Στις 8 Σεπτεμβρίου του 1941, ο Χάρι Τζέιμς και η ορχήστρα του, ηχογραφούν τη Μισιρλού.
Όταν ο Quentin Tarantino ερωτεύτηκε τη μελωδία της Μισιρλού κι αποφάσισε να ντύσει την ταινία του, Pulp Fiction, με την εκδοχή του Dale, τότε, το ελληνικό αυτό τραγούδι καθιερώθηκε ως μια cult παγκόσμια λατρεία.
Πριν από 26 χρόνια, όταν όλοι μιλούσαν για το “Pulp Fiction”. Ο ευρηματικός Quentin Tarantino με την εναλλακτική του ματιά, ξέφυγε από τα όρια του cult και κατέκτησε την παγκόσμια pop κουλτούρα. Σε αυτήν την επιτυχημένη του προσπάθεια συνετέλεσε ένα παλιό ελληνικό τραγούδι. Η “Mισιρλού” που σε διασκευή του Ντικ Ντέιλ, έντυσε την ταινία ανοίγοντάς την μετά το περίφημο “everybody be cool, this is a robbery”. Το 2004, στην τελετή λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, η Μισιρλού ξανακούγεται σε όλον τον κόσμο. Το τραγούδι ξεκίνησε από την Ελλάδα ως ρεμπέτικο κι έγινε παγκόσμια επιτυχία, γνωρίζοντας διασκευές σε διαφορετικά μουσικά στυλ.
Ποιά είναι όμως η ιστορία αυτού του εντυπωσιακού τραγουδιού;
Mισιρλού -που σημαίνει “γυναίκα” (από το Μίσιρι -Μισρ= Αίγυπτος στα αραβικά) και αναφέρεται σε μουσουλμάνα της Αιγύπτου.
Το τραγούδι «Μισιρλού» ξεκίνησε αρχικά ως λαϊκό τραγούδι που ήταν πολύ γνωστό στην Ελλάδα, την Τουρκία, την Αρμενία και ήρθε στις ΗΠΑ και τη Δύση με τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τη δεκαετία του `20. Η παλαιότερη ηχογράφηση του τραγουδιού έγινε το 1927 από τον Τίτο Δημητριάδη σε παραγωγή Columbia. , ωστόσο μια ηχογράφηση του πιανίστα Jan August στη δεκαετία του `50 το μετέτρεψε σε αμερικανική επιτυχία.
Παίζεται για πρώτη φορά το 1927 από τη ρεμπέτικη ορχήστρα του Μιχάλη Πατρινού. Οι στίχοι του αναφέρονται σε μια σχέση ενάντια σε θρησκευτικά πιστεύω και φυλές. Ένα θέμα απόλυτα απρεπές κι απαγορευμένο για την εποχή του.
Όπως συνέβαινε σχεδόν με όλα τα πρώιμα ρεμπέτικα τραγούδια, ο αυθεντικός συνθέτης του τραγουδιού (πλανόδιος και αυτοδίδακτος μουσικός πανηγυριών) ήταν πιθανολογείται κάπου στο 1910 στη Σμύρνη, αλλά παρέμεινε άγνωστος. Έτσι, ο αρχηγός της κομπανίας, Μιχάλης Πατρινός, επικαρπώθηκε τα εύσημα για τη σύνθεση. Πιθανολογείται, ότι η μελωδία συντέθηκε από τους μουσικούς συλλογικά, όπως συνέβαινε εκείνη την εποχή, οι στίχοι όμως αποδίδονται στο μεγαλύτερο ποσοστό τους στον Πατρινό. Στην αρχική του έκδοση, γύρω στο 1930, το κομμάτι πρωτογράφτηκε ως ζεϊμπέκικο, σε πιο αργό ρυθμό και διαφορετικό τόνο από τη σημερινή, «οριεντάλ» έκδοση, με την οποία έγινε γνωστό, ενώ το όνομα της κοπέλας του τίτλου προφερόταν από τον Μιχάλη Πατρινό “Μουσουρλού”, με βαριά, αργόσυρτη, σμυρναίικη προφορά.
Το 1934, ο Νίκος Ρουμπάνης – ένας Ελληνοαμερικανός μουσικός δάσκαλος- κυκλοφορεί μια ορχηστρική, τζαζ εκτέλεση του τραγουδιού. Κατοχυρώνει νομικά τον εαυτό του, ως τον συνθέτη του τραγουδιού. Αλλάζει αρκετά τον τόνο και τη μελωδία, δίνοντας στο τραγούδι μια καθαρά ανατολίτικη αίσθηση, ντύνοντάς το με στοιχεία τζαζ και απαλλάσσοντάς το από τον βαρύ, σμυρναίικο ήχο.
Στις 8 Σεπτεμβρίου του 1941, ο Χάρι Τζέιμς και η ορχήστρα του, ηχογραφούν τη “Μισιρλού”…
Μέχρι το 1961, ηχογραφήθηκε μια έκδοση με τον Μάρτιν Ντένι, γνωστό ως πατέρα της «εξωτικής» μουσικής που χρησιμοποιήθηκε εκτενώς στις ρουτίνες του χορού της κοιλιάς, ωστόσο η έκδοση του Ντικ Ντέιλ από το 1962 είναι αυτή που θυμόμαστε πιο συχνά.
Τη δεκαετία του ‘60, ο surf κιθαρίστας, Ντικ Ντέιλ, σε μια ζωντανή του εμφάνιση, ερωτάται από έναν ακροατή στο κοινό, αν μπορούσε να παίξει ένα ολόκληρο τραγούδι, πάνω σε μία και μόνη χορδή της κιθάρας του. Τότε ήταν που η “Μισιρλού” έγινε γνωστή στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Dale είχε ρίζες από το Λίβανο και αρκετές φορές αναφερόταν στην επιρροή της αρμένικης μουσικής στο κιθαριστικό στιλ του. Η νέα εκδοχή του τραγουδιού, με τα ανατολίτικα στοιχεία, υπήρξε για πολλά χρόνια εξαιρετικά δημοφιλής στη Μέση Ανατολή. Μάλιστα, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που το υιοθέτησαν ως παραδοσιακό τραγούδι της χώρας τους.
Η ιστορία – είτε είναι αλήθεια είτε όχι – λέει ότι ο Ντέιλ προκλήθηκε από ένα μέλος του κοινού να παίξει ένα τραγούδι μόνο σε μια χορδή της κιθάρας του. Θυμούμενος τον πατέρα του και τους θείους του να παίζουν ούτι – ένα παραδοσιακό λαούτο που βρίσκεται σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο και μέχρι το Ιράκ και το Αφγανιστάν – ο Ντέιλ έπαιξε γρήγορα το “Μισιρλού”, ένα πολύ γνωστό λαϊκό τραγούδι στην Fender κιθάρα του.
Σύντομα, το τραγούδι ηχογραφήθηκε με ροκ ρυθμούς και κόρνα και έγινε βασικό στοιχείο της surf rock μουσικής. Ακόμη και οι The Beach Boys ηχογράφησαν μια έκδοση του τραγουδιού και το τοποθέτησαν στο άλμπουμ τους «Surfin» USA από την ίδια χρονιά.
Για τον Ντικ Ντέιλ, το τραγούδι ήταν συνδεδεμένο μαζί του από τότε που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στη δεκαετία του `60. Όπως περιέγραψε σε μια συνέντευξή του το 1981, “Άλλαξα τον ρυθμό, μόλις άρχισα να βαριέμαι έτσι όπως ήταν. Και το αποτέλεσμα… ήταν απόκοσμο. Ο κόσμος σηκώθηκε από το πάτωμα, και φώναζαν και χοροπηδούσαν.”
Το 1994, ο ταλαντούχος, ευφυέστατος Κουέντιν Ταραντίνο, ερωτεύεται τη μελωδία της “Μισιρλού” και αποφάσισε να ντύσει την ταινία του, Pulp Fiction, με την εκδοχή του Ντέιλ. Tότε, ήταν η στιγμή της καθιέρωσης του τραγουδιού ως μια cult παγκόσμια λατρεία…
Τον Μάρτιο του 2005, το περιοδικό Q Magazine κατατάσσει στο 89ο νούμερο την εκδοχή του Dale, στη λίστα του με τα 100 Σπουδαιότερα Κομμάτια Παιγμένα σε Κιθάρα.
Το 2006, η εκτέλεση του Dale αναβιώνει και πάλι με το “Pump It»” των Black Eyed Peas.
Μισιρλού… Ένα τραγούδι που σε όποια εκτέλεση και να το ακούσεις, δεν πρόκειται να το προσπεράσεις.
Το «Pulp Fiction» βοήθησε στη διάδοση του τραγουδιού για άλλη μια φορά στη δεκαετία του `90, και ένα τέταρτο του αιώνα αργότερα, το «Μισιρλού» είναι τόσο συνδεδεμένο με την ταινία όσο κάθε ηθοποιός, απόσπασμα ή σκηνή.