Πίεση στις ιδιωτικές εταιρείες μέσων ενημέρωσης να ακολουθήσουν την κομματική γραμμή, τιμωρίες στους ιδιοκτήτες που αντιστέκονται και ανταμοιβές σε όσους συναινούν.
Έτσι εδραίωσε ο Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν τον έλεγχο των μέσων ενημέρωσης στη χώρα του, σύμφωνα με αναλυτές που έγιναν μάρτυρες της δημοκρατικής οπισθοδρόμησης της Ουγγαρίας από πρώτο χέρι.
Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ και το επιτελείο του φαίνεται να εφαρμόζουν το ίδιο μοντέλο εναντίον των μέσων ενημέρωσης στις ΗΠΑ.
Χρησιμοποιώντας νομικούς ελιγμούς, οικονομικές επιθέσεις και εκστρατείες δημόσιας πίεσης, ο Τραμπ πειθαναγκάζει τα ΜΜΕ να κάνουν αλλαγές που ωφελούν το κόμμα του και ενισχύουν τη δική του δύναμη. Η απόφαση του ABC – που ανήκει στον όμιλο της Disney – να «αποσύρει επ’ αόριστον» την εκπομπή του Τζίμι Κίμελ είναι το πιο πρόσφατο παράδειγμα.
Οργανώσεις υπεράσπισης της ελευθερίας του λόγου, όπως η Αμερικανική Ένωση για τις Πολιτικές Ελευθερίες (ACLU), προειδοποίησαν ότι η διακοπή της εκπομπής του Κίμελ αποτελεί μέρος μιας ευρείας προσπάθειας να φιμωθούν οι επικριτές του Τραμπ.
«Αυτό ξεπερνά τον Μακαρθισμό. Οι αξιωματούχοι του Τραμπ καταχρώνται επανειλημμένα την εξουσία τους για να σταματήσουν ιδέες που δεν τους αρέσουν, αποφασίζοντας ποιος μπορεί να μιλήσει, να γράψει, ακόμη και να αστειευτεί. Οι ενέργειες της κυβέρνησης Τραμπ, σε συνδυασμό με τη συνθηκολόγηση του ABC, αποτελούν σοβαρή απειλή για τις ελευθερίες μας που απορρέουν από την Πρώτη Τροπολογία», επισημαίνει η ACLU.
Η μέθοδος είναι γνωστή
Ο Γκάμπορ Σάιρινγκ, ως μέλος του ουγγρικού κοινοβουλίου, βίωσε από πρώτο χέρι τα αυταρχικά παιχνίδια εξουσίας του πρωθυπουργού Βίκτορ Όρμπαν. Σε δηλώσεις του στο CNN, ο Σάιρινγκ είπε ότι η πρόσφατη απόφαση του ABC να απομακρύνει τον Κίμελ, όσο και η κίνηση του CBS τον περασμένο Ιούλιο να αναστείλει την εκπομπή του Στήβεν Κόλμπερτ μυρίζουν «ορμπανισμό».
Νυν επίκουρος καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο πανεπιστήμιο Georgetown του Κατάρ, ο πρώην Ούγγρος πολιτευτής εξήγησε ότι ο Όρμπαν αποδυνάμωσε τη δημόσια ραδιοτηλεόραση, φίμωσε τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης χρησιμοποιώντας τη μέθοδο «καρότο και μαστίγιο» και πρόσφερε οικονομικά κίνητρα στους ιδιοκτήτες των ΜΜΕ να ακολουθήσουν τη γραμμή του.
«Οι ιδιοκτήτες μέσων ενημέρωσης, τόσο ξένοι όσο και ντόπιοι, σε μεγάλο βαθμό συνθηκολόγησαν ατομικά αντί να προβάλουν συλλογική αντίσταση, γεγονός που επέτρεψε τη συστηματική στρατηγική κατάληψης του Τύπου από τον Όρμπαν», είπε.
Στις ΗΠΑ, όσοι αγωνίζονται για την ελευθερία του Τύπο επικρίνουν επίσης αμερικανικούς κολοσσούς για την υποταγή στις επιθυμίες του Τραμπ, κυρίως μέσω νομικών διακανονισμών.
Για παράδειγμα, η Disney διευθέτησε την αγωγή του Αμερικανού προέδρου για συκοφαντική δυσφήμιση εναντίον του ABC τον περασμένο Δεκέμβριο αντί να υπερασπιστεί τον εαυτό της στο δικαστήριο, ενώ και η Paramount έφτασε σε διακανονισμό για την αγωγή του Τραμπ εναντίον του CBS τον περασμένο Ιούλιο, παρόλο που νομικοί εμπειρογνώμονες δήλωσαν ότι η εταιρεία είχε πολύ ισχυρά επιχειρήματα.
Τώρα ήρθε η σειρά της Wall Street Journal και των New York Times να υποστούν μηνύσεις. Ο νομικός πόλεμος έχει συνδυαστεί με μια άνευ προηγουμένου εφαρμογή των ρυθμιστικών εξουσιών της κυβέρνησης. Ο Μπρένταν Καρ, διορισμένος από τον Τραμπ πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Επικοινωνιών (FCC), έχει ξεκινήσει έρευνες για αρκετούς ιδιοκτήτες τηλεοπτικών σταθμών που αντιπαθεί ο Λευκός Οίκος και έχει παρέμβει πολιτικά με τρόπους που δεν είχαν κάνει ποτέ προηγούμενοι αξιωματούχοι της Επιτροπής.
Όταν ο Όρμπαν ανέλαβε την εξουσία το 2010 και έστρεψε την Ουγγαρία σε μια πιο αυταρχική κατεύθυνση, χρησιμοποίησε «οικονομικά και νομικά μέσα» για να φιμώσει τα επικριτικά μέσα ενημέρωσης, υπογραμμίζει ο Σάιρινγκ, προσθέτοντας ότι «η χρήση της δύναμης της εξουσίας επί των μέσων ενημέρωσης για να τα ωθήσει προς την αυτολογοκρισία είναι μια κλασική τακτική του Όρμπαν και η δημόσια απειλή του Καρ προς το ABC για τον Κίμελ μοιάζει πολύ με αυτή».
«Οι προσωπικά στοχευμένες εκστρατείες και οι δολοφονίες χαρακτήρα είναι επίσης η ψυχή του καθεστώτος Όρμπαν, καθώς αυξάνουν δραματικά το κόστος της δημόσιας έκφρασης» κατέληξε ο Ούγγρος καθηγητής.
Από την πλευρά του, ο Ντέιβιντ Πρέσμαν, πρώην πρέσβης των ΗΠΑ στην Ουγγαρία, έγραψε σε πρόσφατο άρθρο του στους New York Times ότι οι αμερικανικές εταιρείες προσκολλώνται σε μια «ψευδαίσθηση ότι μπορούν να διατηρήσουν την ανεξαρτησία και την ακεραιότητά τους ενώ κάνουν συμφωνίες με έναν ισχυρό άνδρα, ακριβώς όπως η ελίτ της Ουγγαρίας πίστευε ότι κι αυτή θα μπορούσε να βγει αλώβητη».
«Ο πρόεδρος Τραμπ, όπως και ο Όρμπαν, αναμφίβολα πιστεύουν ότι όλοι μπορούν να εξαγοραστούν και οι ελίτ της Αμερικής τον δικαιώνουν», συμπεραίνει ο Αμερικανός διπλωμάτης.
Πηγή: CNN