Τα τελευταία χρόνια, η κρίση του ευρώ, το Brexit, η πανδημία, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και η επάνοδος του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο έχουν όλα θέσει προκλήσεις για τη συνοχή και την ανθεκτικότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Κάθε κρίση που προκύπτει περιγράφεται ως υπαρξιακή και συνοδεύεται από τολμηρές υποσχέσεις. Αλλά αντί να αναλάβουν δράση, οι Ευρωπαίοι ηγέτες πολύ συχνά πατούν το κουμπί αναβολής.
Μέχρι στιγμής, η ΕΕ των 27 κρατών έχει ως επί το πλείστον τη γλιτώσει. Σύντομα, αυτό όμως μπορεί να μην ισχύει. Εθνικιστικές και λαϊκιστικές δυνάμεις ενισχύονται συνεχώς σε κράτη-μέλη πολύ μεγαλύτερα από τους συνήθεις ύποπτους, όπως η Ουγγαρία και η Σλοβακία. Υπό τις παρούσες συνθήκες, η Ευρώπη θα βρίσκεται όλο και περισσότερο στο έλεος των ΗΠΑ και της Κίνας – και τελικά θα καταστεί ανίκανη να ανταγωνιστεί.
Για παράδειγμα, κατά την πρόσφατη εμπορική συμφωνία της ΕΕ με τις ΗΠΑ, παρά το γεγονός ότι ήταν η καλύτερη που θα μπορούσε να επιτευχθεί αυτή τη στιγμή για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, τις επενδύσεις και τις θέσεις εργασίας, κατέστη προφανές ότι οι ηγέτες της Κοινότητας δεν ήταν έτοιμοι να εξετάσουν σοβαρά κοινά αντίμετρα.
Το ίδιο μοτίβο επαναλαμβάνεται και με τη Ρωσία, με τον Τραμπ να υπόσχεται επανειλημμένα δράση αλλά να μην υλοποιεί τις απειλές του, ενώ την ίδια ώρα η Ευρώπη παρακολουθεί άπραγη.
Σε κάθε περίπτωση, το πρώτο βήμα για την επίτευξη συγκεκριμένων λύσεων είναι η αναγνώριση του προβλήματος. Κάποιοι στις Βρυξέλλες το καταλαβαίνουν αυτό . Όμως πάρα πολλοί ανώτεροι αξιωματούχοι βρίσκονται προσκολλημένοι στην ελπίδα ότι ο Τραμπ θα τα καταφέρει ή ότι θα επιστρέψει ένας κόσμος βασισμένος σε κοινούς κανόνες.
Δεν είναι περίεργο που οι πολίτες ανησυχούν ότι «οι κυβερνήσεις δεν έχουν κατανοήσει τη σοβαρότητα της στιγμής», όπως διέγνωσε αυτή την εβδομάδα ο πρώην Ιταλός πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι σε ομιλία του κατά την επέτειο της δημοσίευσης της ιστορικής του έκθεσης σχετικά με την επανάκαμψη της ανταγωνιστικότητας της Ένωσης.
Ένα χρόνο αργότερα, οι συστάσεις του παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ανεκπλήρωτες.
Πηγή: Bloomberg