Eκεί που δεν μπορούμε να αποφύγουμε τον εαυτό μας και τις επιλογές μας. Εκεί κρίνουμε τα μονοπάτια που διαλέξαμε και εκεί επιλέγουμε τα μονοπάτια που θέλουμε να ακολουθήσουμε
Το βράδυ της 18ης Αυγούστου γυρίσαμε λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Καθώς ανεβαίναμε την μικρή σκάλα που οδηγεί στην βεράντα και από εκεί στα δωμάτια μας, μια μικρή ψυχρή ριπή ανέμου πέρασε από πάνω μας. “Κρύο” είπαμε και οι τρεις, καθώς είχαμε ήδη περάσει κάποιες μέρες στην Αυγουστιάτικη ζέστη.
Σχεδόν πάντα λίγες μέρες μετά τον 15αυγουστο, έρχεται η πρώτη “ρωγμή” στο μέτωπο της ζέστης, αυτή που είναι το πρώτο σημάδι για την εποχή που πλησιάζει στο τέλος της. Οι ζεστές μέρες συνεχίζονται συνήθως μέχρι και το τέλοςτου Σεπτέμβρη, αλλά κάτι απειροελάχιστο έχει αλλάξει. Ο καιρός είναι όπως οι ανθρώπινες σχέσεις. Για κάποιο διάστημα, για μήνες ή και για χρόνια οι ανθρώπινες σχέσεις, ερωτικές γονεϊκές, φιλικές, ή ότι άλλο, σχηματίζουν κάποιο “ζεύγος”, συνεχίζονται σε κάποιο συγκεκριμένο πεδίο. Ώσπου κάποια στιγμή έρχονται τα πρώτα σημάδια ότι σε λίγο αυτό που γνωρίζαμε και είχε κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, έχει αρχίσει ήδη να μετατρέπεται σε κάτι άλλο. Όχι μόνο οι σχέσεις μας, αλλά και εμείς οι ίδιοι. Ο ερχομός της “πεταλούδας” στην οποία καταλήγουμε προϋποθέτει το τέλος αυτού που ήμασταν μέχρι να αλλάξουμε.
Αυτή τη φορά ήρθαμε στην Νάξο με το πρωινό πλοίο. Και όπως γίνεται όταν επιστρέφουμε σε κάποιο μέρος που επισκεπτόμαστε τακτικά, μόλις φτάσεις στον προορισμό σου, όλο το διάστημα που μεσολάβησε “εξαφανίζεται” και είναι σαν να πέρασαν μόλις λίγες μέρες από τότε που έφυγες την τελευταία φορά. Καμιά ώρα αργότερα βρισκόμασταν στην παραλία μπροστά μας σε αυτήν την ιδανική καλοκαιρινή συνθήκη. Το δωμάτια μας στην βεράντα, από κάτω το εστιατόριο και η παραλία πενήντα μέτρα μακριά. Είναι το σημείο στην Πλάκα της Νάξου όπου αυτή η τεράστια αμμουδιά που έχει μήκος 4-5 χιλιόμετρα γίνεται πιο φαρδιά και συγχρόνως έχει τις λιγότερες ομπρέλες. Όσο κόσμο και να μαζέψει το νησί, αυτό το σημείο της παραλίας δεν μπορεί να φιλοξενήσει περισσότερα άτομα από όσα χωράνε οι 20 ομπρέλες. Η ώρα ήταν σχεδόν 2 το μεσημέρι και ο ήλιος ήταν κατακόρυφα από πάνω μας. Δυο ώρες αργότερα οι ακτίνες του είχαν πάρει κλίση και έφταναν σε μας αντανακλώντας στην επιφάνεια της θάλασσας που βρίσκεται ανάμεσα στην Νάξο και την Πάρο κάνοντας τα νερά ασημένια.
Αναρωτιόμουν σε τι κέφι πρέπει να βρισκόμουν εκείνη τη μέρα, 17 χρόνια πριν, που βρέθηκα σ` αυτή την παραλία, για να βρω αυτή την παραλία σαν το χειρότερο μέρος ήθελα να βρισκόμουν εκείνη τη στιγμή. Η αδρεναλίνη όταν διαχέεται στους νευρώνες μας, αλλάζει την χημεία μας και η χημεία μας είναι το καλειδοσκόπιο μέσα από το οποίο αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα. Η αδρεναλίνη αλλάζει και τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα χρώματα. Τότε ήμουν σε μια πραγματικότητα όπου όλα ήταν καφετιά. Ούτε γαλάζια, ούτε ασημένια, ούτε χρυσά όπως η άμμος. Καφετιά.
Στην Ελλάδα που βρίσκεται το κέντρο όπου διαχωρίζονται οι ζώνες της αντίληψης μας για τον πλανήτη, σ` αυτό το κέντρο ανάμεσα στην Ανατολή και την Δύση, τον Βορρά και τον Νότο, το τέλος και το ξεκίνημα της χρονιάς δεν είναι στις 31 Δεκεμβρίου. Είναι στις μέρες του Αυγούστου, κοντά στην θάλασσα-αν μας το επιτρέπουν οι συνθήκες της ζωής μας-κάτω από τον ήλιο που φέγγει αποκαλυπτικά, που κάνουμε τον απολογισμό μας. Εκεί στις παραλίες του Αυγούστου, μακριά από αυτά που αποτελούν την καθημερινότητα μας, είναι που καταλαβαίνουμε που βρισκόμαστε και που πάμε. Αν η ζωή μας είναι όπως θα θέλαμε, σ` εκείνα που μπορούμε και σ` εκείνα που δεν μπορούμε, να αλλάξουμε. Εδώ γίνονται οι “εγγραφές” της μνήμης μας. Εδώ που δεν μπορούμε να αποφύγουμε τον εαυτό μας και τις επιλογές μας. Εδώ κρίνουμε τα μονοπάτια που διαλέξαμε και εδώ επιλέγουμε τα μονοπάτια που θέλουμε να ακολουθήσουμε.
Έχουν υπάρξει τρεις παραλίες στη ζωή μου.
Η Βουλιαγμένη ήταν η πρώτη.
Βρέφος, μόλις είχα γεννηθεί, ήρθα να ζήσω εδώ τον πρώτο χρόνο της ζωής μου, μαζί με την μάνα μου. Δεν θυμάμαι τίποτα φυσικά από όλα αυτά, εκτός από εκείνα που ίσως έχουν καταχωρηθεί στην ασυνείδητη μνήμη μου χωρίς να το γνωρίζω. Ούτε το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου που βαφτίστηκα. Η παραλία της Βουλιαγμένης άρχίζει να υπάρχει στην μνήμη μου, από κάποια χρόνια αργότερα, καθώς ήταν όπως φαίνεται η αγαπημένη παραλία των γονιών μου. Αμυδρές εικόνες, από τα πεύκα που σκαρφάλωναν στον χαμηλό λόφο, ή την μητέρα μου να με σκεπάζει με κάποια πετσέτα μετά το μπάνιο και καθώς ο ήλιος έδυε. Ίσως γιατί στις παραλίες αυτές άρχισα να αντικρίζω τις πρώτες εικόνες του κόσμου που είχα γεννηθεί η Βουλιαγμένη αποτελεί μια “συγγενική” μνήμη, σαν εκείνη την παλαιά φωτογραφία που δεν μπορώ να την βρω πια, εγώ βρέφος μαζί με τη μάνα μου δίπλα σε μια βάρκα που την είχαν βγάλει έξω στην αμμουδιά. Εδώ γράφτηκε η πρώτη μνήμη μου
Η δεύτερη παραλία ήταν δυο παραλίες.
Ο Πάνορμος και ο Άγιος Σώστης, που κάποτε ζούσαν κάτω από το ίδιο άστρο. Εδώ και αφού είχα ήδη κλείσει τα 33 μου, άλλες φορές μένοντας μέρες ή βδομάδες στα αυτοσχέδια αντίσκηνα φτιαγμένα από καλάμια και παρεό, ή στο σπίτι της Χίλας πάνω στον δρόμο, ήταν που κατάλαβα τα όρια και τις ατέλειές μου. Ήταν εδώ σ` εκείνες τις ανέμελες μέρες, που έλαβα τα μηνύματα της Μοίρας μου, τους Δράκους και τις Νεράιδες που θα συναντούσα. Παρ` όλο που εδώ υπέγραψα τα προνόμια και την μοναξιά της ελευθερίας, δεν είχα προσέξει πως ο Πάνορμος και ο Άγιος Σώστης είναι κλειστές παραλίες. Το βουνό απέναντι κόβει τη θέα. Πρέπει να κοιτάξεις λοξά για να δεις το πέλαγος.
Εδώ γράφτηκε η δεύτερη μνήμη μου
Η τρίτη παραλία είναι εδώ στη Νάξο.
Εδώ και όταν πια είχαν συντελεστεί εκείνα που θα έγραφαν την ως τώρα διαδρομή μου , έγινε η δεύτερη επώαση.`Έχουμε δυο γεννήσεις στην ζωή μας. Αυτήν την πρώτη, με την φυσική γέννηση μας, όταν ερχόμαστε σ` αυτόν τον κόσμο, που είναι και ακατάληπτος αλλά και αδιανόητος. Και μετά μια δεύτερη γέννηση, μια “επώαση” όταν όσα γράφτηκαν στην μνήμη μας είναι αρκετά για να “ξαναγεννηθούμε” εντός μας, όταν και αν αυτά που μας έχουν συμβεί, μπορούν να δώσουν κάποιο νόημα σ` αυτό που βιώνουμε.
Κάποια βράδια όταν δεν φυσούσε, όπως κάνουμε κάθε χρόνο, ερχόμαστε με την Αφροδίτη και την Δέσποινα και καθόμαστε στην έρημη παραλία. Κοιτάμε τα άστρα και όταν είναι οι κατάλληλες μέρες μετράμε τις Περσίδες, που έχουν λοξοδρομήσει από την ουρά του κομήτη. Παλιότερα όταν η Αφροδίτη ήταν δύο ή τριών ετών και όταν ακόμη είχα το πέτρινο σπίτι και καθόμασταν στην βεράντα, έβαζα την Αφροδίτη μέσα από το πουλόβερ μου για να μην κρυώνει και έβγαινε μόνο το κεφαλάκι της κάτω από το δικό μου. Κάθε βράδυ με ρωτούσε να της πως πως έγιναν τα άστρα και η Σελήνη που πρόβαλε πίσω από το βουνό. Και κάθε βράδυ της επαναλάμβανα την ιστορία για την μεγάλη έκρηξη που γέννησε τα πάντα. Και εδώ στην Νάξο αυτά τα βράδια που ήμαστε μόνο οι τρεις μας στην παραλία, έχω την ίδια αίσθηση της μεγάλης σφαίρας πάνω στην οποία ζούμε, με χίλια κι ένα θαύματα, που περιφέρεται σιωπηλά στο διάστημα. Οι παλιές μου μνήμες συμπυκνώθηκαν σε ένα τέλος που είναι και μια αρχή. Όταν κάνεις παιδιά γίνεσαι δυσυπόστατος. Είσαι εσύ, αλλά είσαι και η ζωντανή μνήμη στην μνήμη των παιδιών σου. Είσαι άνθρωπος αλλά και συγχρόνως “φάντασμα”, που θα εξακολουθεί να δείχνει τον δρόμο σε χρόνια μακρινά, όταν η ανάμνηση σου θα έχει αρχίσει να ξεθωριάζει.
Μην σε απασχολεί το πλήρωμα της μνήμης. Είναι πάντα εκεί για να την επισκεφθείς, αφού θα είσαι ελεύθερος.
Εδώ γράφεται η τρίτη μνήμη μου.