν στην ανοικοδόμηση της χώρας. Η συμφωνία, όμως, της Σκωτίας για τους δασμούς από τις ΗΠΑ και η Σύνοδος Τραμπ – Ζελένσκι με τους Ευρωπαίους ηγέτες άλλαξαν ριζικά τα πράγματα.
Η Ελλάδα, αν και μικρή χώρα, μπορεί να λέει ότι έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για το μέλλον της Ουκρανίας απ’ ό,τι άλλες χώρες, καθώς στη χώρα υπάρχει ελληνική μειονότητα, η οποία κατοικούσε, κυρίως, στη Μαριούπολη, που σήμερα είναι υπό ρωσική κατοχή, ενώ ένα μικρότερο τμήμα της βρίσκεται ακόμη στην Οδησσό. Ο πόλεμος, βέβαια, ανέτρεψε βίαια την κατάσταση που προϋπήρχε. Από τις περίπου 300 ελληνικές εταιρίες, που δραστηριοποιούνταν στην Ουκρανία πριν από τον πόλεμο, τώρα έχουν μείνει ελάχιστες, αφού φρόντισαν να απομακρυνθούν από τη χώρα. Μία από τις εταιρίες που συνεχίζουν να έχουν παρουσία στην Ουκρανία είναι η Τράπεζα Πειραιώς.
Με αυτά τα δεδομένα, το τέλος του πολέμου μπορούσε να έφερνε κέρδος και στην οικονομία, καθώς οι ελληνικές εταιρίες θα επέστρεφαν στην Ουκρανία, με την Ελλάδα να διεκδικεί κομμάτι από την… πίτα της ανοικοδόμησης. Επίσης, υπάρχουν σκέψεις για διασυνδέσεις των αγωγών ενέργειας από τις χώρες της Κασπίας, αρχικά προς την Αλεξανδρούπολη και στη συνέχεια με τα Βαλκάνια και την υπόλοιπη Ευρώπη.
Εκτός από άμεσο κέρδος, η Ελλάδα θα μπορούσε να έχει και έμμεσα κέρδη. Η διακοπή της στρατιωτικής βοήθειας προς την Ουκρανία θα… ξαναγέμιζε τις αποθήκες πυρομαχικών, οι οποίες έχουν αδειάσει με κόστος πολλά δισεκατομμύρια ευρώ. Ειδικότερα, βάσει των επίσημων στοιχείων, η Ε.Ε. έχει ενισχύσει την Ουκρανία με 250 δισ. ευρώ, με τα μισά από αυτά τα χρήματα να αφορούν πολεμικό υλικό. Τα χρήματα αυτά θα μπορούσαν να δίνονται για επενδύσεις εντός της Ε.Ε., ενώ, αν δεν υπήρχε ο πόλεμος, θα μειωνόταν και η πίεση για περισσότερες αμυντικές δαπάνες.
Δασμοί
Τα πιθανά κέρδη της Ευρώπης, καθώς και, φυσικά, της Ελλάδας, περιορίζονται σημαντικά από την επί της αρχής συμφωνία της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, με τον πρόεδρο Τραμπ για τους δασμούς.
Ως γνωστόν, η Ευρώπη είχε τις βαρύτερες συνέπειες από τον πόλεμο στην Ουκρανία, λόγω των κυρώσεων που επέβαλε άμεσα στη Ρωσία. Βίωσε βαριά ενεργειακή κρίση, η οποία οδήγησε σε μεγάλα προβλήματα την ευρωπαϊκή βιομηχανία. Προς την κατεύθυνση της ανάκτησης της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας, η έκθεση Ντράγκι πρότεινε την αύξηση των επενδύσεων (κυρίως, των δημόσιων) κατά 800 εκατ. ευρώ για να κλείσει το ψηφιακό χάσμα με τις ΗΠΑ και την Κίνα.
Ωστόσο, ανάμεσα στα σημεία συμφωνίας μεταξύ Ευρωπαϊκής Ενωσης και ΗΠΑ περιλαμβάνονταν και 600 δισ. ευρώ επενδύσεις στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Ετσι, η Ευρώπη βρίσκεται τώρα εγκλωβισμένη σε μια συμφωνία με τις ΗΠΑ η οποία περιλαμβάνει, επίσης, δασμούς 15% (οι οποίοι στην ουσία είναι 29%, αν υπολογιστεί και η αύξηση κατά 13,76% του ευρώ έναντι του δολαρίου) για όλα τα είδη, εκτός του χάλυβα και του αλουμινίου, όπου συνεχίζουν σε δασμολογικό καθεστώς ύψους 25%. Τούτο, ενώ είναι άγνωστο τι θα γίνει αν κάποιο μέρος της συμφωνίας με τις ΗΠΑ καθυστερήσει ή -ακόμη χειρότερα- δεν υλοποιηθεί καθόλου. Πάντως, ο πρόεδρος Τραμπ έχει απειλήσει με δασμούς 35% αν δεν υλοποιηθεί η δέσμευση για τις ευρωπαϊκές επενδύσεις.
Ενέργεια
Σε ό,τι αφορά τη γενεσιουργό αιτία της κρίσης που αντιμετωπίζει η οικονομία της Ε.Ε., δηλαδή την εκτόξευση του κόστους ενέργειας λόγω των κυρώσεων στη Ρωσία, το τέλος του πολέμου θα δημιουργούσε νέες ευκαιρίες. Με μια σταδιακή μείωση των κυρώσεων, θα μπορούσε η Ευρώπη να προσεγγίσει και πάλι τη Ρωσία ή άλλους φθηνότερους εναλλακτικούς προμηθευτές της περιοχής, για να έχει ξανά τα οφέλη του φθηνού φυσικού αερίου, το οποίο μεταφέρεται μέσω αγωγών έναντι του υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), το οποίο διακινείται μέσω θαλάσσιων διαδρομών. Το εμπόδιο για κάτι τέτοιο είναι το μέρος της συμφωνίας για τους δασμούς, σύμφωνα με το οποίο η Ε.Ε. θα αυξήσει τις αγορές της σε υγροποιημένο φυσικό αέριο από τις ΗΠΑ (το οποίο θα έρθει με τιμή αυξημένη κατά 100% σε σχέση με το ρωσικό) για ένα ποσό της τάξης των 750 δισ. ευρώ.
Αμυντικές δαπάνες
Η πίεση για περισσότερες αμυντικές δαπάνες εντείνεται, αντί να υποχωρεί, ακόμη και αν τελειώσει ο πόλεμος, μέσω της τελευταίας συμφωνίας που είχαμε στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ για αύξηση των ελάχιστων αμυντικών δαπανών από το 2% στο 5% του ΑΕΠ, η οποία ενδέχεται να δημιουργήσει δημοσιονομικά προβλήματα ακόμη και στις μεγάλες οικονομίες της Ευρώπης.
Επιπλέον, η απόφαση για την αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 5% θα έχει «μέτοχο» και τις ΗΠΑ. Τούτο, διότι, παρά την προσπάθεια για την επανεκκίνηση της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, η πίεση για άμεση αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ από το 2025 μέχρι και το 2032, θα περάσει και από την πολεμική βιομηχανία των ΗΠΑ, η οποία αναμένεται να καλύψει περίπου το 40% των ευρωπαϊκών αναγκών.
Μάλιστα, μετά τη συνάντηση Τραμπ και Ζελένσκι με τους Ευρωπαίους ηγέτες είναι πιθανό τα πράγματα για την Ευρώπη να γίνουν ακόμη χειρότερα από πλευράς απαιτήσεων για πολεμική ετοιμότητα.