Σε όλο και υψηλότερα επίπεδα αναρριχώνται οι τιμές ορισμένων τροφίμων, η παραγωγή των οποίων έχει πληγεί από την κλιματική κρίση, επιβεβαιώνοντας στελέχη των σούπερ μάρκετ που από τις αρχές κιόλας του έτους, όταν ο πληθωρισμός των τροφίμων ήταν ακόμα οριακά αρνητικός, προέβλεπαν ανατιμήσεις που σχετίζονται με ακραία καιρικά φαινόμενα. Τις αυξήσεις επιβεβαιώνουν και τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον Ιούλιο, με τον πληθωρισμό να ανεβαίνει περαιτέρω κατά μισή ποσοστιαία μονάδα στο 2,8%, ενώ βασικοί τροφοδότες ήταν τα φρούτα, με τις τιμές τους να αυξάνονται κατά 19,3% σε ετήσια βάση και ο καφές κατά 16,8%. Ακολούθησαν τα νωπά ψάρια με 7%, οι σοκολάτες, τα γλυκά και τα παγωτά με 6,4% και τα κρέατα με 6,2%.
«Οι δύο κατηγορίες που ξεπέρασαν τα όρια της ανόδου τον Ιούλιο ήταν τα φρούτα και ο καφές, προϊόντα τα οποία επηρεάζονται αρνητικά από την κλιματική κρίση. Η παραγωγή τους καταγράφει σημαντικά προβλήματα όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς. Δυστυχώς, είναι ένας αστάθμητος παράγοντας και δεν μπορούμε να προβλέψουμε αν και πότε θα σταματήσει αυτή η κούρσα ανόδου», αναφέρει στον «Ε.Τ.» της Κυριακής ανώτατο στέλεχος του οργανωμένου λιανεμπορίου τροφίμων, επισημαίνοντας, ωστόσο, ότι παρά τις όποιες εστίες ανατιμήσεων, τους τελευταίους 8-10 μήνες ο πληθωρισμός των τροφίμων στη χώρα μας υπολείπεται σημαντικά του μέσου όρου της ευρωζώνης.
Αν και από τον Φεβρουάριο ακόμα το υπουργείο Ανάπτυξης είχε καλέσει τους εκπροσώπους της βιομηχανίας τροφίμων, των πολυεθνικών και των σούπερ μάρκετ να συγκρατήσουν τις τιμές, μειώνοντας τα κέρδη τους, φαίνεται ότι αυτό δεν κατέστη δυνατό. Κι αυτό, σύμφωνα με εκπροσώπους του κλάδου, αποδίδεται στα ασφυκτικά περιθώρια που είχαν, λόγω του πλαφόν στο περιθώριο κέρδους. Ωστόσο, το μέτρο καταργήθηκε στις 30 Ιουνίου και, παρ’ όλα αυτά, τον Ιούλιο ο πληθωρισμός στα τρόφιμα και τις επιμέρους προαναφερθείσες κατηγορίες επιταχύνθηκε σημαντικά, προκαλώντας ανησυχία στους καταναλωτές για την περαιτέρω πορεία των τιμών.
«Χρυσά» κεράσια
Την κούρσα των ανατιμήσεων το φετινό καλοκαίρι οδήγησαν τα φρούτα, κυρίως κεράσια και βερίκοκα, που σε κάποιες περιπτώσεις ξεπέρασαν το 30%. Αιτία η μειωμένη παραγωγή σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, λόγω των έντονων διακυμάνσεων της θερμοκρασίας, του παγετού, αλλά και των βροχοπτώσεων την περίοδο της ανθοφορίας.
«Οι αυξήσεις στα φρέσκα φρούτα και λιγότερο στα λαχανικά σχετίζονται με τις καιρικές συνθήκες, με τις χαμηλότερες θερμοκρασίες την περίοδο Απριλίου-Μαΐου 2025, που είναι η περίοδος της ανθοφορίας, σε σχέση με το 2024. Πέρυσι, οι θερμοκρασίες ήταν πολύ πιο υψηλές, με αποτέλεσμα η παραγωγή των θερινών φρούτων να έρθει αρκετά νωρίτερα μειώνοντας τις τιμές τους για την εποχή», σημειώνει εκπρόσωπος των σούπερ μάρκετ στον «Ε.Τ.» της Κυριακής.
Πικροί καφέδες
Εως και 20% ακριβότερος πωλείται από τις αρχές του έτους ο καφές, καθώς πέρασαν και στα ράφια οι αυξήσεις από την άνοδο της διεθνούς τιμής του, η οποία εκτινάχθηκε πάνω από 100% από το 2024, λόγω της μειωμένης παραγωγής σε Βραζιλία και Βιετνάμ ως αποτέλεσμα της ξηρασίας που έπληξε τις περιοχές.
Αν και από τον Μάιο η χρηματιστηριακή τιμή της ποικιλίας Αράμπικα υποχώρησε ακόμα και στα 2,7 δολάρια η λίβρα από το ιστορικό υψηλό των 4,33 δολαρίων τον Φεβρουάριο, από τις αρχές Αυγούστου η τιμή του ανεβαίνει και πάλι φτάνοντας τα 3,14 δολάρια η λίβρα. Εντονες διακυμάνσεις παρουσιάζει και η τιμή της ποικιλίας Ρομπούστα στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου. Μετά το ρεκόρ των 573 δολαρίων ο τόνος τον Φεβρουάριο, τον Μάιο υποχώρησε στα 317 δολάρια και, πλέον, αυξήθηκε και πάλι στα 371 δολάρια ο τόνος.
«Επιβαρυντικά στην τιμή επιδρά και το γεγονός ότι οι παραγωγοί κρατούν αποθέματα καφέ στις αποθήκες τους ελπίζοντας σε περαιτέρω αύξηση των τιμών. Ανησυχία προκαλεί και η αυξημένη ζήτηση για καφέ από την Κίνα, η οποία έχει τετραπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια, ασκώντας ακόμα μεγαλύτερες πιέσεις», αναφέρει στον «Ε.Τ.» της Κυριακής εκπρόσωπος μεγάλης βιομηχανίας καφέ.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα διεθνών πρακτορείων, αυτή η στρατηγική των παραγωγών καφέ οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στην αυξημένη πολιτική και εμπορική αβεβαιότητα, καθώς και σε σημαντικές αλλαγές στην παραγωγή, με τις αποδόσεις να μειώνονται μεταξύ 15% και 30%. Στην αστάθεια της αγοράς προστίθεται το γεγονός ότι οι ΗΠΑ έχουν διατηρήσει δασμούς 50% στις βραζιλιάνικες εισαγωγές, χωρίς να εξαιρούν τον καφέ. «Αυτό έχει εγείρει αμφιβολίες για τις προοπτικές των εξαγωγών και έχει οδηγήσει τους Αμερικανούς εισαγωγείς να διακόψουν τις διαπραγματεύσεις εν αναμονή περαιτέρω διευκρινίσεων», αναφέρουν χαρακτηριστικά.
Στα ράφια, πάντως, η τιμή του στιγμιαίου καφέ (200 γραμμάρια) από τα 7,74 ευρώ τον Δεκέμβριο του 2024 έχει εκτιναχθεί στα 9,38 ευρώ (+21,2%), ενώ μετά το τρίμηνο μπλόκο στις προσφορές, λόγω των ανατιμήσεων που προηγήθηκαν, οι προμηθευτικές εταιρίες προσπαθούν να κρατήσουν χαμηλά τις τιμές με μπαράζ προωθητικών ενεργειών.
Πάνω ο γαύρος
Σημαντικές ανατιμήσεις παρατηρούνται και στα φρέσκα ψάρια, κυρίως στα «ψιλά», όπως ο γαύρος και η σαρδέλα, καθώς, σύμφωνα με τους ιχθυοπώλες, η κλιματική κρίση και οι υψηλές θερμοκρασίες των θαλασσών έχουν μειώσει την παραγωγή.
Ενδεικτικά, ο γαύρος από τα 6,5-7 ευρώ το κιλό πέρυσι, φέτος πωλείται στα 8-8,5 ευρώ, ενώ πάνω από 100% έχει ανέβει την τελευταία διετία η τιμή της σαρδέλας. Ειδικότερα, από τα 5 ευρώ το 2023 και τα 6,5 ευρώ το 2024, φέτος κυμαίνεται στα 10-11,50 ευρώ το κιλό. «Η σαρδέλα έχει ακριβύνει τόσο πολύ, καθώς βρίσκεται σε έλλειψη. Μεγάλες ποσότητες εξάγονται σε άλλες χώρες και ό,τι μένει στην Ελλάδα πωλείται ακριβά, καθώς η ζήτηση είναι πολύ αυξημένη», σημειώνει στον «Ε.Τ.» της Κυριακής ιδιοκτήτης ιχθυοπωλείου.
Σύμφωνα με την ίδια πηγή, το ράλι των ανατιμήσεων στα «ψιλά ψάρια» θα συνεχιστεί τουλάχιστον για 18 μήνες ακόμα, μέχρι να αποκατασταθεί η εγχώρια παραγωγή.
Μεγάλες αυξήσεις, όμως, παρατηρούνται και στα ψάρια ιχθυοτροφείου, με την τσιπούρα να κυμαίνεται στα 11,50 ευρώ το κιλό, από 9,5 πέρυσι, ενώ το λαβράκι φτάνει ακόμα και στα 14 ευρώ, από 11,5 ευρώ το 2024.
Οπως επισημαίνει στον «Ε.Τ.» της Κυριακής υψηλόβαθμο στέλεχος του οργανωμένου λιανεμπορίου τροφίμων, η παραγωγή των ιχθυοκαλλιεργειών έχει περιοριστεί σε όλη τη Μεσόγειο, λόγω των μεγάλων ανατιμήσεων που καταγράφονται στις πρώτες ύλες και, κυρίως, στις τροφές που χρησιμοποιούνται στις ιχθυοκαλλιέργειες, αλλά και λόγω της κλιματικής κρίσης, καθώς η άνοδος της θερμοκρασίας επηρεάζει την ανάπτυξη των συγκεκριμένων ιχθυηρών.
Αλματα για το βόειο κρέας, λόγω… μεθανίου!
Συνεχείς είναι οι ανατιμήσεις το τελευταίο διάστημα και στο βόειο κρέας. Ενα κιλό σπάλα πωλείται στα σούπερ μάρκετ στα 15,8 ευρώ το κιλό, από 11,9 ευρώ το κιλό στα τέλη του 2024, ενώ τα μέτρα που λαμβάνονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο και θα πρέπει να εφαρμοστούν και στην Ελλάδα στο πλαίσιο της πράσινης μετάβασης εκτιμάται ότι θα φέρουν νέες ανατιμήσεις. Οπως έχει αποδειχθεί από έρευνες των επιστημόνων, οι εκπομπές μεθανίου που προέρχονται από το… ρέψιμο των βοοειδών είναι ένας σημαντικός παράγοντας που συμβάλλει στην κλιματική αλλαγή. «Δεδομένου ότι η εκτροφή αγελάδων και βοοειδών έχει αρνητική επίδραση στο κλίμα, αναγκάζοντας την Ε.Ε. να λάβει μέτρα, αναμένεται να μειωθεί η παραγωγή τόσο κρέατος όσο και γάλακτος οδηγώντας σε αύξηση των τιμών», επισημαίνει στον «Ε.Τ.» της Κυριακής κορυφαίο στέλεχος μεγάλης αλυσίδας σούπερ μάρκετ. Δεν αποκλείουν, δε, την πιθανότητα η τιμή του το επόμενο εξάμηνο να αγγίξει ακόμα και τα 20 ευρώ το κιλό.
Η ξηρασία στέλνει το κακάο στα ύψη
Στα υψηλότερα επίπεδα από τα τέλη Ιουνίου έχει ανέλθει και η χρηματιστηριακή τιμή του κακάο, στις 9.200 δολάρια ο τόνος, έπειτα από σημαντική πτώση ακόμα και στις 7.130 δολάρια τον Ιούλιο και αφού είχε προηγηθεί το ιστορικό υψηλό των 12.600 δολαρίων του περασμένου Φεβρουαρίου. Οι υψηλές τιμές στο κακάο επηρεάζουν τις σοκολάτες, αλλά και τα προϊόντα που περιέχουν σοκολάτα, όπως για παράδειγμα δημητριακά, σνακ κ.λπ., με τους καταναλωτές να βλέπουν τις τιμές αυξημένες έως και 20% σε σχέση με πέρυσι.
Αιτία η ξηρασία στις βασικές παραγωγούς χώρες κακάο, Γκάνα και Ακτή Ελεφαντοστού, που οδήγησαν σε μείωση της παραγωγής. Η νέα άνοδος της διεθνούς τιμής αποδίδεται στους αυξημένους κινδύνους εφοδιασμού στην Ακτή Ελεφαντοστού και των αμερικανικών δασμών. Τα τελευταία στοιχεία έδειξαν ότι οι αφίξεις κακάο στα λιμάνια της Ακτής Ελεφαντοστού έφτασαν τους 1,64 εκατομμύρια τόνους το διάστημα 1η Οκτωβρίου με 10 Αυγούστου, μειωμένες κατά 2% σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο. «Η μείωση έρχεται εν μέσω χαμηλών θερμοκρασιών και βροχοπτώσεων κάτω του μέσου όρου, αυξάνοντας τους φόβους για πιθανές ζημιές στην επερχόμενη συγκομιδή Οκτωβρίου-Μαρτίου», επισημαίνουν διεθνείς οικονομικοί αναλυτές. Οι ίδιοι, δε, προειδοποιούν ότι οι δασμοί θα μπορούσαν να επηρεάσουν την αλυσίδα εφοδιασμού, ιδίως για τους μεγάλους εισαγωγείς, αυξάνοντας περαιτέρω την τιμή του κακάο και κατ’ επέκταση των σοκολατοειδών.